Φενάκη η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας

Ασφαλώς η ενταξιακή ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι εδώ και χρόνια «παγωμένη» και στάσιμη. Όχι όμως τερματισμένη.

Το προ ετών ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με το οποίο ζητείται η αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, προσφέρεται για έναν ουσιαστικό προβληματισμό για ένα θεμελιώδες ζήτημα που απασχολεί Κύπρο και Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.

Είναι προς το συμφέρον της Κύπρου και της Ελλάδας η υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας;

Ήταν ορθή η αλλαγή πολιτικής των δύο χωρών, η εγκατάλειψη της αρνητικής τους θέσης έναντι της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, εκτός εάν η τελευταία συμμορφωνόταν με το Διεθνές Δίκαιο στο Κυπριακό και στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο;

Κάθε πολιτική κρίνεται από το αποτέλεσμά της. Και το αποτέλεσμα της θετικής στάσης Κύπρου και Ελλάδας στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας είναι πασιφανώς αρνητικό. Μόνο θετικό αποτέλεσμα υπήρξε το γεγονός ότι σταμάτησαν οι Βρυξέλλες και μερικές ευρωπαϊκές χώρες να οχυρώνονται πίσω από την αρνητική μας στάση -όσο αυτή υπήρχε- για να δικαιολογούνται προς την Τουρκία για τη μη ομαλή εξέλιξη της ευρωπαϊκής της πορείας. Αποκρύβοντας έτσι τη δική τους, στην πραγματικότητα, αρνητική στάση. Αλλά, ουδέποτε απεδείχθη στην πράξη ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αποτέλεσε γι’ αυτήν δέλεαρ. Άτεγκτη στάση στο Κυπριακό, έμπρακτη αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ, περιφρόνηση προς τη διεθνή σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Άρνηση της Τουρκίας να εκπληρώσει τις λεγόμενες τουρκογενείς υποχρεώσεις που της ανατέθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήδη από το 2005. Δηλαδή, ανεπιφύλακτη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα (σε εφαρμογή της τελωνειακής ένωσης για όλα τα κράτη - μέλη της Ε.Ε.) και συνεργασία για λύση του Κυπριακού στη βάση των περί Κύπρου ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των αρχών και αξιών επί της οποίας εδράζεται η Ε.Ε.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, καθημερινές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, των χωρικών υδάτων, ακόμα και εκδηλώσεις αναθεωρητισμού υφιστάμενων διεθνών συνθηκών, όπως η Συνθήκη της Λωζάννης.

Περαιτέρω, θα πρέπει να εκτιμήσουμε τις πιθανότητες η Ε.Ε. να αποδεχθεί κάποτε την Τουρκία στις τάξεις της. Οι πιθανότητες είναι ανύπαρκτες. Μεγάλες και ηγέτιδες χώρες της Ένωσης, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, με σαφήνεια και απερίφραστα εκδηλώνουν την αρνητική τους θέση σε μια τέτοια προοπτική.

Όταν τη δεκαετία του 1990 επισκέφθηκα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είχα συνάντηση με τον Γερμανό τότε Πρόεδρό του. Του ανέπτυξα τη θέση ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας για να υποχρεωθεί να συναινέσει σε λύση του Κυπριακού. Μου απάντησε σε αυστηρό ύφος: «Δεν θα μας φορτώσετε την Τουρκία. Θέλω να σου πω κάτι και να το θυμάσαι. Ουδέποτε η Γερμανία, είτε οι Χριστιανοδημοκράτες είτε οι Σοσιαλδημοκράτες είναι στην εξουσία, θα επιτρέψει την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.».

Με αυτά τα δεδομένα, αποδεικνύεται ως φενάκη η πολιτική στήριξης από πλευράς Κύπρου και Ελλάδας της υποτιθέμενης ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, με την ελπίδα διαφοροποίησης της θέσης της σε ό,τι αφορά Κυπριακό και Ελληνοτουρκικά.

Αντίθετα, μια σαφής θέση ότι, όσο συνεχίζεται η τουρκική κατοχή και όσο διατηρούνται οι τουρκικές απειλές κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, δεν υπάρχει συνηγορία σε ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, είναι πολύ πιθανότερο να αποδειχθεί πιο αποτελεσματική. Ούτως ή άλλως, θα είναι πολύ πιο πραγματιστική. Και ο ρεαλισμός στην εξωτερική πολιτική πρέπει να αποτελεί πυξίδα πλεύσης.