Αναλύσεις

Τα οφέλη και οι κίνδυνοι για τις τράπεζες της Eυρωζώνης στο σημερινό περιβάλλον

Οι τράπεζες της Ευρωζώνης αναμένεται να βγουν κερδισμένες από τις νέες επιτοκιακές συνθήκες, κατά μέσον όρο, παρόλα αυτά κίνδυνοι ελλοχεύουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης

Αντιμέτωπη με ένα ποσοστό πληθωρισμού του 10%, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φαίνεται έτοιμη να συνεχίσει την αύξηση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Η ΕΚΤ πρέπει να δράσει για να χαλιναγωγήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, ώστε να αποτρέψει το εξωγενές σοκ στις τιμές της ενέργειας από το να εξελιχθεί σε ένα διαρκές πρόβλημα πληθωρισμού. Έτσι έρχεται αντιμέτωπη η τιθάσευση του πληθωρισμού με τον κίνδυνο ώθησης της Ευρωζώνης σε ύφεση, το βάθος της οποίας είναι αβέβαιο. Οι τράπεζες της Ευρωζώνης αναμένεται να βγουν κερδισμένες από τις νέες επιτοκιακές συνθήκες, κατά μέσον όρο. Παρόλα αυτά κίνδυνοι ελλοχεύουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης, οι οποίοι κυμαίνονται από μια πιθανή σημαντική επιδείνωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών έως και κρατικές παρεμβάσεις, οι οποίες εν τέλει θα μπορούσαν να επιφέρουν τα αντίθετα από τα επιθυμητά οικονομικά αποτελέσματα.

Αναμένονται περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων

Με τον κύκλο αύξησης επιτοκίων ήδη σε εξέλιξη, η προσοχή τώρα είναι στραμμένη στη διάρκεια αλλά και στο μέγεθός του. Μετά από δυο αυξήσεις επιτοκίων (1η 0,5% και 2η 0,75%), το βασικό καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ βρίσκεται στο 0,75%. Οι αγορές προεξοφλούν περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων τούς επόμενους μήνες, οι οποίες αναμένεται να είναι ιδιαίτερα επιθετικές για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, οι αγορές προεξοφλούν πως το βασικό καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα ανέλθει στο 2,0% μέχρι το τέλος του 2022 και στο 3,0% εντός των επόμενων 12 μηνών, δηλαδή αναμένεται μια συνολική περαιτέρω αύξηση του 2,25%.

Πληθωρισμός εναντίον ρίσκου ύφεσης

Η αύξηση των επιτοκίων έχει αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη. Αναλόγως του τελικού στόχου της ΕΚΤ για τα επιτόκια (και κατά πόσον είναι διατεθειμένη να υπερβεί ένα απροσδιόριστο ουδέτερο επιτοκιακό επίπεδο), κυμαίνονται και οι πιθανότητες αλλά και το βάθος μιας πιθανής ύφεσης στην Ευρωζώνη. Στις προβλέψεις Σεπτεμβρίου, η ΕΚΤ παρουσίασε ένα βασικό σενάριο με στάσιμο πραγματικό ΑΕΠ για το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και το πρώτο τρίμηνο του 2023. Όσο για το 2023, η ΕΚΤ προβλέπει αύξηση 0,9% του πραγματικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Η πρόβλεψη αυτή είναι πιο αισιόδοξη από τις προβλέψεις των αναλυτών, οι οποίοι αναμένουν το πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης να παραμείνει στάσιμο το 2023.

Το σοκ στις τιμές της ενέργειας συμπιέζει τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των καταναλωτών και αυξάνει το κόστος των εταιρειών. Συνδυαστικά με τις αυξήσεις των επιτοκίων, το ενδεχόμενο ύφεσης στην Ευρωζώνη γίνεται ολοένα και πιο πιθανό. Παρόλα αυτά, οι αποπληθωριστικές επιπτώσεις μιας πιθανής ύφεσης ενδέχεται να επιτάσσουν ηπιότερες αυξήσεις επιτοκίων από τις υφιστάμενες προσδοκίες των αγορών, εν μέρει περιορίζοντας το βάθος της ύφεσης. Εάν η ύφεση στην Ευρωζώνη αποδειχθεί ήπια, ο κίνδυνος για το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, από τη δημιουργία σημαντικών νέων επισφαλών δανείων, θα είναι σαφώς μειωμένος συγκριτικά με το τι προεξοφλούν οι χρηματιστηριακές αγορές, σήμερα, για τον κλάδο.

