Κύπρος: Έξι δεκαετίες εξωγενούς κρατικού πειραματισμού

Η 1η Οκτωβρίου σηματοδοτεί και φέτος την ημέρα εορτασμού της Aνεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία συμπληρώνει εξήντα-δύο έτη από την επίσημη ίδρυσή της κατά το 1960. Σε σχέση με τη φύση της ανεξαρτησίας, που αποδόθηκε στο τότε νεοσύστατο κράτος, σημειώνεται πως αυτό δεν απολάμβανε μιαν αληθή ανεξαρτησία, τόσο στο εξωτερικό του περίβλημα, όσο και στην εσωτερική του διάσταση. Βάσει του συνταγματικού του πλαισίου, στο οποίο ενσωματωνόταν, μεταξύ άλλων, Συνθήκη Εγγυήσεως, το κράτος αυτό θα βρισκόταν στο διηνεκές υπό την εν πολλοίς υπονομευτική «παρακολούθηση» εγγυητριών δυνάμεων, όπως της Τουρκίας, της Ελλάδας και του βρετανικού παράγοντα.

Επίσης, η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1959/1960 διαπνεόταν από την πλήρη, ολοσχερή απουσία πολιτικής νομιμοποίησης. Το στοιχείο αυτό, το οποίο συνιστά παράγοντα ασφάλειας στη διαδρομή των κρατών, κατ’ ουσίαν παραπέμπει στη διαρκή και αδιάπτωτη αποδοχή της εξουσιαστικής λειτουργίας της κρατικής οντότητας έναντι του πολιτικού κατά ταύτα λαού.

Ειδικότερα, σε συνέχεια μιας μακράς πορείας διεκδίκησης ελευθεριών και δικαιωμάτων, την 1η Απριλίου 1955 σηματοδοτήθηκε η έναρξη ενός τετραετούς διάρκειας ηρωικού απελευθερωτικού αγώνα αντιαποικιακής στόχευσης του κυπριακού Ελληνισμού, με σύνθημα και αίτημα την απόδοση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για τον αποικιακό λαό. Η περίπτωση εφαρμογής του δικαιώματος αυτού θα οδηγούσε στην ένωση της Κύπρου με τον ελλαδικό μητρικό κορμό. Αν και ο αγώνας αυτός υπήρξε κατά διεθνή παραδοχή ηρωικός, δεν ευοδώθηκε. Οδηγήθηκε μέσω διπλωματικών διαδρομών σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό, όπως σχετικώς αποκαλείται ευρέως η ίδρυση του δικοινοτικού αυτού κράτους, την εμπέδωση του οποίου δεν κλήθηκε να ψηφίσει στο σύνολό του ο λαός της τότε βρετανικής αποικίας, Κύπρου.

Παρά τη σύσταση του νέου κράτους, οι Έλληνες της μεγαλονήσου νοσταλγούσαν την ένωση ως διαρκώς ιστορικών διαστάσεων εθνικό στόχο και οραματισμό. Από την άλλη, οι Τουρκοκύπριοι διεκδικούσαν τη διχοτόμηση, της γεωγραφικής τοιούτης συμπεριλαμβανομένης, λειτουργώντας σε μια σταθερά υπονομευτική προσέγγιση στην ίδρυση και λειτουργία, προπάντων όμως στην αδιάλειπτη δύναμη της κυριαρχούσης ελληνικότητας στην πολιτική κουλτούρα της μεγαλονήσου.

Επομένως, η νομοτέλεια ως προς τη θνησιγενή προοπτική του νεοσύστατου κυπριακού οικοδομήματος, η οποία εκδηλώθηκε τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του (1963), εκπορεύεται, συν τοις άλλοις, τόσο από την εσωτερική άρνηση της αποδοχής της πολιτικής εξουσίας από τον κρατικό λαό στο σύνολό του, όσο και από διαφορετικούς γεωστρατηγικούς και ευρύτερων διεθνών συμφερόντων λόγους της ανασφαλούς υπόστασης της εν προκειμένω κρατικής οντότητας.

Λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων και επιβαρύνσεων αυτού του υποκειμένου διεθνούς δικαίου, δεδομένων των ιδρυτικών συμφωνιών του, εντούτοις σε δύο επίπεδα επέτρεπε στον Ελληνισμό της Κύπρου να λειτουργήσει καθοριστικά. Αφενός μεν στην οικονομική διάσταση η κυριαρχία των Ελλήνων ήταν αδιαμφισβήτητη, δημιουργώντας προϋποθέσεις ενδυνάμωσης της κρατικής οντότητας ως κυριαρχούσης διεθνούς παρουσίας των Ελλήνων. Αφετέρου, η θέληση επιβίωσης του πολιτισμού του κυπριακού Ελληνισμού ως πολιτιστικής διάρθρωσης και ελληνικής ταυτότητας παρέμενε δυναμικά όρθια, όπερ επέτρεπε στην κυπριακή ηγεσία να διαπραγματεύεται από καλύτερες θέσεις τα του μέλλοντος της Κύπρου και κυρίως να αποτρέπονται λύσεις υπονομευτικές και που θα μπορούσαν να νοθεύσουν την εθνική υπόσταση.

Επομένως και παρά το γεγονός της τουρκικής εισβολής και οιονεί εκδηλούμενης εποικιστικής και όχι μόνο απειλής από την Άγκυρα, η ίδρυση και μέχρι τούδε συνέχεια ύπαρξης της κυπριακής κρατικής οντότητας συνιστά μία πολιτική πραγματικότητα. Ακόμη και αν η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε ως ένα «πείραμα» ιστορικού, πολιτικού συμβιβασμού, συνιστά το κράτος, που λειτουργεί ως πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική δικλείδα ασφαλείας για τους πολίτες και τον πληθυσμό του. Θα πρέπει, συνεπώς, να εκλαμβάνεται ως «καταδικασμένο» να επιτύχει και να αναπτυχθεί ως παράγοντας σταθερότητας, συνεργασιών και αξιοπιστίας διεθνώς. Αυτό καθώς η όποια μεγέθυνση και εν γένει επιτυχία της κρατικής υπόστασης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού, λειτουργώντας ουσιαστικά ως η μοναδική δύναμη διεθνούς προβολής των αιτημάτων του και της ελληνικής παρουσίας σε αυτήν την κρίσιμη περιοχή του κόσμου.