People of Cyprus: Το πιο κοινό χαρακτηριστικό των Μικρασιατών και των Κυπρίων είναι η φιλοξενία
Ο δημοσιογράφος Χρήστος Μιχάλαρος και η Ιστορικός Ιλιάνα Κουλαφέτη μιλούν στη «Σημερινή» για τη σπουδαιότητα της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς των Μικρασιατών της Κύπρου, ένα μέρος της οποίας εκτίθεται στη διαδραστική Έκθεση που μας παρουσιάζουν τις επόμενες εβδομάδες στη Λευκωσία
Λέξεις, συνήθειες, συνταγές, υφάσματα, κεντήματα, παραμύθια, μουσικές και χοροί είναι μερικά από τα στοιχεία των ανθρώπων της Μικράς Ασίας για τα οποία μιλάμε μέχρι και σήμερα, 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, και τα οποία τους έκαναν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους Έλληνες της εποχής τους. Το κάθε μέρος στη Μικρά Ασία, όσο μικρό και αν ήταν, άφησε το δικό του αποτύπωμα στην Ιστορία. Άνθρωποι απλοί, εργάτες της θάλασσας και της γη τους, που ο τόπος τούς προίκισε με μιαν ανεμελιά, μιαν αυθεντικότητα και μια λεβεντιά. Άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών που εμπλούτισαν τον ελληνικό πολιτισμό, έξυπνοι έμποροι που προίκισαν μέχρι και τα δισέγγονά τους με την ευστροφία των επιχειρηματικών τους συνδιαλέξεων, πλούσιοι στην εκδήλωση των συναισθημάτων τους, χορτάτοι με τη ζωή και αισιόδοξοι με το μέλλον. Έτσι ήταν και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφθασαν στην Κύπρο πριν από περίπου έναν αιώνα. Εργάστηκαν σε διάφορες δουλειές για να καταφέρουν να επιβιώσουν, κάποιοι από αυτούς διέπρεψαν και στην ξενιτειά, άλλοι έγιναν πρόσφυγες για δεύτερη φορά στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και σήμερα εξακολουθεί ο τίτλος της καταγωγής τους να είναι ο πιο ξακουστός.
Μια τέτοια γεύση πολιτισμού και παράδοσης θα έχουμε την ευκαιρία να πάρουμε από σήμερα Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου, Δευτέρα με Κυριακή, από τις 10:00 έως τις 19:00 με δωρεάν είσοδο, καθώς η ομάδα του People of Cyprus με τον δημοσιογράφο Χρήστο Μιχάλαρο και την Ιστορικό Ιλιάνα Κουλαφέτη διοργανώνει την πρωτότυπη Έκθεση: «Η Μνήμη επιστρέφει», Φωνές της Μικράς Ασίας στην Κύπρο 100 χρόνια μετά, για την ιστορία των Μικρασιατών της Κύπρου, της οποίας τα εγκαίνια θα διεξαχθούν απόψε, στις έξι το απόγευμα, στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, στην πλατεία Φανερωμένης, στη Λευκωσία, υπό τον ήχο των σαντουριών της μουσικού Βερόνικας Αλωνεύτου. Οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν με σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα με τη χρήση των ακουστικών τους, ιστορίες βγαλμένες από μιαν άλλη γενιά, γεμάτη ξεριζωμό, πόνο και αγάπη για την πατρίδα, που κάποιοι από εμάς δεν ζήσαμε τους ένδοξους καιρούς της, αλλά νιώθουμε περήφανοι που καταγόμαστε από αυτά τα μέρη.
