Βαλκανική Χερσόνησος σε οιονεί πολιτική ρευστότητα

Με την ανατολή του 2022 συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την ιστορική στιγμή της υποστολής της σοβιετικής σημαίας στο Κρεμλίνο και της ως εκ τούτου επισημοποίησης της κατάρρευσης μιας αυτοκρατορίας, της οποίας η παρουσία επέπρωτο να επηρεάζει τις εξελίξεις σε ολόκληρη την υφήλιο, είτε με την έννοια της ανατροπής παλαιών καθεστώτων, είτε με τη διαρκή επιρροή των εξελίξεων σε όλα τα μήκη και πλάτης της γης.

Παράλληλα προς την κατάρρευση του σοβιετικού ιμπέριουμ το 1991, ακολούθησε η αποσύνθεση, κατά τρόπο όμως σταδιακό, του γιουγκοσλαβικού πολυεθνικού ομοσπονδιακού συστήματος που συνιστούσε και την καρδιά των Βαλκανίων.

Τα Βαλκάνια, στρατηγικό σημείο του κόσμου και ιδιαιτέρως του ευρωπαϊκού νότου, όντας, γεωπολιτικά, εξαιρετικά κρίσιμη ζώνη, ευρισκόντουσαν από παλιά σε διαρκή ανάφλεξη, αναζητώντας τον προσδιορισμό και τον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας σε επίπεδο εθνικού κράτους των διαφόρων εθνικών ομάδων και πολιτισμών.

Από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προέκυψαν εθνικές συνιστώσες κρατών, με κύρια αναφορά στη σερβική κρατική οντότητα, την κροατική, που επηρεαζόταν άμεσα από τον γερμανικό παράγοντα, όπως επίσης και τη μουσουλμανική κοινότητα, η οποία για πρώτη φορά συνέπηξε το 1995 μουσουλμανικό ομοσπονδιακό κράτος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δηλαδή τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη.

Δεδομένης της υποχώρησης των σερβογιουγκοσλαβικών δυνάμεων και της οιονεί επικράτησης των δυτικών δυνάμεων, υποστηριζόντων τις μουσουλμανικές εθνικές οντότητες, επεβλήθησαν από τον διεθνή παράγοντα οι Συμφωνίες του Ντέιτον, οι οποίες αποτελούσαν την ιδρυτική πράξη της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης.

Η ιδέα ήταν η δημιουργία ενός δυτικόστροφου ως προς την κρατική του αρχιτεκτονική, μουσουλμανικού, ελεγχόμενου από τον δυτικό παράγοντα κρατιδίου στη βαλκανική χερσόνησο, το οποίο να αποτελέσει και πρότυπο για τα υπόλοιπα εν εξελίξει ευρισκόμενα κινήματα μουσουλμανικών διεκδικήσεων. Βάσει, λοιπόν των Συμφωνιών του 1995, κατοχυρωνόταν η εποπτική ικανότητα παρουσίας του διεθνούς παράγοντα στην περιοχή, ο ρυθμιστικός ρόλος του μουσουλμανικού στοιχείου και η αποδυνάμωση της σερβικής εθνικής οντότητας.

Γνωστού όντος πως οι ομοσπονδιακές πολυεθνικές δομές είναι εξαιρετικά ευάλωτες και από τη φιλοσοφία τους επιρρεπείς σε διάλυση, η προσδοκία της επιβίωσης και της μακροημέρευσης της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, δηλαδή ενός πολυεθνικού και συνάμα τεχνητού, από πάνω προς τα κάτω, οικοδομήματος, θα έπρεπε να αναμένεται ως υπερβολικά φιλόδοξη μέχρι και εξωπραγματική.

Εν είδει απολογισμού των ανωτέρω, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την καταστρεπτική για την περιοχή παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα, εμφανιζόμενη ως κατά ταύτα «ειρηνευτική», η κατάσταση στον ευρύτερο χώρο παρουσιάζει μια επίπλαστη σταθερότητα, υποκρύπτουσα υποβόσκουσες συγκρουσιακές εθνικές αντιθέσεις.

Το πιο πάνω σκεπτικό αποτυπώνεται σήμερα σε μια σειρά από δεδομένα σε διαφορετικά κράτη της Βαλκανικής. Αφενός, η ιστορική διαδρομή των συγκρούσεων του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, όπως και οι διεκδικήσεις του παρόντος σε σχέση με την απόσχιση του ενός εκ των δύο τμημάτων της, εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Σέρπσκα, και, αφετέρου, η άρνηση των μουσουλμάνων να συμβιώσουν με τους Σέρβους σε κοινό κράτος, συνιστούν μια απαισιόδοξη ως προς το μέλλον πραγματικότητα.

Η άλλη πλευρά της εν προκειμένω ρευστής και οιονεί εύφλεκτης κατάστασης παραπέμπει στη Βόρεια Μακεδονία, κρατίδιο του οποίου η πληθυσμιακή οντότητα προβάλλει τη βούληση υποδορίως, πλην εμφανώς, να το μετεξελίξει σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας», με την επίπλαστη ιστορία της οποίας ανδρώθηκαν γενεές αυτοαποκαλούμενων Μακεδόνων.

Πέραν των ζητημάτων που αφορούν στη σχέση Αθηνών – Σκοπίων ως προς την τήρηση των προνοιών της Συμφωνίας των Πρεσπών, ούτε η Βουλγαρία είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί για ιστορικούς, δικούς της, λόγους, το μακεδονικό σύνδρομο των βορείων γειτόνων μας, ενώ αναφύεται ταυτόχρονα και το ζήτημα της ένταξης της περιοχής αυτής στην ΕΕ, γεγονός που προσκρούει μεν σε βουλγαρικές ενστάσεις, αποτελεί δε ζήτημα επιβίωσης για την πολυεθνική δομή των Σκοπίων.

Σε ένα τέτοιο ρευστό σκηνικό, η Ελλάδα, ούσα η πιο απόμακρη ως προς τους πολιτικούς χειρισμούς, όμως ιστορικά και γεωγραφικά κοντινή από κάθε άποψη χώρα στον βαλκανικό χώρο, θα μπορούσε να δρομολογήσει ευκαιρίες εν μέσω των προκλήσεων, εάν ανέπτυσσε σχέδιο και στρατηγική στόχευση ως προς τη γεωπολιτική της παρουσία, με συνέχεια και με συνέπεια.