Αναλύσεις

Κατεχόμενα/ψευδοεκλογές: Κυρίαρχη η οικονομία

Νέα ψευδοκυβέρνηση αναμένεται να συσταθεί σήμερα στα κατεχόμενα, πάλι με πρόωρες «βουλευτικές εκλογές»

Νέα ψευδοκυβέρνηση αναμένεται να συσταθεί σήμερα Κυριακή στα κατεχόμενα, πάλι με πρόωρες «βουλευτικές εκλογές», λόγω των πολλαπλών κρίσεων που προκαλεί η εντεινόμενη τουρκική εμπλοκή, τόσο στους παράνομους θεσμούς, όσο και στην ίδια την τ/κ κοινότητα. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αλλά και αναλυτές, το βαθιά συντηρητικό Κόμμα Εθνικής Ενότητας, ιδρυθέν υπό του Ραούφ Ντενκτάς και κόμμα του νυν κατοχικού ηγέτη, Ερσίν Τατάρ, αναμένεται να κόψει πρώτο το νήμα. Από το ποσοστό που θα λάβει θα εξαρτηθεί και το αν θα υπάρξει μονοκομματική ή «κυβέρνηση» συνεργασίας.

Αξίζει να ειπωθεί πως το σύστημα είναι κοινοβουλευτικό, με τις επικείμενες «βουλευτικές» ν’ αφορούν στη σύσταση του «κοινοβουλίου» και της «κυβέρνησης», ενώ με τις λεγόμενες «προεδρικές» εκλέγεται ο Τ/κ ηγέτης, ο οποίος έχει ως αρμοδιότητες, κυρίως, τις εξωτερικές σχέσεις του ψευδοκράτους και τις συνομιλίες για το Κυπριακό.

Σε δεύτερη μοίρα το Κυπριακό

Στην ατζέντα των εκλογών ιεραρχείται πρώτο, ως κριτήριο ψήφου, η οικονομία. Κάτι που προφανώς συνδέεται με όλες τις όψεις της πολιτικής ζωής των κατεχομένων, αλλά και της καθημερινότητας των Τουρκοκυπρίων. Υπήρξε μια ανοιχτή δημόσια προεκλογική συζήτηση σε σχέση με μια πρόταση για μερική υιοθέτηση του ευρώ, κάτι που εκτιμάται πως έδωσε κάποιους βαθμούς στην τ/κ αριστερά, εντάσσοντάς της στον χάρτη των προτάσεων για οικονομική διέξοδο.

Κι αυτό, γιατί η τ/κ δεξιά, τόσο οι παραδοσιακοί σχηματισμοί όσο και οι νέοι που ξεπηδούν κατά καιρούς, θεωρείται πως κατέχει το «κλειδί» των οικονομικών λύσεων, στον βαθμό που δρα ως μεσολαβητής για τα τουρκικά «δώρα». Η σχεδόν ολοκληρωτική οικονομική εξάρτηση των κατεχομένων από την κατοχική Τουρκία είναι μια θλιβερή πραγματικότητα, που γίνεται αντιληπτή από την κοινή γνώμη. Δυστυχώς, δεν δημιουργεί μόνο αντίρροπες κατευθύνσεις και αμφισβήτηση της τουρκικής «αναγκαιότητας», αλλά εξωθεί και ένα μέρος του πληθυσμού στις αγκάλες της Τουρκίας με όρους πατερναλισμού και «επιβεβλημένης εξάρτησης».

Ως εκ τούτου, οι υπόλοιπες θεματικές έρχονται σε δεύτερη μοίρα, αλλά και επικαθορίζονται από την οικονομική πτυχή, όπως π.χ. η πανδημική κρίση. Όπως σημειώνουν αναλυτές, το Κυπριακό έρχεται δεύτερο, αλλά εντάσσεται στην ευρύτερη προβληματική των σχέσεων με την Τουρκία, αλλά και στις «προοπτικές» που δίνει στους Τουρκοκυπρίους, όταν αυτό αφήνει περιθώριο αισιοδοξίας.

Σε μαρασμό η αριστερά

Όπως σημειώνουν αναλυτές με γνώση του αντικειμένου, η τουρκοκυπριακή αριστερά καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις θέσεις στο Κυπριακό και την προοπτική διεξόδου προς «τον κόσμο», που έδινε στους πολίτες. Αυτό γινόταν μέσω του σχετικού βαθμού συναίνεσης που επιδείκνυε, πάντα σε σχέση με την ολοκληρωτικά αδιάλλακτη δεξιά. Συναντώντας, έτσι, έρεισμα στα εκκοσμικευμένα τμήματα της κοινωνίας που έβλεπαν στο πρόσωπο της στασιμότητας τον συντηρητικό εαυτό της «μητέρας πατρίδας». Οι μηδαμινές προοπτικές της παρούσας φάσης αποκάλυψαν το ιδεολογικό και πολιτικό κενό στις τάξεις της αριστεράς, μέσω αυτής της δομικής ταύτισης για το τουρκοκυπριακό παράδειγμα.

