Αναλύσεις

Δραστήριος, τολμηρός, πατριώτης!

Ένα μικρός απολογισμός για τα έργα και την παρακαταθήκη του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ (1941-2022) ήταν Ιεράρχης που συχνά βρισκόταν στο προσκήνιο και στο φως της δημοσιότητας. Προσωπικότητα έντονη, με διάθεση για δουλειά και έργα, που πολλές φορές, προκειμένου να τα υλοποιήσει και να τα υποστηρίξει, χρησιμοποιούσε τρόπους που «ξένιζαν». Η ιστορία θα κρίνει αν το πέρασμά του από τα ανώτατα δώματα της Ιεροσύνης και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου είχε, τελικά, θετικό πρόσημο ή όχι.

Σίγουρα δεν ήταν ένας Ιεράρχης άτολμος. Γεγονός που στην εποχή μας, με τα έντονα αντικληρικά αντανακλαστικά αλλά και την πλατιά δυνατότητα για κριτικές εκδηλώσεις μέσω των social media, είχε ως αποτέλεσμα να τον «στήνουν στον τοίχο» συχνά-πυκνά.

Η ευθύτητα του λόγου του και η «αφιλτράριστη» αμεσότητά του, οι παρεμβάσεις του και οι σαφείς θέσεις του στα πολιτικά πράγματα του τόπου, η προσωπική του ανάμειξη με επιχειρηματικές δράσεις στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να διασφαλίσει και να επεκτείνει τα οικονομικά της Εκκλησίας, προκαλούσαν συχνά «δυσφορία» σε ένα μέρος της κοινωνίας.

Τα αρνητικά «highlights»

Μερικές από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις που προκάλεσαν αντιδράσεις ήταν η σύνδεση της Αρχιεπισκοπής και του ιδίου του Χρυσοστόμου με την περιβόητη υπόθεση του Τζο Λόου και τα «χρυσά διαβατήρια», η αμφισβήτηση των αρμόδιων υπηρεσιών για αρχαιολογικά ευρήματα σε τοποθεσίες όπου ήθελε να αναπτύξει ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, η πρόθεση για αλλαγή χρήσης του αρχοντικού του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, η ανέγερση του Καθεδρικού Ναού με τις κατεδαφίσεις διατηρητέων κτισμάτων κ.ά. Στην πολυετή αρχιεπισκοπική του θητεία καταγράφονται επίσης και αρκετές δηλώσεις που θεωρήθηκαν άστοχες και άγαρμπες ως προς το περιεχόμενο και τη διατύπωσή τους.

Η αναγνώριση αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας

Μέρος της κοινωνίας, αλλά περισσότερο της Ιεράς Συνόδου, αντέδρασε στην απόφαση του Αρχιεπισκόπου τον Οκτώβριο 2020 να μνημονεύσει ως προκαθήμενο της Ουκρανικής Εκκλησίας τον Μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο, αναγνωρίζοντας έτσι την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας. Κύπριοι Μητροπολίτες και ιερείς, που είχαν σχέσεις με το Πατριαρχείο Μόσχας και τα ρωσικά συμφέροντα, στράφηκαν κατά του Αρχιεπισκόπου. Ωστόσο, ειδικότερα μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, το «μέτωπο» αυτό κάπως κόπασε, αφού ακόμη και οι «φιλορώσοι» της Εκκλησίας της Κύπρου καταδίκασαν την επεκτατική επιχείρηση της Ρωσίας, με αποτέλεσμα η διάθεσή τους για υπεράσπιση του Πατριαρχείου Μόσχας να υποτονίσει.

Τα πολύτιμα έργα, πέρα από τη «σκανδαλολογία»

Είτε επειδή το φιλοθέαμον κοινό έλκεται περισσότερο από τη σκανδαλολογία, είτε επειδή ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ δεν έδειχνε να κατανοεί την αξία της επικοινωνιακής ισορροπίας, απασχολούσε τη δημόσια σφαίρα κατά τρόπο δυσανάλογο με όσα προαναφέρονται παρά με όσα άφησε ως πνευματική και υλικοτεχνική παρακαταθήκη στην Εκκλησία της Κύπρου.

