Ρόδης Κανακάρης – Ρούφος: Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Κύπρο το 1954-55 και «Μιχαήλ» της ΕΟΚΑ

Ένας διά βίου αγωνιστής, πατριώτης διπλωμάτης και μεγάλος φίλος της Κύπρου μέχρι το θάνατό του ήταν ο Ρόδης Κανακάρης - Ρούφος, γόνος ιστορικών οικογενειών, που πολλά πρόσφεραν στην πατρίδα, ως αγωνιστές του 1821 και αργότερα ως πολιτικοί και άνθρωποι των Γραμμάτων. Πατέρας του ήταν ο Λουκάς Ρούφος, βουλευτής και υπουργός, και προπάππος του ο Μπενιζέλος Ρούφος, αρχηγός των αγωνιστών της Πάτρας, στον Αγώνα του 1821, και Πρωθυπουργός αργότερα της ελεύθερης Ελλάδας. Ήταν, επίσης, εγγονός του Αριστομένη Προβελέγγιου, λογοτέχνη της Αθηναϊκής Σχολής, βουλευτή και ακαδημαϊκού.

Με αυτές τις οικογενειακές καταβολές, δεν μπορούσε ο Ρόδης να υστερήσει σε εθνική προσφορά. Νεαρός φοιτητής, κατά την κατοχή, εκδήλωσε έμπρακτα τον πατριωτισμό του, βαδίζοντας στ’ αχνάρια των προγόνων του. Εντάσσεται, αρχικά, στην αντιστασιακή οργάνωση «Ιερά Ταξιαρχία» κι αργότερα στην «ΡΑΝ» του Στρατηγού Βεντήρη. Τότε, θαρραλέος και ανυπότακτος, όπως ήταν, ήρθε σε ρήξη με την κομμουνιστική οργάνωση ΕΠΟΝ, που επιχείρησε να παρασύρει πατριώτες φοιτητές και να τους εντάξει στους κόλπους της. Ακούραστος και ακατάβλητος ο Ρόδης, διψώντας για ενεργότερη αγωνιστική δράση, εντάσσεται αργότερα στον «Ιερό Λόχο» του Συνδέσμου Ανωτάτων Σχολών και στη συνέχεια στον ΕΔΕΣ του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα. Διακόπτει τις σπουδές του κι ανεβαίνει στα ηπειρωτικά βουνά, όπου πολεμά τον κατακτητή μέχρι την απελευθέρωση, οπότε συνεχίζει τις σπουδές του, παίρνει το δίπλωμά του και εντάσσεται στη Διπλωματική Υπηρεσία. Πάθος του ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Ελληνισμού, ελεύθερου και αλύτρωτου.

Το 1954 ο νεαρός διπλωμάτης Ρόδης Κανακάρης - Ρούφος διορίζεται Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη βρετανοκρατούμενη ελληνική Κύπρο. Ήταν τότε που γίνονταν οι τελευταίες προετοιμασίες για την έναρξη του Ένοπλου Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο Διγενής βρισκόταν, ήδη, στο νησί και εκπαίδευε τις πρώτες ομάδες της ΕΟΚΑ στα όπλα. Ο Ρούφος αντικαθιστούσε τον Γενικό Πρόξενο Αντρέα Παππά, άλλον ένα μεγάλο φίλο της Κύπρου, λίγες μόνο ημέρες μετά την έναρξη της δίκης των αγωνιστών του πλοιαρίου «Άγιος Γεώργιος». Αγωνιστής, όπως ήταν, ο Ρούφος, με την άφιξή του, ζήτησε να δει τον Διγενή για να τον διαβεβαιώσει ότι θα είναι πάντα στο πλευρό του. Αφού ενημερώθηκε από τον προκάτοχό του Αντρέα Παππά για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο, ήρθε σ’ επικοινωνία με τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ, τον οποίο γνώριζε από την Αθήνα, όταν άρχισε τη συγκέντρωση οπλισμού για τον Αγώνα της Κύπρου, και τον διαβεβαίωσε για την ολόψυχη συμπαράστασή του στον ιερό αγώνα που αναλάμβανε. Δεν λογάριαζε διπλωματικά πρωτόκολλα και υπηρεσιακές δεσμεύσεις ο πατριδολάτρης διπλωμάτης. Ζήτησε από τον Αρχηγό να τον εντάξει στην Οργάνωση και να εμπλακεί ενεργά, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στη διπλωματική του σταδιοδρομία. Κι ο Αρχηγός, συγκινημένος, τον εμπιστεύτηκε, έκανε δεχτό το αίτημά του και του έδωσε το ψευδώνυμο «Μιχαήλ».

