Αναλύσεις

Αυξάνονται οι καταθέσεις, μειώνονται οι χορηγήσεις

Τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι άρχισε η σταδιακή μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας στην αγορά, κάτι που άλλωστε επεδίωκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τις αυξήσεις των επιτοκίων

Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καταδεικνύουν αύξηση στο ποσό των καταθέσεων, φτάνοντας σε υψηλό εννιαετίας, και μείωση στο ποσό των νέων χορηγήσεων, κάτι το οποίο ήταν αναμενόμενο.

Αυτά τα δύο στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι άρχισε η σταδιακή μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας στην αγορά, κάτι που άλλωστε επεδίωκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με τις αυξήσεις των επιτοκίων. Σε ένα περιβάλλον όπου οι δυνάμεις της αγοράς αφήνονται να δράσουν,οδηγούμαστε σε μείωση στη ζήτηση των προϊόντων και των υπηρεσιών και στη μείωση των τιμών.

Δυστυχώς, το πρόβλημα του πληθωρισμού δεν προκύπτει αποκλειστικά λόγω ενισχυμένης ζήτησης αλλά και από τον περιορισμό της προφοράς. Αυτό οφείλεται σε «τεχνητές» παρεμβάσεις στην αγορά που έχουν τη μορφή κυρώσεων, αντικυρώσεων ή σε δυσκολίες στην εφοδιαστική αλυσίδα / μεταφορές λόγω πολεμικών συγκρούσεων ή περιοριστικών μέτρων.

Ως εκ τούτου, η πορεία μείωσης του πληθωρισμού λόγω αύξησης των επιτοκίων θα είναι σε χαμηλότερο ποσοστό απ’ ό,τι θα ανέμενε κάποιος. Για κάποιο διάστημα επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα πρέπει να διαχειριστούν ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και αυξημένου επιτοκιακού κόστους, ενώ αυτά τα δύο θα έπρεπε να κινούνται αντίθετα.

Οικογενειακός και επιχειρηματικός προϋπολογισμός επαναξιολογούνται και πάλι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, με περιορισμό άσκοπων δαπανών, περιορισμό της κατανάλωσης, αναβολή επενδύσεων/ αναπτύξεων και σύναψης οποιωνδήποτε συμβάσεων. Είναι φυσιολογικό σε περιόδους αβεβαιότητας να περιορίζεται η διάθεση πολιτών και επιχειρήσεων να επενδύσουν ή να επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς με νέες υποχρεώσεις και δόσεις.

Σημειώνεται ότι, παρόλο που πολλές δανειακές συμβάσεις μεταφέρθηκαν εκτός του τραπεζικού συστήματος και των ισολογισμών των τραπεζών, το πρόβλημα του υψηλού ιδιωτικού δανεισμού παραμένει, όπως και τα προβλήματα στην κοινωνία, απλώς αλλάζει ο οργανισμός που τις διαχειρίζεται όσον αφορά την είσπραξή τους.

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο περιορισμός της κατανάλωσης και των επενδύσεων δρα αρνητικά στην ανάπτυξη της οικονομίας και θα πρέπει να αναμένουμε να δούμε τον τελικό αντίκτυπο όλων των αυξήσεων των επιτοκίων στην οικονομία.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι κρατικές δαπάνες, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2023 παρουσιάζονται αυξημένες, λαμβάνοντας υπόψη και τα κεφάλαια που λαμβάνουμε ως χώρα μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το Ταμείο Ανασυγκρότησης (πρόσφατα είχαμε την πρώτη εκταμίευση), κάτι που θα λειτουργήσει θετικά προς την οικονομία.

Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόστηκαν περισσότερο από μια δεκαετία και το περιβάλλον χαμηλών / αρνητικών επιτοκίων, κατά βάση έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Στην προκείμενη περίπτωση, αυτά τα προγράμματα ξεκίνησαν πριν από το 2010, μετά την κατάρρευση των δομημένων προϊόντων στην Αμερική, όπου και λειτουργούσαν μέχρι πρόσφατα.

Η παγκόσμια οικονομία

Η ασθενική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας την προηγούμενη δεκαετία, σε συνδυασμό με την αδρανοποίηση των παραγωγικών μονάδων λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού, οδήγησαν στη διατήρηση και στον μετασχηματισμό των συγκεκριμένων προγραμμάτων. Για πολλούς αναλυτές αυτή η ανεξέλεγκτη παροχή ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες τροφοδότησε τον πολύ υψηλό πληθωρισμό.

