To Έπος του Σαράντα και η γερμανική εισβολή

Η απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και οι μάχες των Οχυρών και της Κρήτης

to epos tou 40 kai i germaniki eisvoli.jpg

Το «ΟΧΙ» των Ελλήνων στο ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο προκάλεσε την έκπληξη και τον θαυμασμό του ελεύθερου κόσμου. Εκείνο που συνέβη ήταν πρωτοφανές. Η μικρή Ελλάδα των οκτώ εκατομμυρίων προτίμησε να πολεμήσει εναντίον των οκτώ εκατομμυρίων λογχών του παρανοϊκού Μουσολίνι, που καυχιόταν ότι η κατάκτηση της Ελλάδας θα ήταν ένας… περίπατος για τις στρατιές του, οι οποίες είχαν ήδη κάνει την Αλβανία βάση-προτεκτοράτο τους.

Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε στις 5.30’ της 28ης Οκτωβρίου, δηλαδή μισή ώρα πριν από την εκπνοή της προφορικής προθεσμίας. Δώδεκα ιταλικές φάλαγγες επιτέθηκαν ταυτόχρονα εναντίον ελληνικών ελαφρών τμημάτων προκάλυψης. Παράλληλα εκδηλώθηκε σφοδρή δράση της εχθρικής αεροπορίας, τόσο κατά του στρατού του μετώπου, όσο και κατά των κέντρων επιστράτευσης, συγκοινωνιακών κόμβων, τεχνικών έργων και αεροπορικών βάσεων. Το επιθετικό αυτό ιταλικό μένος δεν κράτησε πολύ. Η προώθηση, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ισχυρών ελληνικών δυνάμεων, σήμανε αντεπίθεση και εκδίωξη των Ιταλών πέρα από τα σύνορα. Εξέλιξη που μετατράπηκε σε καταδίωξη του εχθρού.

Η μάχη της Ελλάδας κράτησε 216 ημέρες. Από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941, οπότε είχε τερματιστεί κάθε τακτική ενέργεια του ελληνικού στρατού στην Κρήτη. Από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι και τις 5 Απριλίου 1941 οι 25 μέρες καλύπτουν τις συνδυασμένες επιθέσεις Ιταλών και Γερμανών και οι 31 την ύστατη αντίσταση, με τη συνδρομή των Άγγλων στην Κρήτη.

Στο περισπούδαστο βιβλίο του «Η Μάχη της Ελλάδος», ο Θεόφραστος Φ. Παπακωνσταντίνου με δωρική λιτότητα περικλείει το Έπος του 1940 σε λίγες γραμμές: «Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος διήλθε τρεις βασικάς περιόδους: Κατά την πρώτην - αι ελληνικαί δυνάμεις αντιμετωπίζουν την επίθεσιν του εισβολέως αμυνόμεναι του πατρίου εδάφους, υποχωρούν τακτικώς εις τα σημεία μεγάλης πιέσεως, συμπληρώνουν την επιστράτευσίν των και αντεπιτίθενται επιτυχώς από της 28ης Οκτωβρίου μέχρι και της 13ης Νοεμβρίου 1940».

Το πολεμικό ανακοινωθέν της 21ης Νοεμβρίου αναφέρει και τα εξής: «Κατελήφθη η Κορυτσά. Νοτιώτερον, εις τον τομέα-Πίνδου, τα στρατεύματά μας κατέλαβον το Λεσκοβίκι και επροχώρησαν πέραν της Ερσέκας και Μπόροβας. Εις την Ήπειρον τα στρατεύματά μας κατέλαβον την πόλιν των Φιλιατών, και απώθησαν τον εχθρόν πέραν των συνόρων… Κατά την μάχην της Κορυτσάς, ήτις διήρκεσεν εννέα ημέρας, τα στρατεύματά μας, παρά την ισχυροτάτην αντίδρασιν της εχθρικής αεροπορίας, κατήγαγον λαμπράν νίκην, ανατρέψαντα μεγάλας δυνάμεις του εχθρού εγκατεστημένας επί φυσικώς οχυρών θέσεων, ενισχυμένων εν πολλοίς υπό ανθεκτικών οργανώσεων εκ σιδηροπαγούς σκυροδέματος μετά συρματοπλεγμάτων…. Την Κορυτσάν υπερίσπιζον αι εξής δυνάμεις: Η 2α μεραρχία Αλπινιστών Τριτεντίνα, η 19η μεραρχία Βενέτσια, η 29η μεραρχία Πιεμόντε, η 49η μεραρχία Πάρμας, η 53η μεραρχία Αρέντζο, τα ανεξάρτητα τάγματα Τομόρι και Ταραμπός, τα 109 και 166 τάγματα μελανοχιτώνων, το σύνταγμα Βερσαλλιέρων, το 101 τάγμα πολυβόλων, διαθέτουσαι, επιπλέον, ως συμπληρωματικάς και πολλάς πυροβολαρχίας βαρέος πυροβολικού και σημαντικόν αριθμόν αρμάτων μάχης. Οι περιελθόντες κατά την μάχην ταύτην εις χείρας μας αιχμάλωτοι και τα κυριευθέντα υλικά δεν κατεμετρήθησαν εισέτι. Όσον αφορά τους μέχρι τούδε, από της ενάρξεως των επιχειρήσεων, εφ’ όλου του αλβανικού μετώπου, περιελθόντας εις χείρας μας αιχμαλώτους και κυριευθέντα υλικά, οι μεν αιχμάλωτοι ανέρχονται εις μεγάλον αριθμόν αξιωματικών και χιλιάδας οπλιτών, τα δε υλικά εις 80 ελαφρά και βαρέα πυροβόλα, υπέρ τα 300 ελαφρά και βαρέα πολυβόλα, 55 αντιαρματικά πυροβόλα, 20 άρματα μάχης, υπέρ τα 250 αυτοκίνητα, υπέρ τας 1500 μοτοσυκλέτας και ποδήλατα και σημαντικάς ποσότητας πυρομαχικών, καυσίμων, ιματισμού και ετέρου υλικού πάσης φύσεως».

