Ο υποθαλάσσιος αγωγός στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης

O σχεδιαζόμενος από Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ αγωγός της Ανατολικής Μεσογείου, ο γνωστός ως EastMed, ο οποίος πέραν της κρισιμότητάς του σε επίπεδο γεωστρατηγικό, προώρισται να συνδέσει τις τρεις χώρες μέσω θαλάσσης, σχεδιάστηκε εν είδει πολιτικού πρότζεκτ, όπερ παραπέμπει στο γεγονός πως αποδόθηκε ενεργά από το 2016 από τις κυβερνήσεις των εν προκειμένω χωρών σε αυτόν ύψιστη γεωπολιτική σημασία, με παρεπόμενες θετικές εκδηλώσεις σε πολλούς τομείς πέραν του ενεργειακού, όπως της διεθνούς περιφερειακής ασφάλειας. Προς τούτο και το έργο αυτό όφειλε να διαφυλαχθεί και να οδηγηθεί στην επίτευξή του, όπως σχετικώς είχε τεθεί σε ένα κατ’ αρχήν χρονοδιάγραμμα μέχρι και το 2025.

Η εμφάνιση στις αρχές του τρέχοντος έτους του γνωστού αμερικανικού non paper σε σχέση με τον υπό αναφορά αγωγό, θέτει σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητά του και κατευθύνει προς την ανατροπή του όλου σχεδιασμού. Υπενθυμίζεται πως πίσω από τέτοιας κρισιμότητας κινήσεις, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά στις πολιτικές των ΗΠΑ, θα πρέπει να αναζητούνται και υποκρυπτόμενα συμφέροντα διαφόρων ομάδων πίεσης, των γνωστών λόμπι, τα οποία εξ ορισμού δραστηριοποιούνται στην Ουάσιγκτον. Καθίσταται αντιληπτό πως οποιαδήποτε αλλαγή της αντίληψης που διατρέχει το πρότζεκτ συνολικά, πολύ δε περισσότερο ο τερματισμός του, θα επέφερε αναποδράστως βλάβη στα καλώς νοούμενα ελλαδικά και κυπριακά συμφέροντα.

Η προβολή των αμερικανικών επιχειρημάτων εστιάζεται εν προκειμένω σε τρεις λόγους. Πρώτον περιβαλλοντολογικοί παράγοντες, ότι δηλαδή το ανωτέρω πρόγραμμα θα προκαλέσει προβλήματα στην ευρύτερη περιοχή, τα οποία δεν συμβαδίζουν προς την εν εξελίξει πράσινη μετάβαση. Δεύτερον, σηματοδοτεί αφ’ εαυτού ενεργοποίηση ή ενδυνάμωση υφιστάμενων κρίσεων με γειτονικές χώρες, τις οποίες η αμερικανική πλευρά θέλει πάση θυσία να αποφύγει. Τρίτον, η βιωσιμότητά του από πλευράς οικονομικών δυνατοτήτων είναι εξαιρετικά προβληματική.

Εδώ πρέπει να διαχωρίσουμε την προβολή πολιτικών ενστάσεων για λόγους διεθνοπολιτικών ισορροπιών από τους πραγματικούς λόγους που μπορεί να υφίστανται. Είναι ευρέως γνωστή και πολλάκις εκδηλωθείσα, από τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν, η αντίληψη της Ουάσιγκτον πως πάντοτε θα έπρεπε να αποφεύγεται η δημιουργία συνθηκών, που να οδηγούν σε κρίσεις ελληνοτουρκικής διάστασης, ενώ διαχρονικά όπως και σήμερα προσανατολίζονται καθοδηγητικά προς τον εν προκειμένω υφιστάμενο την επιθετικότητα και όχι προς τον επιτιθέμενο, που είναι η Τουρκία.

Η αμερικανική οπτική και στρατηγική εν γένει σε σχέση με την κρίσιμη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, η οποία συνδέεται παράλληλα με τα Στενά του Βοσπόρου και τη Μέση Ανατολή, λαμβάνει υπόψη της σαφώς και τον ρωσικό παράγοντα. Η Ρωσία καλλιεργεί μια θετική παρουσία σε αυτήν την περιοχή διά της Συρίας, διαθέτοντας εκεί ναυτική και αεροπορική βάση. Αυτό είναι ένα κρίσιμο γεωπολιτικό δεδομένο, το οποίο εκμεταλλεύεται ο τουρκικός παράγων, ο οποίος γειτνιάζει με τη Ρωσία, εξαργυρώνοντας την κατά τα ανωτέρω στρατηγική διάσταση έναντι των ΗΠΑ και στο εν προκειμένω ζήτημα του αγωγού. Υπομιμνήσκεται πως η ακύρωση του EastMed αποτελεί στρατηγική υπόθεση για την τουρκική πολιτική.

Συνεπώς, η μη υλοποίηση του αγωγού εκδηλώνει ορισμένες εναλλακτικές. Μία εναλλακτική, που θα είχαν οι ΗΠΑ και ο δυτικός παράγων, θα ήταν να διέλθει ο αγωγός μέσω Τουρκίας, όπερ και διακαώς επιθυμούν οι Τούρκοι, στηριζόμενοι, κατά τα ειωθότα, και από το Λονδίνο. Όμως, αυτή η διαδρομή προβάλλει εν μέσω ιδιαίτερων κινδύνων. Αυτοί αφορούν αφενός στο Κουρδικό, το οποίο συνιστά εδώ και δεκαετίες μια διαρκώς ενεργοποιημένη ένοπλη δράση, όπερ σημαίνει πως η διέλευση του αγωγού μέσω Τουρκίας δεν μπορεί να είναι ασφαλής. Αφετέρου, δεδομένης της μη επίλυσης του Κυπριακού, η ανωτέρω κίνηση κρίνεται αυτονοήτως ως απολύτως απορριπτέα από Αθήνα και Λευκωσία.

Καταληκτικά, πέραν των πρακτικών δυσχερειών, μια ενδεχόμενη διέλευση του αγωγού μέσω Τουρκίας θα επέφερε μια περαιτέρω γεωστρατηγική αναβάθμισή της, δίνοντας τη δυνατότητα στην Άγκυρα για μιαν από θέση ισχύος πολιτική εξαργύρωση των νέων δεδομένων, τόσο στο Κυπριακό, όσο και στα ελληνοτουρκικά ευρύτερα.

Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να ληφθεί υπόψη πως το Κογκρέσο είναι φίλα προσκείμενο προς την Ελλάδα από τη θέση, την ιστορία και τη σύνθεσή του, στο παρόν μέλη του τάσσονται δημόσια ενάντια στην ακύρωση του έργου, ενώ το Ισραήλ δεν έχει εισέτι λάβει επίσημη θέση εν προκειμένω.