Συνάντηση με τον Διγενή

Ο πατριωτισμός και η τόλμη του Ρούφου εκδηλώθηκαν περίτρανα με εντυπωσιακό τρόπο, όταν το Πάσχα του 1956 ζήτησε να συνεορτάσει στα βουνά με τον Διγενή την Ανάσταση. Κι ο Αρχηγός, βαθιά συγκινημένος από τη χειρονομία αυτή του Γενικού Προξένου της Ελλάδας, έδωσε οδηγίες να διευθετηθεί η συνάντηση σε τόπο και χρόνο που θα καθόριζε ο ίδιος, για λόγους υψίστης ασφαλείας και για τους δύο. Ο Διγενής λημέριαζε τότε στα βουνά του Κύκκου, όπου είχε καταφύγει μετά τη μάχη των Σπηλιών, στις 11 Δεκέμβρη 1955. Έτσι, κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας και με χίλιες δυο προφυλάξεις, τη Δευτέρα της Λαμπρής του Σωτηρίου Έτους 1956 -και όχι του 1955 όπως εσφαλμένα γράφουν μερικοί συγγραφείς- ο Ρούφος με τη σύζυγό του και τη Λούλα Κοκκίνου ξεκίνησαν από τη Λευκωσία μ’ ένα μικρό αυτοκίνητο για… προσκύνημα στο Μοναστήρι του Κύκκου. Το ταξίδι, παρά την επικινδυνότητά του, ήταν ευχάριστο κι όλα κύλησαν ομαλά. Δεν πήραν καμιά μυρωδιά τα λαγωνικά του «Σπέσιαλ Μπραντς» - Ειδικού Κλάδου της Αστυνομίας - και δεν προέκυψε κανένα εμπόδιο, ούτε και στήθηκε κάποιο οδόφραγμα για έρευνες των διερχομένων.

Γνώριζε ο αείμνηστος Ρούφος ότι η πράξη του αυτή ήταν παράτολμη κι αν γινόταν αντιληπτή από τους πράκτορες των Βρετανών, που όργωναν το νησί, εκτός του ότι θα του στοίχιζε, σίγουρα, τη διπλωματική του σταδιοδρομία, θα εξέθετε την ελληνική Κυβέρνηση και θα δημιουργούσε ταυτόχρονα σοβαρά προβλήματα, τα οποία θα κλόνιζαν τις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας- Βρετανίας, που ήταν ήδη τεταμένες, εξαιτίας του Κυπριακού. Επίσης, υπήρχε μέγας κίνδυνος επισήμανσης της συνάντησης, διότι θα γινόταν κοντά στο Μοναστήρι του Κύκκου, που παρακολουθείτο στενά από πράκτορες των Βρετανών. Αφού λήφθηκαν τα δέοντα αυστηρά μέτρα ασφάλειας, ο Διγενής άναψε το πράσινο φως για τη συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε σε φορτισμένη από ιερή συγκίνηση ατμόσφαιρα. Εκτός από τον Αρχηγό, τον Γενικό Πρόξενο, τη σύζυγό του και τη Λούλα Κοκκίνου, παρών ήταν και ο Λάμπρος Καυκαλίδης, «η σκιά του Διγενή».

Από την ιστορική εκείνη συνάντηση και μετά η φιλία και αμοιβαία εμπιστοσύνη Διγενή-Ρούφου ήταν ανέφελη και αρμονική, ήταν αδελφική. Ο Γενικός Πρόξενος ενημέρωνε ανελλιπώς και λεπτομερώς τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ για όλες τις δραστηριότητες της ελληνικής Κυβέρνησης στο Κυπριακό και διαβίβαζε στην Αθήνα ό,τι του ζητούσε. Επίσης, ο Ρούφος συνεργαζόταν και με τον Μακάριο. Διετέλεσε, για ένα διάστημα, εξ απορρήτων μυστικοσύμβουλός του. Στενοί συνεργάτες των δύο υποστήριζαν ότι είναι ο Ρούφος που υπέδειξε στον Αρχιεπίσκοπο να ζητήσει από τον Καραμανλή την αντικατάσταση του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, Σπύρου Θεοτόκη, ο οποίος ήταν υπέρ της συμβιβαστικής λύσης της αυτοκυβέρνησης που πρότειναν οι Βρετανοί και όχι της Αυτοδιάθεσης - Ένωσης.

Αβέρωφ - Σεφέρης

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που αντικατέστησε τον Θεοτόκη, ήταν επίσης υπέρ της συμβιβαστικής λύσης αυτοκυβέρνησης, αλλά δεν τολμούσε να εκδηλωθεί ανοικτά. Ήθελε να ετοιμάσει πρώτα το έδαφος με ανακατατάξεις στο Υπουργείο Εξωτερικών και μεταθέσεις πρεσβευτών, που κρίνονταν ως ενωτικοί. Ο μόνος που κατόρθωσε να μετατεθεί από το Κέντρο στο Λονδίνο, όπου ζήτησε επίμονα, ήταν ο Γεώργιος Σεφέρης, που γνώριζε, ως εκ της θέσης του, πού οδηγούσαν Καραμανλής και Αβέρωφ το Κυπριακό. Μετά από έκκληση του πανίσχυρου Υπουργού Προεδρίας και στενότατου φίλου του Καραμανλή, Κωνσταντίνου Τσάτσου, συζύγου της αδελφής του Ιωάννας, ο Σεφέρης μετατέθηκε στο Λονδίνο, παρά την αντίθετη θέση και τις ζωηρές επιφυλάξεις του Αβέρωφ και του ίδιου του Καραμανλή, διότι δεν τον ήθελαν ούτε οι Άγγλοι, που γνώριζαν την αγάπη του για την Κύπρο. Το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών σχολίασε με δυσφορία τον διορισμό του Σεφέρη, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Η αλλαγή του πρέσβη δεν δύναται να μας είναι ευχάριστη». Και ο Μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών Σερ Φρέντερικ Χόγιερ - Μίλαρ επισήμαινε: «Ο κύριος Σεφεριάδης θα είναι μάλλον ενοχλητικός».