Σε όλα τα ανακοινωθέντα που ακολούθησαν από τις 21 Νοεμβρίου γίνεται αναφορά προώθησης των ελληνικών στρατευμάτων και κατάληψης πόλεων της Βορείου Ηπείρου. Πρεμετής - 1η Δεκεμβρίου, Αγίων Σαράντα - 8 Δεκεμβρίου, Χειμάρα - 23 Δεκεμβρίου, Κλεισούρα - 10 Γενάρη 1941. Μέχρι τις 25 Μαρτίου ο Ελληνικός Στρατός κυνηγούσε τους Ιταλούς απελευθερώνοντας εκτός από τις πόλεις που αναφέραμε, την Τρεμπεσίνα, το Μπόγραδετς, τη Δρόπολη, τη Μοσχόπολη, το Λεσκοβίκι, το Δέλβινο και προέλαυνε ακάθεκτος μέσα στα αλβανικά εδάφη, εξουδετερώνοντας και την εαρινή επίθεση του εχθρού.

Η γερμανική εισβολή

Μπροστά στη συντριβή των στρατευμάτων του και την καταρράκωση του ιδίου, των στρατηγών και της χώρας του, ο Μουσολίνι αναγκάζεται, θέλοντας και μη, να ζητήσει τη βοήθεια του συνεταίρου του, Χίτλερ. Εκείνος προσπαθεί με τη διπλωματική οδό να τερματίσει τον πόλεμο στην Αλβανία και να εγγυηθεί ο ίδιος την ασφάλεια, ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα παραμείνουν στις θέσεις τους και στο αλβανικό έδαφος που κατέλαβαν. Ζητεί, όμως, να εγκαταλείψουν την Ελλάδα όλες οι βρετανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη χώρα. Ουσιαστικά ζητεί από την Ελλάδα να εγκαταλείψει την αυστηρή ουδετερότητα και να προσχωρήσει στον Άξονα. Η Ελλάδα απορρίπτει ασυζητητί τις γερμανικές προτάσεις, οπότε ο Χίτλερ διατάσσει τους στρατηγούς να επιτεθούν κατά της χώρας.

Το Γενικό Στρατηγείο εκδίδει στις 6 Απριλίου το ακόλουθο λακωνικό ανακοινωθέν: «Από της 5.15’ ώρας της σήμερον ο εν Βουλγαρία γερμανικός στρατός προσέβαλεν απροκλήτως τα ημέτερα στρατεύματα της ελληνικής μεθορίου. Αι δυνάμεις μας αμύνονται του πατρίου εδάφους». Οι Γερμανοί επιτέθηκαν εναντίον ελληνικών τμημάτων προκάλυψης της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, βόρεια της Κομοτηνής, προωθήθηκαν στο οχυρό Νυφαίο στις 7.30’ και άρχισαν να το βομβαρδίζουν. Μέχρι τις 2 μ.μ. βαρέα βλήματα πέτυχαν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στο οχυρό, αλλά οι υπερασπιστές του κράτησαν τις θέσεις τους. Σε άλλα σημεία του μετώπου Θράκης - Ανατολικής Μακεδονίας ο εχθρός έριξε ισχυρές δυνάμεις προς το οχυρό. Οι υπερασπιστές του εντόπισαν στις 9.20 π.μ. 100 Γερμανούς μοτοσικλετιστές να κινούνται στο ελληνικό έδαφος. Άρχισαν να βάλλουν εναντίον τους και διασκόρπισαν, αφήνοντας στο πεδίο 30 νεκρούς και 4 τραυματίες.