Οπότε, αν και όλοι αναγνώριζαν ότι το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων δεν μπορούσε να διατηρηθεί, ήταν πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η επιθετικότητα με την οποία αυξάνονται τα επιτόκια από την ΕΚΤ. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ στις αρχικές της εκτιμήσεις θεωρούσε ότι ο υψηλός πληθωρισμός είναι προσωρινός, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει τις αποφάσεις για αλλαγή της νομισματικής πολιτικής. Ιδιαίτερη ανησυχία ενδεχομένως να προκαλέσει πιθανή αστοχία στις προβλέψεις, απόρροια της αύξησης των επιτοκίων.

Η αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον επιβαρύνει ακόμη τη διάθεση των πολιτών και των επιχειρήσεων να ξοδεύσουν. Την ώρα που μεγάλος αριθμός πλοίων συνωστίζονται έξω από τα ευρωπαϊκά λιμάνια (μεγάλος αριθμός στη θαλάσσια περιοχή της Ισπανίας) μεταφέροντας αμερικάνικο LNG, ανησυχία φαίνεται να δημιουργεί η ενδεχόμενη έλλειψη ντίζελ στην Ευρώπη από τον ερχόμενο Φεβρουάριο, μήνα έναρξης των κυρώσεων που αφορούν τις μεταφορές του συγκεκριμένου προϊόντος.

Κάθε πολίτης, όπως και κάθε επιχείρηση, πάντοτε λογικά σκεπτόμενοι, συγκροτούν τον οικογενειακό / επιχειρηματικό προϋπολογισμό, ώστε να διασφαλίζεται για το κάθε άτομο, μέσα από το πέρασμα των χρόνων, ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για το ίδιο και την οικογένειά του, ενώ για τις επιχειρήσεις η βιωσιμότητα και η ανάπτυξή τους.

Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται αξιολόγηση των εισοδημάτων, το ποσό που απαιτείται για τις καθημερινές ανάγκες, για αποταμίευση και ενδεχομένως διασφάλιση των κεφαλαίων για δύσκολες εποχές και για τη συνταξιοδότηση, για επενδύσεις σε ακίνητα είτε για διασφάλιση παθητικού εισοδήματος ή για ιδία χρήση και σε κινητές αξίες. Στην εξίσωση πάντοτε λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα και το ύψος του δανεισμού. Φυσικά η στρατηγική για κάθε οικογένεια εξαρτάται από τα περιουσιακά στοιχεία που έχει, τα παρόντα και μελλοντικά εισοδήματα και τη διάθεσή της όσον αφορά το θέμα του ρίσκου.

Είναι ενδεχομένως η ώρα να επαναξιολογηθούν οι επιχειρηματικοί και οικογενειακοί προϋπολογισμοί, να αξιολογηθούν οι προτεραιότητες και οι κίνδυνοι, ώστε να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων και η ποιότητα ζωής των πολιτών. Οι αυξήσεις των επιτοκίων αυξάνουν τις δόσεις, όμως είναι και άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην επαναξιολόγηση, όπως ο πληθωρισμός, η αγορά εργασίας και γενικότερα η πορεία της οικονομίας.

Επιχειρήσεις που δεν θα καταφέρουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα ή παραμείνουν σε διαδικασίες μιας άλλης εποχής, θα είναι οι πρώτες οι οποίες θα αντιμετωπίσουν προβλήματα βιωσιμότητας.

Το δημόσιο χρέος

Την ίδια στιγμή, η πορεία του δημόσιου χρέους είναι ιδιαίτερα σημαντικός δείκτης για την οικονομία, εφόσον καταδεικνύει τις αντιστάσεις που έχει σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων. Γίνεται κατανοητό ότι υψηλά ποσοστά δανεισμού / μόχλευσης, όπως και για τις επιχειρήσεις, επηρεάζουν τις δυνατότητες της Πολιτείας να εφαρμόσει τη δημοσιονομική της πολιτική αλλά και να παίρνει δραστικές αποφάσεις σε περιόδους ύφεσης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη επηρεάζει τη δυνατότητα του δανειολήπτη να αποπληρώσει τις δόσεις, ενισχύει την πιθανότητα πιστωτικού γεγονότος. Για ένα κράτος, αρνητικές εξελίξεις αποτελούν η σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας και η μείωση των εσόδων από τις φορολογίες, και για τις επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα η συρρίκνωση των εισοδημάτων, η οποία μπορεί να προέλθει από τη μείωση του κύκλου εργασιών, από αυξημένες φορολογίες ή την απώλεια της θέσης εργασίας. Μπορεί η Κύπρος να έχει καταφέρει τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους, ωστόσο το κόστος δανεισμού των ευρωπαϊκών χωρών στις διεθνείς αγορές, όπως καταγράφεται στις διεθνείς αγορές ομολόγων, αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία περίοδο, κάνοντας οποιαδήποτε ενδεχόμενη έξοδο σε αυτές πιο ακριβή.