Αναλύσεις

Το σήμα της FED και οι προκλήσεις της νέας χρονιάς

H Κύπρος ως εξωγενής οικονομία επηρεάζεται σημαντικά από τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Ενδεχομένως να κληθεί για ακόμη μια φορά να ισορροπήσει μεταξύ των σχέσεών της με παραδοσιακούς οικονομικούς και πολιτικούς συμμάχους (αν και τα τελευταία χρόνια αυτές παρουσιάζουν φθίνουσα πορεία) και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών, αλλά και των πολιτικών της Δύσης.

Με μεγάλη μεταβλητότητα ξεκίνησαν τη νέα χρονιά οι αγορές, την ίδια στιγμή που οι διεθνείς πολιτικές αντιπαραθέσεις ενισχύονται, όπως στην περίπτωση του Καζακστάν. Από τη δημοσίευση των πρακτικών της τελευταίας συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας της Αμερικής (FED) καταδεικνύεται η διάθεση για γρηγορότερη απόσυρση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης που υιοθετούνται.

Από τη μια τα βελτιωμένα στατιστικά που παρουσιάζει η αμερικανική οικονομία και από την άλλη η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων, οδηγούν στην επίσπευση των αποφάσεων της FED και ενδεχομένως να δούμε και άλλες κεντρικές τράπεζες να ακολουθούν. Η απόσυρση των μέτρων ουσιαστικά αφορά στον περιορισμό στις αγορές ομολόγων, μείωση του ισολογισμού της τράπεζας και αύξηση των επιτοκίων.

Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης υιοθετήθηκαν μετά την κατάρρευση της αγοράς των δομημένων προϊόντων στην Αμερική και τη διάχυση της χρηματοπιστωτικής κρίσης παγκόσμια. Από τότε τροποποιήθηκαν ανάλογα με τις αποδόσεις των οικονομιών και ενισχύθηκαν με την έξαρση της πανδημίας, με σκοπό την ενίσχυση της ρευστότητας και των χρηματοδοτήσεων για τη διατήρηση των παραγωγικών μονάδων των οικονομιών.

Παρά τον προσωρινό χαρακτήρα τους διατηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω της ασθενούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και τελευταία λόγω της ανάγκης να στηριχθούν οι οικονομίες. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εφαρμόζοντας τα συγκεκριμένα προγράμματα είχε θέσει ως στόχο για τον πληθωρισμό το 2%, ενώ αργότερα με αποφάσεις του διοικητικού της συμβουλίου τονίστηκε ότι μπορεί να γίνει αποδεκτός πληθωρισμός με ποσοστό πέραν του 2%, αν είναι προσωρινό φαινόμενο.

Η ενίσχυση της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και η παροχή φτηνής χρηματοδότησης, ενισχύουν τις επενδύσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και τη ζήτηση σε προϊόντα και υπηρεσίες. Η ενισχυμένη ζήτηση οδηγεί σε αύξηση των τιμών, με το φαινόμενο να γίνεται εντονότερο τελευταίως, εφόσον η προσφορά των προϊόντων έχει μειωθεί λόγω των προβλημάτων που παρουσιάζονται στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας της εξάπλωσης του ιού.

Υπενθυμίζεται ότι η αυξημένη ρευστότητα αποτελεί κόστος για τα τραπεζικά ιδρύματα, εφόσον υπάρχουν χρεώσεις από τις κεντρικές τράπεζες για τη διατήρησή τους. Το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων από τη μια βοηθά στην ευνοϊκότερη χρηματοδότηση έργων, από την άλλη όμως επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και τις αποδόσεις των επενδύσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων.

Η δημιουργία «τεχνητής ρευστότητας» στις αγορές μείωσε αφενός με ασύμμετρο τρόπο τις αποδόσεις των ομολόγων και αφετέρου προκάλεσε αυξήσεις στις τιμές άλλων χρηματοοικονομικών μέσων, που δεν μπορούν να υποστηριχθούν από τα θεμελιακά στοιχεία των εκδοτών. Αυτό που προκαλεί ακόμη εντονότερο προβληματισμό είναι η επόμενη μέρα της απόσυρσης των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης από τις Κεντρικές Τράπεζες.

Τα μηδενικά και αρνητικά επιτόκια οδήγησαν καταθέτες και επενδυτές σε αναζήτηση άλλων επενδύσεων με μεγαλύτερες αποδόσεις, με μεγάλο μέρος της επιπλέον ρευστότητας να διοχετεύεται στις χρηματαγορές και στις αγορές των ακινήτων και των κρυπτονομισμάτων. Είναι για αυτόν τον λόγο που παγκοσμίως παρατηρείται αύξηση στις τιμές των ακινήτων και σημαντική άνοδος στους χρηματιστηριακούς δείκτες και στις αγορές κρυπτονομισμάτων.