Η ομάδα του People of Cyprus μάς ταξιδεύει σε μια μακρινή εποχή, που τόσα πολλά ακούμε γύρω από αυτή σαν από παραμύθι, αλλά τελικά τι στ’ αλήθεια γνωρίζουμε; Είναι απλό, όσοι από εμάς έχουμε καταγωγή από τη Μικρά Ασία, αν αναλογιστούμε, θα εντοπίσουμε πολλές συνήθειες που δανειστήκαμε από τις γιαγιάδες μας και τους παππούδες μας. Ακόμη και αν δεν μας μίλησαν ποτέ γι’ αυτές ως κάτι αλλιώτικο, εμείς, ως εγγόνια, τις υιοθετήσαμε βλέποντάς τες, τις βάλαμε στην καθημερινότητά μας και τις χρησιμοποιούμε στη μαγειρική μας, στο ντύσιμό μας, στο χτένισμά μας, στον τρόπο διασκέδασης, στη φροντίδα του σπιτιού μας και του χαρακτήρα μας.
Όπως εξηγεί στη «Σημερινή» ο δημοσιογράφος, Χρήστος Μιχάλαρος, η μεγάλη λαχτάρα των Μικρασιατών της Κύπρου είναι να μη χαθεί τίποτα από την άυλη και υλική κληρονομιά μας, ενώ τονίζει και τη σημαντικότητα τού να διαφυλάσσουμε την Ιστορία μας για να μην ξεχαστεί.
Η απόφασή σας πάρθηκε κυριολεκτικά στον δρόμο, ενώ πηγαίνατε με το αυτοκίνητό σας στον Αγρό, για τις ανάγκες μιας άλλης έρευνας. Πόσο μακριά αναμένετε ότι θα μας ταξιδέψει αυτή η Έκθεσή σας; Ποιο στοιχείο απ’ όλα αυτά που έχετε συγκεντρώσει θα είναι ο οδηγός μας σε αυτό το ταξίδι μνήμης;
Αν τα βάλουμε κάτω, σχεδόν όλες οι ιδέες και οι αποφάσεις μας παίρνονται κυριολεκτικά… στον δρόμο. Εκείνο που πάντα ψάχνουμε είναι να διαφυλάξουμε ένα κομμάτι προφορικής ιστορίας, το οποίο υπό άλλες συνθήκες θα πήγαινε απλώς με φόρα προς τη λήθη. Με την παρούσα έκθεση θέλουμε να ταξιδέψουμε προς τα πίσω, να δούμε, να ακούσουμε και να μάθουμε τις ιστορίες των ανθρώπων που εξαναγκάστηκαν σε έναν ξεριζωμό. Εξάλλου, η Ιστορία του Ελληνισμού δεν στερείται ξεριζωμών. Πηγαίνοντας προς τα πίσω γίναμε κι εμείς κοινωνοί αυτού του ξεριζωμού, της λαχτάρας για επιστροφή αλλά και της ελπίδας που γεννιέται μέσα από μια νέα πατρίδα, που πραγματικά αγκάλιασε αυτούς τους ανθρώπους. Οδηγός μας, πάντα, η δική μας δίψα για γνήσιες ιστορίες γνήσιων ανθρώπων.
Τους ανησυχεί αν θα διατηρηθεί η μνήμη και πώς προσπαθούν να διατηρήσουν τα στοιχεία που κληρονόμησαν;
Πολύ. Όλοι τους μας τόνισαν τη μεγάλη σημασία τού να μην ξεχαστεί η πατρίδα τους, να μην ξεχαστεί η Καταστροφή, να μην ξεχαστούν τα όσα υπήρξαν, γέννησαν και τροφοδότησαν -μέχρι να γιγαντωθεί- έναν ολόκληρο πολιτισμό. Όλοι τους είχαν φυλαγμένα κειμήλια των γονιών και παππούδων τους, φωτογραφίες, λόγια γραμμένα σε τετράδια και χειροποίητα δημιουργήματα, που φέρουν την υπογραφή των προγόνων τους. Μέσα από αυτά, τις αφηγήσεις, τις μουσικές και τις γεύσεις τους, αλλά και μέσα από την οργάνωσή τους στον Σύλλογο Μικρασιατών Κύπρου -ο οποίος σάς πληροφορώ είναι υπερδραστήριος- προσπαθούν να διατηρήσουν και να διασώσουν τα στοιχεία που κληρονόμησαν. Κυρίως τα άυλα.