Μερικά από τα έργα και τις πράξεις του, που θα καταγραφούν στην Ιστορία, αποτυπώνονται πιο κάτω ακροθιγώς. Για οικονομία χώρου, παραλείπονται αρκετές και σημαντικές πρωτοβουλίες του Χρυσοστόμου Β’, που αποσκοπούσαν στη φιλανθρωπία και την υποβοήθηση ευάλωτων οικογενειών και συμπολιτών μας που βρίσκονταν σε δυσχερή θέση. Πρόκειται για έργα ανασύστασης φιλανθρωπικών ταμείων και δράσεων, από τα οποία διοχετεύονται πέραν των 3 εκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο προς άτομα και οικογένειες που τα έχουν ανάγκη.

Τα 30 εκατομμύρια λίρες και το Σχέδιο Ανάν

Ο Χρυσόστομος Β’ από το 1977 ήταν Μητροπολίτης Πάφου και Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου. Με την ιδιότητα του Τοποτηρητή, προήδρευε της Ιεράς Συνόδου από το 2002, αφού ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α’ (1927-2007) για λόγους υγείας δεν μπορούσε να επιτελέσει επαρκώς το έργο του.

Στην τετραετία αυτή δεσπόζει η διαδικασία διερεύνησης που ξεκίνησε ο Χρυσόστομος Β’, γύρω από οικονομικά σκάνδαλα που αφορούσαν την εκκλησιαστική περιουσία. Άμεσο αποτέλεσμα της δράσης αυτής του Χρυσοστόμου Β’ ήταν η επιστροφή 30 εκατομμυρίων λιρών (περίπου 50 εκ. ευρώ) στα ταμεία της Αρχιεπισκοπής.

Παράλληλα, ως προεδρεύων της Ιεράς Συνόδου, πριν γίνει Αρχιεπίσκοπος, έδρασε με ένταση προκειμένου να καταψηφιστεί το Σχέδιο Ανάν, που τέθηκε σε δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2004.

Η διεύρυνση της Ιεράς Συνόδου

Από τη στιγμή που ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, έθεσε, όπως ο ίδιος υποστήριξε, σε εφαρμογή σχέδια και πλάνα που σκεφτόταν και ως Μητροπολίτης Πάφου, πλην, όμως, δεν είχε τη δικαιοδοσία να τα υλοποιήσει. «Ήμουν πανέτοιμος. Ό,τι έκανα ως Αρχιεπίσκοπος, τα σκεφτόμουν από τότε που ήμουν Μητροπολίτης και τα πρότεινα μάλιστα και στον τότε Αρχιεπίσκοπο. Είπα, ήρθε η ώρα να τα υλοποιήσω», ανέφερε σε δημόσια τοποθέτησή του.

Η πρώτη σημαντική τομή του Χρυσοστόμου Β’ ως Αρχιεπισκόπου ήταν η διεύρυνση της Ιεράς Συνόδου, είτε με την επανασύσταση παλαιών Μητροπόλεων και Επισκοπών είτε με τη δημιουργία νέων, μοιράζοντας ουσιαστικά την αρχιεπισκοπική περιφέρεια.

Με την αύξηση από εννέα σε δεκαεπτά μέλη, η Ιερά Σύνοδος πληροί πλέον τους ιερούς κανόνες περί της πλήρους Συνόδου αυτοκέφαλης εκκλησίας και μπορεί έκτοτε να λαμβάνει μόνη της αποφάσεις για τα σημαντικά εσωτερικά ζητήματα που την απασχολούν. Προηγουμένως, και συγκεκριμένα από τον 12ον αιώνα και εντεύθεν, για την εκδίκαση σοβαρών εκκλησιαστικών ζητημάτων, που αφορούσαν την Εκκλησία της Κύπρου, καλούνταν ιεράρχες από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες για να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων.

Οι εκσυγχρονιστικές τομές του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας

Πολλοί ήταν οι ιεράρχες και οι λαϊκοί που έβλεπαν ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου χρειαζόταν σοβαρές αλλαγές προκειμένου να εξυπηρετεί, στη βάση των σημερινών δεδομένων, την Εκκλησία.

Ο Χρυσόστομος Β’ προώθησε τις σοβαρές αλλαγές του Καταστατικού Χάρτη, τον οποίο η Σύνοδος ενέκρινε το 2010. Αλλαγές που «περίμεναν οκτώ αιώνες». Οι τομές εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης. Βάσει του νέου Καταστατικού Χάρτη, θα διεξαχθούν για πρώτη φορά με τη σχετική διαδικασία και οι Αρχιεπισκοπικές Εκλογές.

