Το Σύνταγμα, οι κομματικοί μηχανισμοί και η διαφθορά

Παρακολουθώντας τις τηλεοπτικές συζητήσεις κομματικών στελεχών με τις γνωστές φραστικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες γίνονται όλο και πιο έντονες ενόψει της ύπαρξης υποψηφίων και άλλων που προβληματίζονται για να είναι υποψήφιοι για την εκλογή το 2023 του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο κάθε τρίτος διερωτάται περί την υπαρκτή, ηθελημένη ή μη, κομματική «συνδρομή» στη «διευκόλυνση» της διαφθοράς. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρομαι στο μεμονωμένο «ρουσφέτι», αλλά σε ένα Νομοσχέδιο, που, παρά την συνεχή πολεμική της αντιπολίτευσης, ψηφίστηκε, ενώ ήταν, έκδηλα και προφανέστατα, αντισυνταγματικό.

Η Εκτελεστική Εξουσία, για δικούς της σκοπούς, θέλησε να δημιουργήσει μια παραδοξότητα σε σχέση με την εξουσία που έχει αποκλειστικά η ΕΔΥ να διορίζει, να μεταθέτει, να προαγάγει κ.λπ. τους δημόσιους υπαλλήλους. Ένα καθήκον στο οποίο δεν χωρεί η όποια ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας, όπως διευκρίνισε από χρόνια με σειρά από αποφάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο!

Το Υπουργικό όμως θέλησε, εξωσυνταγματικά και ακατανόητα, να διαμορφώσει Νομοθετικά υπέρ του, δικαίωμα να μπορεί να διορίζει, χωρίς μάλιστα προκήρυξη της θέσης του Εφόρου Φόρων (ώστε να έχουν ισότιμο δικαίωμα να επιδείξουν ενδιαφέρον όσοι προσοντούχοι θα ήθελαν να την διεκδικήσουν). Επρόκειτο σαφώς για μια Επιλεκτική Νομοθετική Ρύθμιση, που αφορούσε σε μια και μόνο θέση, στην όλη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία, η οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη ως εκ των καθηκόντων που της ανήκουν. Μια τέτοια θέση δεν επιτρέπεται καταχρηστικά να πληρωθεί αναρμόδια με αδιαφανείς διαδικασίες και εν κρυπτώ, από το Υπουργικό αντί της ΕΔΥ. Έστω και αν το προέβλεψε τούτο ένα Νομοσχέδιο, στο οποίο προστέθηκε ως αιτιολογία η σύμφωνη θέση του Γενικού Εισαγγελέα και το οποίο ψήφισε εν τη σοφία της η Βουλή, χωρίς νομικό προβληματισμό εάν το Σύνταγμα επέτρεπε τούτο και χωρίς πολιτική ανάλυση για το τι εξυπηρετεί ή υποκρύπτει μια τέτοια ρύθμιση. Έδρασαν αλαζονικά με τη βεβαιότητα ότι η όποια αμφισβήτηση, εάν θα υπήρχε, θα απαιτήσει πολλά χρόνια δικαστικής αντιδικίας. Στη διάρκεια δε αυτού του χρόνου οι υποθέσεις φοροδιαφυγής (Ελβετικές τράπεζες, Παναμά papers κ.λπ.) θα ετύγχαναν χειρισμού ως θα εκρίνετο από ένα όργανο που επιβλήθηκε με αντισυνταγματικό νόμο.

Τρία θεσμικά όργανα (Εκτελεστική Εξουσία, Γενικός Εισαγγελέας και Βουλή), ενώ όφειλαν να γνωρίζουν εξ αρχής ότι η διαδικασία αυτή για επιλογή από το Υπουργικό του Προϊσταμένου οποιουδήποτε Τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας δεν μπορούσε να διενεργηθεί από το Υπουργικό, εντούτοις προχώρησαν αντίθετα στο Σύνταγμα. Τούτο, γιατί έτσι επιθυμούσε η Εκτελεστική Εξουσία, η οποία θέλησε να επιλέξει η ίδια τον Έφορο χωρίς σύγκριση για το ποιος είναι ο πραγματικά καταλληλότερος.

Παραμένει όμως άγνωστο, γιατί συνέδραμε στην παρανομία αυτή η Βουλή και κυρίως όσα κόμματα ανήκουν στην αντιπολίτευση. Τι ανέμεναν καταπατώντας το Κράτος Δικαίου τα κόμματα ή προσωπικά οι βουλευτές με την ψήφιση του Νομοσχεδίου αυτού; Στάση άκρως ακατανόητη και συγκρουόμενη με το Σύνταγμα!