Το «κολάνι» των μεταθέσεων, όπως ήταν φυσικό, τύλιξε και τον Ρούφο. Διότι ήταν γνωστή η μέχρι τότε εθνική του δράση στην Κύπρο, η στενή συνεργασία του με τον Διγενή και η θέση του υπέρ της Αυτοδιάθεσης - Ένωσης. Τον αντικατέστησαν με έναν άλλο πατριώτη Πρόξενο, τον Αριστοτέλη Φρυδά, που με ενέργειες του Ρούφου συνδέθηκε με τον Διγενή και πήρε το ψευδώνυμο «Κ. ΞΗΡΟΣ». Η αγαστή συνεργασία του Φρυδά με τον Διγενή και η εθνική δραστηριότητά του ενόχλησαν τον Αβέρωφ και τον αποδυνάμωσε με ανήθικο «διπλωματικό» τρόπο. Με υπόδειξη του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, γνωστού ανθενωτικού αγγλόφιλου, Παναγιώτη Πιπινέλη, διορίστηκε Γενικός Πρόξενος στην Κύπρο ο γνωστός ανθενωτικός και υβριστής του Μακαρίου και του Διγενή, Άγγελος Βλάχος. Έτσι, ο Φρυδάς τέθηκε υπό τον Βλάχο, ο οποίος άρχισε, με εντολές των Αβέρωφ-Πιπινέλη, να υπονομεύει του Αγώνα της ΕΟΚΑ, μέχρι που οδήγησαν το Κυπριακό στην επάρατη Ζυρίχη.

Από την Αθήνα, όπου μετατέθηκε, ο Ρούφος δεν έπαψε να ενδιαφέρεται ζωηρά για τον κυπριακό Ενωτικό Αγώνα. Και η επαφή του με τον Διγενή συνεχίστηκε, μέσω του Γραφείου Εθναρχίας και συγκεκριμένα του εθνικού αγωνιστή και εθναρχικού συμβούλου Σάββα Λοϊζίδη, τον οποίον ενημέρωνε μυστικά για τις κινήσεις του Αβέρωφ. Προέβλεπε ο πατριώτης διπλωμάτης πού οδηγούσαν Καραμανλής-Αβέρωφ το Κυπριακό και δεν απέκρυβε τους φόβους και τις ανησυχίες του. Γνώριζε, επίσης, τον βρόμικο ρόλο του αντικαταστάτη του στη Λευκωσία, Άγγελου Βλάχου, που άνοιγε τους φακέλους της αλληλογραφίας του Αρχηγού της ΕΟΚΑ με το Εθνικό Κέντρο και υπονόμευε, αντί να ενισχύει τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, μέχρι τις συμφωνίες της Ζυρίχης, που αποτέλεσαν την ταφόπλακα της Ένωσης της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα. Η ανικανότητα της κυβέρνησης Καραμανλή να εκμεταλλευτεί τον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ λύπησε βαθύτατα τον «Μιχαήλ» της ΕΟΚΑ.

Και μετά τη Ζυρίχη, ο αείμνηστος Ρόδης Κανακάρης - Ρούφος εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται για την τύχη της αγαπημένης του Κύπρου. Συναντιόταν συχνά με τον Διγενή, τον Αρχηγό της ΚΑΡΗ Γιάννη Χατζηπαύλου - Ιωαννίδη, τον Σάββα και τον Σωκράτη Λοϊζίδη καθώς και με άλλους πολιτικούς παράγοντες που τάχθηκαν ανοιχτά εναντίον των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου και μελετούσαν τρόπους για τη βελτίωση των συνθηκών που δημιουργήθηκαν σε βάρος του Ελληνισμού της Κύπρου. Και μέχρι τον θάνατό του, που είχε επέλθει το 1972, ο Ρόδης Κανακάρης - Ρούφος είχε τη σκέψη του στραμμένη στην αγαπημένη του Κύπρο, που, όπως έλεγε συχνά σε φίλους, «αυτό το ελληνικό νησί άξιζε καλύτερης τύχης. Εμείς, το Εθνικό Κέντρο, δεν αξιοποιήσαμε τον ένδοξο Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ…».

Μεταθανάτια, πολύ καθυστερημένα, ο αγωνιστής διπλωμάτης τιμήθηκε από την ελληνική Πολιτεία με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά του στην Πατρίδα. Αιωνία η μνήμη του.