Με βάση και τις αφηγήσεις της γιαγιάς σου, που είχε καταγωγή από τον Τσεσμέ, ποια διακριτά στοιχεία εντοπίσατε σε σχέση με προκαταλήψεις, έθιμα, συνήθειες που επικρατούν σήμερα στην ευρύτερη κυπριακή κοινωνία;
Η γιαγιά η Αντωνία δεν μιλούσε πολύ γι’ αυτά, ήταν κι εκείνη δεύτερης γενιάς Μικρασιάτισσα, γεννημένη και μεγαλωμένη στον προσφυγικό συνοικισμό της νήσου Σαλαμίνα στην Ελλάδα. Είχε, όμως, τόσο εκείνη όσο και η αδερφή της, η Μαρία, πάνω της τα σημάδια εκείνης της πατρίδας: το ντύσιμο και το χτένισμα, τα φαγητά, τον τρόπο που έπιναν τον καφέ τους. Δεν σας κρύβω ότι κάποια από αυτά τα εντόπισα και στους εδώ πρόσφυγες δεύτερης γενιάς, αλλά και στα σπίτια τους όταν μπήκαμε και μας δέχτηκαν.
Ποιο είναι το κειμήλιο που σας έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση και γιατί;
Πάντα μας τραβούσαν οι φωτογραφίες και τα γραπτά. Όλα τους είναι ένα εισιτήριο για το παρελθόν, από το οποίο παίρνουμε φόρα και σιγουριά για να προχωρήσουμε στο μέλλον. Χειρόγραφα, έγγραφα, φωτογραφίες, διαβατήρια, όλα περικλείουν με τη σειρά τους έναν μικρό κόσμο και συνάμα μέγα, τον οποίο οφείλουμε να διασώσουμε και να τιμήσουμε ως μνήμη ανεξίτηλη.
Από την πλευρά της η Ιστορικός Ιλιάνα Κουλαφέτη εξηγεί στη «Σ» τα κοινά χαρακτηριστικά που εντόπισε μεταξύ Μικρασιατών και Κυπρίων, μέσα από τη συναναστροφή της με τόσους πολλούς ανθρώπους της Κύπρου για τις ανάγκες των ερευνών της, καθώς και τι είναι αυτό που, με βάση την εμπειρία της, κάνει τους Μικρασιάτες τόσο ξεχωριστούς μέχρι και σήμερα.
Μέσα από την προσωπική σας επαφή, πώς θα περιγράφατε τους Μικρασιάτες της Κύπρου σήμερα, με βάση την κουλτούρα και τον πολιτισμό της πατρίδας τους;
Είναι άνθρωποι περήφανοι. Και αυτό ήταν κάτι που με συγκίνησε. Και όταν λέω περήφανοι, δεν χρησιμοποιώ τη λέξη με την έννοια της αλαζονείας, αλλά της αξιοπρέπειας. Ρωτήσαμε τον καθένα ξεχωριστά αν νιώθει Μικρασιάτης, παρά το γεγονός ότι δεν έζησε σε αυτό το κομμάτι γης, και οι απαντήσεις ήταν κάθετες και συγκεκριμένες, «νιώθουμε Μικρασιάτες καθηκόντως». Σαν να εκπληρώνουν μέχρι σήμερα ένα τάμα, ένα χρέος∙ το χρέος της μνήμης και της ρίζας.
Ποια στοιχεία των Μικρασιατών θεωρείτε ότι έμειναν αναλλοίωτα στους απογόνους τους μέχρι σήμερα από γενιά σε γενιά;
Πέρα, λοιπόν, από το χαρακτηριστικό της περήφανης καταγωγής, μας μετέδωσαν εικόνες από τη Διδώ Σωτηρίου∙ είναι άνθρωποι «πληθωρικοί», φιλόξενοι, ζωντανοί και ταυτόχρονα συνειδητοποιούν σε βάθος την αξία της διατήρησης των κειμηλίων τους. Μου έκανε εντύπωση πώς όλοι όσοι συναντήσαμε διαφυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού τα διάφορα έγγραφα, επιστολές, φωτογραφίες κ.ά. των προγόνων τους∙ τα κομμάτια που τους ένωναν με τη Μικρασία. Χαρακτηριστικά, που όπως αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, φέρουν από τις εικόνες και τις ιστορίες που άκουγαν από τους γονείς και τους παππούδες τους και τους διαμόρφωσαν.
Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ Μικρασιατών και Κυπρίων και ποιες οι διαφορές που εντοπίσατε;
Κοιτάξτε, οι Μικρασιάτες που συναντήσαμε, είναι Μικρασιάτες δεύτερης γενιάς. Κατ’ επέκτασιν μιλάμε για ανθρώπους που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και κοινωνικοποιήθηκαν στην Κύπρο, ως Κύπριοι πολίτες, κάτοικοι, άνθρωποι που μεγάλωσαν στη Λεμεσό, στη Λάρνακα, στη Λευκωσία. Επομένως, αντιλαμβάνεστε πως έχουν κοινά σημεία με τους υπόλοιπους Κύπριους που έρχονται από την Κερύνεια, από την Πάφο, από το Τρόοδος. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι κοινωνικοποιήθηκαν και μέσα σε ένα σπίτι με συνήθειες, γεύσεις και ιστορίες από τη Μικρασία. Οπότε, φέρουν και αυτά τα χαρακτηριστικά. Το πιο κοινό χαρακτηριστικό, που, μάλλον, αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό του Ελληνισμού γενικότερα, είναι η φιλοξενία. Είναι άνθρωποι που μας άνοιξαν την πόρτα, το σπίτι, μας έστρωσαν τραπέζι, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν όλοι οι άνθρωποι της Κύπρου που επισκεπτόμαστε. Ήπιαμε τον καφέ μας σε «καλά» φλιτζάνια, πάντα με το κατιτίς. Από την άλλη έχουν μια αρχοντιά, την οποία, όμως, μπορώ να πω πως συνάντησα και στα Λεύκαρα και στα σπίτια των προσφύγων της Κερύνειας και της Αμμοχώστου. Αν θα έπρεπε, λοιπόν, να μιλήσω για ομοιότητες και διαφορές, θα σας το έθετα διαφορετικά: εντόπισα ομοιότητες με όλους τους ανθρώπους της Κύπρου της ίδιας γενιάς που συναντήσαμε μέχρι σήμερα, και διαφορές, πολλές, με άλλες γενιές, ιδίως με τη δική μας, όπου το στοιχείο αυτής της αρχοντικής φιλοξενίας, δυστυχώς, φθίνει και χάνεται.
Με τι είδους εφόδια πιστεύετε ότι προίκισαν τη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία;
Όπως μας έχουν επισημάνει και οι ίδιοι στις συνεντεύξεις τους, έδωσαν αρκετά στοιχεία στον κυπριακό πολιτισμό και κοινωνία. Φερ’ ειπείν, στον τομέα των τεχνών, πολλά από τα κεντήματα της κυπριακής κεντητικής τέχνης έχουν τις ρίζες τους στη Μικρασία, όπως η βυζαντινή κεντητή πιπίλα που συναντάται στη Λάπηθο και στο Όμοδος, αλλά και διάφορα πιάτα που διαδόθηκαν ακόμη περισσότερο. Παραθέτω τα λόγια της Μόνας Θεοδούλου-Σαββίδου, Προέδρου του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου: «Βέβαια, είχαν φέρει μαζί τους όλον τον λαογραφικό πλούτο της ψυχής τους και όλον τον πολιτισμό που είχαν. Στην κουζίνα, ας πούμε, τα μικρασιατικά φαγητά έχουνε δέσει με τα κυπριακά. Δώσανε κι αυτοί στην κυπριακή κοινωνία». Στο κάτω-κάτω, έτσι συνέβαινε γενικότερα στην ιστορία: η μία κοινότητα επηρεάζει την άλλη, μεταδίδοντας λίγο από τις συνήθειες, λίγο από το ιδίωμα, λίγο από την κουζίνα και την τέχνη. Είναι το φυσικό επακόλουθο της αλληλεπίδρασής μας ως κοινωνικών όντων.