Ενιαίος φορέας μισθοδοσίας κληρικών και το κούρεμα του 2013

Με τη δημιουργία του ενιαίου φορέα μισθοδοσίας κλήρου διασφάλισε και κατοχύρωσε τον μισθό των κληρικών παγκυπρίως. Μεγάλος συνεισφορέας στο εν λόγω ταμείο είναι η Αρχιεπισκοπή με πάνω από 4 εκ. ευρώ ετησίως. Παράλληλα, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’, για να ενισχύσει όσο καλύτερα γινόταν το ταμείο, το πριμοδότησε με διάφορα επενδυτικά προγράμματα και περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας.

Το 2013, με το κούρεμα καταθέσεων, προέκυψαν σημαντικά προβλήματα που είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια μεγάλου μέρους του εκκλησιαστικού κεφαλαίου αλλά και των πηγών εισοδήματος της Εκκλησίας που αφορούσε τις μετοχές τραπεζών και ανερχόταν περίπου σε 10 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.

Ωστόσο με νέες επενδύσεις, όπως δημιουργία πάρκου φωτοβολταϊκών κ.ά., έχει ήδη αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό το πλάνο για τη χρηματοδότηση του φορέα μισθοδοσίας κλήρου.

Η υλοποίηση του οράματος της Θεολογικής Σχολής

Το 2015 ολοκληρώθηκε η ανέγερση και τέθηκε σε λειτουργία η Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου. Η Θεολογική εδρεύει δίπλα στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου και ο κεντρικός στόχος, σύμφωνα με τον ίδιο τον ιδρυτή της, Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’, είναι να παράγει «εκλεκτούς κληρικούς». Η Σχολή, εκτός από προπτυχιακές σπουδές, παρέχει και μεταπτυχιακά προγράμματα. Οι περισσότεροι απόφοιτοι της Σχολής εντάσσονται στον κλήρο.

Ανέγερση ή αποκατάσταση ναών

Ο Χρυσόστομος Β’ από την εποχή που ήταν Μητροπολίτης Πάφου ανήγειρε ή ανακαίνισε δεκάδες ναούς. Κάποιους εξ αυτών, μάλιστα, τους σχεδίασε ο ίδιος ή επενέβαινε στα σχέδια των αρχιτεκτόνων με προσθήκες και αφαιρέσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως στις προηγούμενες δεκαετίες, συμμετείχε ο ίδιος στις εργασίες κατασκευής των ναών, ενώ σε όλους επιστατούσε και επέβλεπε τη διαδικασία κατασκευής. Κορωνίδα της ναοδομικής του παρακαταθήκης είναι ο Καθεδρικός Ναός του Αποστόλου Βαρνάβα δίπλα στην Αρχιεπισκοπή. Έργο, το οποίο, όπως προαναφέρεται, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις για τη χρησιμότητά του αλλά και τις κατεδαφίσεις σε διατηρητέα κτήρια της περιοχής. Ωστόσο, ο Καθεδρικός Ναός είναι εκεί και, είτε προκάλεσε αντιδράσει είτε όχι, καταγράφεται ως έργο του Χρυσοστόμου Β’.

Διαθρησκευτικός διάλογος

Ο Χρυσόστομος Β’ είχε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία διαύλου επικοινωνίας με τον μουφτή των κατεχομένων και γενικότερα με τους επικεφαλής των Εκκλησιών που υπάρχουν στην Κύπρου. Στα έργα του καταγράφεται και η προώθηση του διαθρησκευτικού διαλόγου. Αξιομνημόνευτες είναι και οι επαφές του με τους Πάπες, Βενέδικτο και Φραγκίσκο. Μέσα από τον διαθρησκευτικό διάλογο πέτυχε, μεταξύ άλλων, τη συμφωνία για επιδιόρθωση εκκλησιαστικών μνημείων στα κατεχόμενα αλλά και την επιστροφή κλεμμένων θησαυρών από διάφορες χώρες, όπου βρέθηκαν μέσω αρχαιοκαπηλίας μετά την εισβολή του ’74.

Ανέγερση φοιτητικών εστιών

Από το ευρύ φιλανθρωπικό έργο του Χρυσοστόμου Β’, ξεχωρίζει η ανέγερση φοιτητικών εστιών στη Λεμεσό. Πρόκειται για εστίες στις οποίες διαμένουν άποροι φοιτητές με επιχορηγημένα ενοίκια και κάλυψη των λειτουργικών εξόδων. Εξάλλου, για τους φοιτητές είναι γνωστό ότι η Αρχιεπισκοπή επί Χρυσοστόμου Β’ αποδέσμευε κονδύλι ετησίως για υποτροφίες και οικονομική ενίσχυση απόρων σπουδαστών.