Οι αγορές μετοχών και κρυπτονομισμάτων αντέδρασαν αρνητικά με τη δημοσίευση των πρακτικών της FED. Πέραν από αυτό, η μεγάλη μείωση στις αγορές κρυπτονομισμάτων ενδεχομένως να οφείλονται και στην έκρυθμη κατάσταση στο Καζακστάν. To Καζακστάν βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών αναφορικά με την «εξόρυξη» (mining) κρυπτονομισμάτων. Με την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί, οι «εξορύκτες» που δραστηριοποιούνται στη χώρα ενδεχομένως να προχώρησαν σε απενεργοποίηση του εξοπλισμού τους.

Ρωσία και Κίνα θεωρούν το Καζακστάν μείζονος σημασία και είναι ξεκάθαρο ότι θα προσπαθήσουν να αναχαιτίσουν οποιαδήποτε δυτική προσπάθεια στη χώρα. Σημειώνεται ότι την ερχόμενη βδομάδα στη Γενεύη αρχίζουν συνομιλίες μεταξύ ΝΑΤΟ, ΗΠΑ και Ρωσίας για τις εγγυήσεις ασφαλείας που αναζητά η τελευταία, λαμβάνοντας υπόψη την έκρυθμη κατάσταση στην Ουκρανία και τώρα στο Καζακστάν. Είναι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που αναμένονται οι νέες κινήσεις των μερών όσον αφορά το Καζακστάν, αν δηλαδή η Δύση προχωρήσει σε κυρώσεις προς τη χώρα ή αν θα δούμε επανάληψη του ουκρανικού, ή του αφγανικού, ή του συριακού σεναρίου.

Υπενθυμίζεται ότι το Καζακστάν είναι μια χώρα πλούσια σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων και ουρανίου, διαθέτει διαστημικό κέντρο, συνορεύει με Κίνα και Ρωσία, ενώ η οικονομία του δεν κατάφερε ποτέ να ορθοποδήσει μετά την απόσχισή του από τη Σοβιετική Ένωση, με πολλές αναλύσεις να κάνουν αναφορά για υψηλά ποσοστά διαφθοράς.

H Κύπρος ως εξωγενής οικονομία επηρεάζεται σημαντικά από τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Ενδεχομένως να κληθεί για ακόμη μια φορά να ισορροπήσει μεταξύ των σχέσεών της με παραδοσιακούς οικονομικούς και πολιτικούς συμμάχους (αν και τα τελευταία χρόνια αυτές παρουσιάζουν φθίνουσα πορεία) και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών, αλλά και των πολιτικών της Δύσης.

Την ίδια στιγμή ζητούμενο για την κυπριακή οικονομία είναι αν μπορεί να προσαρμοστεί γρήγορα στα νέα δεδομένα που αναμένεται να δημιουργηθούν με την απόσυρση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες και ιδιαίτερα όσον αφορά στο κόστος δανεισμού, εφόσον παρουσιαστεί αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων στις διεθνείς αγορές με αρνητικό αντίκτυπο στην αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά.

Αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να επηρεάσει και τους δανειολήπτες, εφόσον το κόστος δανεισμού αυξάνεται. Από την άλλη ενισχύεται και η κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον σταδιακά η επιπλέον ρευστότητα δε θα αποτελεί κόστος ενώ θα αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους επί των τόκων (ίσως δούμε αναπροσαρμογή των χρεώσεων προς τα κάτω τότε).

Από την άλλη θα δοθεί ένα επιπλέον κίνητρο για ενίσχυση των καταθέσεων (υπενθυμίζεται ότι ενδεχόμενη αύξηση των καταθετικών επιτοκίων ενδεχομένως να συμπέσει με τη νομοθετική ρύθμιση του μέτρου που ήδη εξήγγειλε η κυβέρνηση για μείωση της εισφοράς επί των τόκων εισπρακτέων), κάτι που θα περιορίσει τη ζήτηση σε ορισμένα προϊόντα και αγαθά, οδηγώντας στον περιορισμό του πληθωρισμού.

Πέραν από τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών είναι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που αναμένεται να δούμε τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη και οι άλλες χώρες του πλανήτη θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που συσσωρεύονται διεθνώς επικίνδυνα, καθώς και τις νέες συμμαχίες αλλά και εντάσεις που δημιουργούνται.

Δυστυχώς οι μέχρι τώρα πολιτικές κινήσεις στη σκακιέρα της παγκόσμιας οικονομίας, αντί να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που δημιουργούνται, τις κάνουν πιο έντονες. Οπότε, πέραν από τον κορωνοϊό, η νέα χρονιά μπαίνει με νέες προκλήσεις σε πολλά επίπεδα.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 09/01/2022)