Η αντίδραση των ελληνικών τμημάτων στα οχυρά ανάγκασε τους Γερμανούς να ρίξουν στις πολυμέτωπες μάχες ισχυρότατες δυνάμεις πεζικού και θωρακισμένων, ενώ η αεροπορία τους ενίσχυε τις προσπάθειες των άλλων όπλων. Μόνη και αβοήθητη η Ελλάδα αντιμετώπιζε τις γερμανικές μεραρχίες που προωθούνταν στο έδαφος. Στα ελληνικά οχυρά Ρούπελ, Εχίνος, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Κάλη, Καρατάς, Μαλιάγκα, Ντάσαβλι, Λίσσε, Πυραμοειδές, Κούρι στις 9 Απριλίου διατάχθηκε η κατάπαυση του πυρός σ’ όλο το μέτωπο της στρατιάς και στην Ουσίτα, τη Γραμμή Μεταξά και σ’ όλες τις άλλες περιοχές που αντιμετώπισαν τον εχθρό, οι Έλληνες προκάλεσαν τον θαυμασμό του. Στις 9 Απριλίου διατάχθηκε η κατάπαυση των εχθροπραξιών σε όλο το μέτωπο του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας.

Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, το σύνολο των απωλειών του εχθρού στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη ανερχόταν σε 15 περίπου χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες.

Γερμανοί αξιωματικοί που πολέμησαν στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία έπλεκαν το εγκώμιο των Ελλήνων αντιπάλων τους. Ο Γερμανός διοικητής της 72ας μεραρχίας, μιλώντας με τον διοικητή των μεραρχιών Αντιστράτηγο Δέδε, του εξέφρασε τον απεριόριστο θαυμασμό του για τη μαχητικότητα των ελληνικών στρατευμάτων. Ο επιτελάρχης του 5ου γερμανικού Σώματος Στρατού είπε τα εξής στον στρατηγό Δέδε: «Επολεμήσετε θαυμάσια, το πυροβολικό σας ήταν υπέροχο, οι πλαγιοφυλάξεις αποτελεσματικότατες, μόλις μετακινείτο έστω και μια ομάδα μάχης, δεχόταν επιτυχή βολή. Αν τα βλήματά σας δεν είχαν αφλογιστία κατά 3/5, κανένα από τα τμήματά μας που μετέσχαν στον αγώνα δεν θα σωζόταν από την κόλαση εκείνη του πυρός».

Ο αγώνας της Ελλάδας κατά του Άξονα κράτησε 216 μέρες. Από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι την 31η Μαΐου, όταν η Γερμανία εξαπέλυσε την πανίσχυρη, μέχρι τότε, αήττητη πολεμική μηχανή της, εναντίον της μητέρας πατρίδας μας. Η μάχη της Κρήτης, τελευταία του πολέμου, υπήρξε μια από τις σκληρότερες αναμετρήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εστοίχισε βαρύτατα σε όλους που συμμετείχαν σ’ αυτή - Γερμανούς, Βρετανούς και Έλληνες. Σύμφωνα με βρετανικές πηγές, οι Γερμανοί είχαν 15 χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, οι Βρετανοί 13 περίπου χιλιάδες, στους οποίους πρέπει να προστεθούν και 2 ναύτες. Οι ελληνικές απώλειες ήταν, από τις 20 μέχρι τη 31 Μαΐου, 58 αξιωματικοί και 400 νεκροί και μεγάλος αριθμός τραυματιών, ανάμεσα στους οποίους και άντρες-χωρικοί που πολέμησαν με ανδρεία.

Οι γερμανικές απώλειες στη μάχη της Κρήτης, όπως αναφέρει ο στρατηγός Στουντέντ, προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στον Χίτλερ, ο οποίος του είπε, όταν είχε δεχθεί τους στρατιώτες που παρασημοφορήθηκαν, για τη συμμετοχή τους στη μάχη αυτή: «Η Κρήτη αποδεικνύει ότι οι αλεξιπτωτιστές ανήκουν πια στο παρελθόν…».


* Κεντρική φωτογραφία: Ο Αντιστράτηγος Παπάγος στο Στρατηγείο των Μεραρχιών στην Μπομπότιστα.