Αμυντική θωράκιση ως εγγύηση ειρήνης

Η Ελληνική Δημοκρατία, τελούσα υπό μία διαρκή απειλή ενός επιθετικού τουρκικού αναθεωρητισμού, ο οποίος εκφράζεται και μέσω δογμάτων, όπως το της Γαλάζιας Πατρίδας που παραπέμπει στην αναθεώρηση συνθηκών, προχώρησε, κατά τα οφειλόμενα, τα προβλεπόμενα και τα εθνικώς αναγκαία, σε κινήσεις υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Η ανάπτυξη της διαδικασίας εξοπλισμού αναφορικά προς την ενίσχυση της ελληνικής αεροπορικής ισχύος, που εκκίνησε πριν από σχεδόν ενάμιση χρόνο μεταξύ Αθηνών και Παρισίων, παρουσιάζει απτά αποτελέσματα αυτό το διάστημα με την άφιξη των πρώτων έξι γαλλικών πολεμικών αεροσκαφών τύπου Rafale.

Τούτο παραπέμπει και σε μια γεωστρατηγική εξέλιξη εξαιρετικά θετική για τα ελληνικά συμφέροντα, αφού τοιουτοτρόπως δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις απόκτησης μιας αναγκαίας, δεδομένων των διεθνών συνθηκών στην περιοχή, σχετικής αμυντικής αυτονομίας.

Η αγορά ενός σημαντικού αριθμού μαχητικών αεροσκαφών τέταρτης γενιάς, όπως είναι τα Rafale, από μία σύμμαχο και φίλα προσκείμενη χώρα, όπως είναι η Γαλλία, συνιστά την πραγμάτωση ενός καθήκοντος εθνικής προάσπισης και ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος του ελληνικού κράτους, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εμφανίζεται και να πορεύεται στη διεθνή πολιτική με έναν βηματισμό, που να επιβάλλει στους φίλους την εκτίμηση και στους εχθρούς φόβο και σεβασμό.

Επισημαίνεται εν είδει σύντομης ιστορικής αναδρομής πως ο εξοπλισμός, πάντα λαμβάνοντας υπόψη τα μέσα της κάθε περιόδου, από την εποχή της Κλασικής Ελλάδας και τις συγκρούσεις των ελληνικών πόλεων με τους Πέρσες, προβάλλει την αντίληψη και την πραγματικότητα της μετάδοσης ενός μηνύματος αποτρεπτικής ισχύος, που σημαίνει μεγιστοποίηση του κόστους και ελαχιστοποίηση του οφέλους για τον εν προκειμένω επιβουλέα.

Στη σημερινή εποχή, μια τέτοια κίνηση αμυντικού χαρακτήρα προβάλλει για το κράτος, το οποίο εξοπλίζεται, μιαν αναβαθμισμένη παρουσία του σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα αλληλοσυγκρουομένων δρώντων και εκ παραλλήλως την παραδοχή από τρίτους μιας υπεραξίας, η οποία ακριβώς εξαιτίας της αποτρεπτικής ισχύος που συνεπάγεται, αφενός συμβάλλει στην περιφερειακή ειρήνη και αφετέρου διασφαλίζει τη σταθερότητα, εν προκειμένω στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.

Αυτή η διάσταση οικοδομεί, διά του υφιστάμενου σχεδιασμού και των πραγματοποιηθέντων βημάτων, την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού σχήματος συνεργασίας μεταξύ δύο ισχυρών χωρών της Μεσογείου, οι οποίες συνιστούν μέρος του δυτικού συστήματος ασφάλειας.

Στον αντίποδα, υπενθυμίζεται πως η τουρκική αεροπορία, λόγω του αμερικανικού εμπάργκο, δεν αναμένεται να λάβει τα πολεμικά αεροσκάφη F-35. Κάθε τουρκική αποδυνάμωση ενισχύει τις δυνατότητες ενδυνάμωσης της ελληνικής ικανότητας προστασίας των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο, οι οποίες από την τουρκική επεκτατική επιβουλή ενεργώς απειλούνται.

Η συνεργασία που εν τοις πράγμασι διαμορφώνεται, δεν συνιστά απλή σύμπτωση βουλήσεων δύο κρατικών οντοτήτων επί ενός γεγονότος ή ενός προγράμματος, αλλά προωθεί αφ’ εαυτής ένα διευρυμένο πλαίσιο συντονισμένης δράσης διά της εκπαίδευσης ατόμων, χειριστών πολεμικών αεροσκαφών και άλλων ομάδων του τεχνικού, επιστημονικού, στρατιωτικού προσωπικού, πράγμα που δημιουργεί μια σχέση αλληλεπίδρασης σε ευρύτερα σχήματα και χρώματα των δύο κρατών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η συνεργασία Ελλάδος – Γαλλίας αποκτά βάθος, που παραπέμπει στον ανθρώπινο παράγοντα και τις κοινωνικές – διεθνικές σχέσεις, που αναπτύσσονται.

Αναμφιβόλως, οι υπό εξέλιξη συνθήκες διακρατικής συνεργασίας υπερβαίνουν το στενό πλαίσιο της στρατιωτικοκρατικής πολιτικής διάρθρωσης και επεκτείνονται και σε ένα ευρύτερο σχήμα διά της συμπερίληψης κρατών και πολιτειακών οντοτήτων στον χώρο ανάπτυξης του κατά τα ανωτέρω προγράμματος. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή του υφιστάμενου ισοζυγίου ισχύος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και να δημιουργήσει συνθήκες αποτελεσματικής και θετικής ελληνικής αποτροπής προς την πορεία διασφάλισης της αληθούς ειρήνης.

Τα ανωτέρω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα χρονική στιγμή, δεδομένου του τουρκικού επαναπροσανατολισμού προς Ουάσιγκτον επ’ αφορμή περιφερειακών κρίσεων και όχι μόνο, προσδοκώντας εν προκειμένω η Άγκυρα να διατηρήσει στο ακέραιο τα κεκτημένα διεθνοπολιτικά δρώμενα, ενώ οι αναθεωρητικές επιδιώξεις της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο παραμένουν οιονεί επίκαιρες.