Από την άλλη, μέρος της αριστεράς στρέφεται προς το οργανωμένο κίνημα αποχής, ενώ μειώνεται η αυξημένη τάση πολιτικοποίησης των νεολαιίστικων και εργατικών στρωμάτων. Άρχισαν παράλληλα να ακούγονται «σκληρές» φωνές στο Κυπριακό και στο μεγαλύτερο κόμμα της θεσμικής αριστεράς, το ΡΤΚ (CTP).

Ως εκ τούτου, φαίνεται πως τόσο η τ/κ αριστερά όσο και η κοινότητα στο σύνολό της βρίσκεται σε μια κατάσταση μαρασμού, καθώς οι τουρκικές παρεμβάσεις, η νέα «κρατική» πολιτική στο Κυπριακό με επιδίωξη λύσης «συνεργασίας δύο κρατών» και η απομάκρυνση από την Ε.Ε. και την ε/κ πλευρά, βιώνονται ως ματαίωση.

Ενισχύεται η δεξιά

Από την άλλη, η δεξιά ανέλαβε «εργολαβία» τις πατερναλιστικού τύπου σχέσεις με την Τουρκία, οικειοποιούμενη ολοένα και περισσότερο τα δίκτυα θεσμικών, και μη, πελατειακών σχέσεων που οικοδομούνται. Αξίζει να σημειωθεί πως ένα άλλο κομμάτι της δεξιάς αντιδρά στις εντεινόμενες τουρκικές παρεμβάσεις, καθώς αξιολογείται ως υποβάθμιση του ρόλου που επιτελεί η αστική τάξη στο παράνομο οικοδόμημα. Το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να παρέχει ένα βαθμό οικονομικής και πολιτικής αυτονόμησης από την - όπως οι ίδιοι την βλέπουν - ανταγωνιστική τουρκική αστική τάξη του Ερντογάν και των πλησίον του.

Η τουρκική απάντηση σ’ αυτήν τη διαμάχη είναι να παρεμβαίνει στα εσωκομματικά αυτών των κομμάτων ενισχύοντας τις «τουρκικές φωνές», αλλά και πυροδοτώντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων, για το ποιος θα πάρει το χρίσμα του κύριου τοποτηρητή.

Απόχη Vs τουρκική παρέμβαση

Από τη μια, η αποχή παίρνει μια πιο πολιτικοποιημένη και οργανωμένη μορφή, καθώς υποστηρίζεται από μερίδα «Κυπροκεντρικών» κινημάτων και σχηματισμών. Κάτι που προϊδεάζει συνέχιση της αύξησης των ποσοστών της αποχής, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προκαλέσει τομές και ρήγματα στο πολιτικό σκηνικό και στην κοινωνία. Από την άλλη, προβληματίζει η αύξηση των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων κατά περίπου 4 χιλιάδες, εντός ενός χρόνου. Η οποία προφανώς οφείλεται στις πολιτογραφήσεις Τούρκων υπηκόων.

Αντί επιλόγου

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως οι εν λόγω «βουλευτικές» εκλογές δεν έχουν πραγματικό αντίκτυπο, πέραν κάποιων περιορισμένων διαφοροποιήσεων, τόσο για τους ίδιους τους Τουρκοκύπριους, όσο και για τους Ελληνοκύπριους. Μια μερική επιβεβαίωση των δημοσκοπήσεων θα δώσει ίσως περαιτέρω ώθηση στις διχοτομικές πολιτικές, τόσο μέσω των τουρκικών παρεμβάσεων, όσο και μέσω της τουρκοκυπριακής συναίνεσης.

Ο χάρτης των σημερινών «εκλογών»

Σύμφωνα με το «ανώτατο εκλογικό συμβούλιο», ο συνολικός πληθυσμός στα κατεχόμενα ανέρχεται στις 245.869 και ο αριθμός των ψηφοφόρων στις 203.792.

Τα οκτώ κόμματα που θα λάβουν μέρος στις «πρόωρες βουλευτικές εκλογές» είναι: Κόμμα Εθνικής Ενότητας (UBP), Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα (CTP), Κόμμα του Λαού (HP), Κόμμα Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (TDP), Δημοκρατικό Κόμμα (DP), Κόμμα της Αναγέννησης (YDP), Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης – Νέες Δυνάμεις (TKP-YG), Ανεξάρτητος Δρόμος (BY).

Με βάση το «σύνταγμα», οι «βουλευτικές εκλογές» διεξάγονται κάθε πενταετία. Το εκλογικό μέτρο εισδοχής στη «βουλή» ορίστηκε στο 5% και οι «ψηφοφόροι» έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν με τρεις διαφορετικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένης και της μεικτής ψήφου.