Τα οφέλη και οι κίνδυνοι για τις τράπεζες

Η τελευταία δεκαετία χαρακτηρίστηκε από εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, στον απόηχο της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης. Στο κέντρο του προβλήματος ήταν τα υψηλά επίπεδα χρέους και η αδυναμία αποπληρωμής των δανειστών. Η ακόλουθη περίοδος απομόχλευσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είχε ως αποτέλεσμα υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, ωθώντας την ΕΚΤ να χαμηλώσει τα επιτόκια σε μια προσπάθεια να τονώσει τη συλλογική ζήτηση. Παρόλο που η αύξηση των επιτοκίων που βιώνουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα των πιέσεων στις τιμές από την πλευρά της προσφοράς (σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια του πολέμου στην Ουκρανία) παρά από την πλευρά της ζήτησης (δηλαδή ως αποτέλεσμα βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης), το καθαρό όφελος για το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, από αυτές τις αυξήσεις, αναμένεται να είναι θετικό.

Τα καθαρά έσοδα των τραπεζών συσχετίζονται θετικά με τα ονομαστικά επιτόκια. Συνεπώς, η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στα έσοδα των τραπεζών - κυρίως στα καθαρά έσοδα από τόκους. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως, παρόλο που τα επιτόκια στην Ευρωζώνη αυξάνονται, η αύξηση αυτή είναι από πολύ χαμηλά επίπεδα συνεπώς για το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης αυτή είναι μια μετάβαση σε πιο κανονικές επιτοκιακές συνθήκες (σε σύγκριση με την περίοδο αρνητικών επιτοκίων).

Αναμενόμενη είναι και η αύξηση των λειτουργικών εξόδων των τραπεζών, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς απ’ ό,τι ο πληθωρισμός, λόγω της ύπαρξης μακροχρόνιων συμβολαίων και πολυετών συλλογικών συμβάσεων. Αυτό αφήνει τις αυξήσεις στις επισφάλειες των δανείων ως την κύρια πηγή αβεβαιότητας μιας και αυτό είναι συνάρτηση του βάθους μιας πιθανής επικείμενης ύφεσης στην Ευρωζώνη. Προς το παρόν, οι εκτιμήσεις των αναλυτών, κατά μέσον όρο, υποδεικνύουν πως η αύξηση των εσόδων των τραπεζών αναμένεται να υπερκαλύψει τις αυξήσεις των εξόδων και των επισφαλειών - δηλαδή αναμένουν πως οι αυξήσεις των επιτοκίων θα αυξήσουν τα κέρδη των τραπεζών τα επόμενα χρόνια.

Η αναμενόμενη βελτίωση στην κερδοφορία των τραπεζών έχει τραβήξει ήδη την προσοχή κυβερνήσεων και πολιτικών κομμάτων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Αυτό είναι ένα καθαρό ρίσκο για τις προοπτικές του κλάδου, ιδίως εν όψει τοπικών και προεδρικών εκλογών σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης. Η περίπτωση της Ισπανίας είναι πιθανότατα η πιο σημαντική μέχρι στιγμής στην Ευρωζώνη, με την κυβέρνηση της χώρας να προετοιμάζει νομοσχέδιο διετούς φορολόγησης των τραπεζών. Το σκεπτικό της ισπανικής κυβέρνησης για τη συγκεκριμένη φορολόγηση είναι η άντληση μέρους των υπερκερδών, τα οποία οι τράπεζες αναμένεται να έχουν, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, αλλά και των εταιρειών παραγωγής ενέργειας για παροχή στήριξης στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Εν αντιθέσει με μερικές εταιρείες παραγωγής ενέργειας (κυρίως με ανανεώσιμες πηγές), οι οποίες όντως απολαμβάνουν υπερκέρδη, μιας και το οριακό κόστος παραγωγής τους είναι κατά πολύ μικρότερο από την οριακή τιμή πώλησης της ενέργειας, η κανονικοποίηση των επιτοκίων από τα αρνητικά επίπεδα απέχει πολύ από τη δημιουργία υπερκερδών για τις τράπεζες. Τέτοιες πρωτοβουλίες κυβερνήσεων εγκυμονούν κινδύνους τόσο βραχυπρόθεσμους (όπως η παροχή επιπλέον ρευστότητας στην οικονομίες, επιδεινώνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις), όσο και μακροπρόθεσμες (όπως η αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος). Και οι κίνδυνοι εντείνονται από το γεγονός πως η ΕΚΤ μπορεί να εκφράσει την άποψή της για τις πιθανές συνέπειες τέτοιων φορολογιών για το τραπεζικό σύστημα, αλλά δεν μπορεί να εμποδίσει τις κυβερνήσεις των κρατών μελών τής Ευρωζώνης από το να τις εφαρμόσουν.