Ευτυχώς υπήρξε αντίδραση ενδιαφερόμενων πολιτών με δικαστική αμφισβήτηση, η οποία έκρινε πρωτόδικα και κατ’ Έφεση αντισυνταγματική την εξουσία αυτή του Υπουργικού. Όμως κράτησε πέρα από πέντε χρόνια η δικαστική διαφορά, χρόνος που γνώριζε καλά η διοίκηση ότι θα μπορούσε ο διορισμός αυτός να δράσει άνευ ελέγχου, χωρίς νομιμοποίηση για την κατοχή της θέσης με άσκηση αρμοδιότητας έξω και αντίθετα στο Σύνταγμα.

Αλήθεια, γιατί δεν διατάχθηκε μετά τη δικαστική κρίση έρευνα περί την ευθύνη που έχει ο πρωτεργάτης της έμπνευσης αυτής, για τη συγκεκριμένη διαδικασία επιλογής καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρηση εξουσίας από το Υπουργικό;

Πότε διενεργήθηκε με δέουσα προσοχή, έρευνα νομιμότητας για τα πεπραγμένα αυτού του αντισυνταγματικά διορισθέντος οργάνου, που ελάμβανε αναρμόδια αποφάσεις, για πέντε και πλέον χρόνια μέχρι τη δικαστική ακύρωση του διορισμού του;

Είναι ποτέ δυνατό να προωθήθηκε ένα τέτοιο Νομοσχέδιο που διαμόρφωσε δυνατότητα, αντίθετα προς ξεκάθαρες αρχές δικαίου, για διορισμό από το Υπουργικό, ενός Προϊσταμένου Τμήματος που είχε σχέση με τη νομιμότητα της φορολογίας και, όταν κηρύχθηκε άκυρος ο διορισμός, απλώς να υπάρχει αδράνεια; Γιατί υπήρξε η προώθηση μιας τέτοιας νομοθεσίας και παράλληλα αδιαφορία για τα πεπραγμένα του οργάνου αυτού;

Πότε προγραμματίζουν τα κόμματα να απολογηθούν για την αντισυνταγματική αυτή τους στάση; Τους αφορά άμεσα, γιατί όφειλαν να μην ψηφίσουν ένα προφανώς αντισυνταγματικό Νομοσχέδιο. Μήπως η σιωπή τους, μετά τη δικαστική αυτή κρίση που ανέδειξε και τις δικές τους ευθύνες, τους στερεί το εχέγγυο της αντικειμενικότητας, για να ψηφίσουν έναν αυστηρό Νόμο ως αυτός περί τη διαφθορά; Όπου προφανώς δεν είναι κύριο θέμα, το ότι θα διορίζονται τα πέντε μέλη της Επιτροπής για διερεύνηση της διαφθοράς από τον Πρόεδρο του Κράτους, όταν αυτός ο θεσμός επιλέγει τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο οποίο και απευθύνεται, με αναφορές και άλλες διαδικασίες για διαπίστωση αντισυνταγματικής ενέργειας από τη Βουλή.

Η Βουλή οφείλει κατά το Σύνταγμα να ΜΗΝ επιτρέπει να την παραπλανούν ή να την χρησιμοποιούν για να ψηφίζει Νομοσχέδια για αλλότριους μη συνταγματικούς λόγους. Αυτή η αρχή δικαίου τής επιβάλλει να μελετά προσεχτικά η Βουλή κάθε νομοσχέδιο, όπως και τώρα, π.χ., για τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Υπηρεσίας που ήδη ψηφίστηκε σε Νόμο. Οπότε και το ερώτημα, επιτρέπει το Σύνταγμα, πριν από τη δημοσίευση του Νόμου, να υπάρχουν ενώπιον της Βουλής Κανονισμοί, ως τους ετοίμασε το Υπουργικό (που τελικά ψηφίστηκαν την ίδια ημέρα με το Νομοσχέδιο), αφού για να έχει τέτοια εξουσία το Υπουργικό, απαιτείται, ως συνταγματική προϋπόθεση, η ύπαρξη Νόμου δημοσιευμένου και άρα σε ισχύ, που να παρέχει στο Υπουργικό, ως το άρθρο 54 (ζ) του Συντάγματος προβλέπει τέτοια εξουσία;

Καμία θεσμική εξουσία δεν μπορεί να λειτουργεί πρόχειρα ή με αλλότριο τρόπο έξω από το Σύνταγμα και τον Νόμο. Τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν δι’ απευθείας εκλογής από τον λαό ή ως διορισμένοι κατά τις πρόνοιες του Συντάγματος οφείλουν να τιμήσουν τα καθήκοντα που αφορούν στο θεσμικό όργανο που τους ανατέθηκε. Η αποδοχή ενός τέτοιου καθήκοντος από τον οποιοδήποτε πολίτη απαιτεί συνεχή, δίκαιη δράση και τεκμηριωμένη προσπάθεια, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, και όχι χάριν προσωπικής αναγνώρισης ή κοινωνικής ανάδειξης!