Η διάκριση των εξουσιών κατά το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης

Χωρίς να υπάρχει ρητή αναφορά στο Σύνταγμά μας, περί τη διάκριση των εξουσιών σε Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική, αυτή προκύπτει από τις αρμοδιότητες που το Σύνταγμα παραχώρησε σε καθεμία από τις τρεις εξουσίες. Κατ’ επέκτασιν η Δικαστική εξουσία ερμηνεύει και εφαρμόζει το Σύνταγμα και τους Νόμους σε δικαστικές υποθέσεις. Η Νομοθετική εξουσία κατά τη συνταγματική αυτής αρμοδιότητα έχει το νομοθετικό έργο και η Εκτελεστική εξουσία έχει την εξουσία διακυβέρνησης, έχοντας μάλιστα υπέρ αυτής και το κατάλοιπο των εξουσιών.

Οι αρμοδιότητες αυτές ενίοτε συμπλέκονται, αφού η διακυβέρνηση του τόπου επιτυγχάνεται γιατί προϋποθέτει ψήφιση από τη Βουλή σχετικών Νομοσχεδίων και ιδιαίτερα του Προϋπολογισμού. Όμως, η αρμοδιότητα της Βουλής να ψηφίζει Νόμους, δεν της επιτρέπει να επιφέρει πρόσθετη δαπάνη πέραν και έξω απ’ ό,τι το Νομοσχέδιο περί Προϋπολογισμού προβλέπει.

Προφανώς η Εκτελεστική εξουσία όπως και η Βουλή ενεργούν και αποφασίζουν και διά πολιτικών αποφάσεων που ενίοτε έχουν μεταξύ τους αντιπαραθετική διάσταση, αφού, κατά το Προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, έχουμε μια Βουλή που εκπροσωπεί όλο το φάσμα των πολιτικών τάσεων, που ο κυρίαρχος λαός επέλεξε διά της ψήφου του. Κάποιες από τις πολιτικές ομάδες στηρίζουν την κυβερνητική πολιτική και άλλες όχι. Είναι γι’ αυτό που χρησιμοποιείται, όχι όμως δόκιμα, η διάκριση σε «συμπολίτευση και αντιπολίτευση», που είναι όροι κοινοβουλευτικού συστήματος.

Η εξουσία διακυβέρνησης σε ένα δημοκρατικό κράτος προεδρικού τύπου, δεν σημαίνει ότι στερεί τη δυνατότητα στη Βουλή, εάν πολιτικά διαπιστώσει κενά ή ανάγκη τροποποίησης ενός Νόμου, να προωθήσει η ίδια (διά «προτάσεως» Νόμου) λύσεις, με τροποποιητικό Νόμο, προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος των πολιτών και του δημόσιου συμφέροντος. Αυτό άλλωστε αναγνώρισε και η Νομολογία, όπου έκρινε το 1991 μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Σε ζητήματα γενικής φύσεως, που αφορούν την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ακόμα και σε θέματα διοικητικής φύσεως, η Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία εκπροσωπεί τη λαϊκή κυριαρχία, μπορεί να ασκήσει με νομοθεσία ρυθμιστικό ρόλο – (βλ. President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2127)».

Συνεπώς στο προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης είναι αναγκαίο, χάριν του λαού και του τόπου, να υπάρχει η ισχυρότερη κοινή αντίληψη μεταξύ των κομμάτων. Όμως στην πράξη η εφαρμογή των προνοιών για τη διάκριση των εξουσιών έχει επιτρέψει σε όλο και πλέον αυξημένη συχνότητα, την καταφυγή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Δικαστήριο για να υπάρξει τελική κρίση (προληπτικός έλεγχος) για ενδεχόμενη αντισυνταγματική νομοθεσία που ψήφισε η Βουλή. Υπάρχουν λοιπόν στο Σύνταγμά μας ειδικά προβλεπόμενες πρόνοιες για δυνατότητα καταφυγής στη Δικαστική κρίση από πλευράς Προέδρου, αλλά και της Βουλής ως και άλλων οργάνων στην περίπτωση ισχυρισμού σύγκρουσης ή αμφισβήτησης αρμοδιότητας άλλου οργάνου. Το Άρθρο 136 προβλέπει άλλωστε ρητά για το Ανώτατο Δικαστήριο ότι: κέκτηται αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει οριστικώς και αμετακλήτως επί πάντων των θεμάτων που προβλέπει ειδικά το Σύνταγμα και έχουν σχέση με τη διάκριση των εξουσιών, εκεί όπου τα όρια των διακρινόμενων αρμοδιοτήτων δεν είναι ξεκάθαρα.

Πρέπει εδώ να υποδείξω ότι, με το Άρθρο 137 του Συντάγματος μπορεί ένας Νόμος να κριθεί ότι καθιερώνει ανεπίτρεπτη δυσμενή διάκριση υπέρ μιας εκ των δύο Κοινοτήτων, τότε μετά τη σχετική προσφυγή της Προεδρίας και την αντίστοιχη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα, «αναστέλλεται η ισχύς του υπό αμφισβήτηση Νόμου μέχρι το Δικαστήριο να αποφασίσει τελικά». Αναστολή που όμως δεν διέταξε το Δικαστήριο κατά τη δική του αρμοδιότητα, στη διαδικασία για κρίση αντισυνταγματικότητας.

Γενικά οι διαδικασίες που επιτρέπουν τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας ενός Νόμου, κρίθηκαν δικαστικά ότι ασκούνται με φειδώ. Το προεδρικό σύστημα και οι πρόνοιες του Συντάγματος και των Νόμων αποβλέπουν στη δικαία και κατ’ ίση μεταχείριση αντιμετώπιση των αναγκών του Κράτους και των πολιτών του με τη συνδρομή όλων των οργάνων του.

Δεν πρέπει να είναι ανταγωνιστική ή συνεχώς αντιπαραθετική η πολιτική συνλειτουργία Κυβέρνησης και Βουλής. Η φιλοπατρία και η κοινή λογική επιβάλλουν σε μια ημικατεχόμενη χώρα, που αντιμετωπίζει έναν μόνιμο και ισχυρό κατακτητή, ότι πρέπει να πρυτανεύει ως γενική πολιτική θεώρηση όλων των πολιτικών, η διάσωση του κράτους, η αποφυγή δημιουργίας πρόσθετων προβλημάτων στον ίδιο τον λαό και στη διάσωση του κράτους.