Η προσδοκία ενός τουρκικού αιώνα σε εύθραυστο υπόβαθρο

Ο Τούρκος Yπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σε πρόσφατη αναφορά του σε σχετική συνέντευξη Tύπου, φρόντισε να υπενθυμίσει την τουρκική θεώρηση της ιστορίας τού εν εξελίξει υφιστάμενου μέλλοντος, που παραπέμπει στην αντίληψη πως ο αιώνας που διανύουμε θα έχει διακριτά τουρκικά χαρακτηριστικά, που θα υποδεικνύουν μια τουρκο-οθωμανική διάσταση της χώρας, της ταυτότητας και του επικυριαρχούμενου κατά ταύτα ευρύτερου χώρου.

«Ο τουρκικός αιώνας ξεκίνησε», αναφώνησε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αποτυπώνοντας στην κατά τα ανωτέρω έκφραση το πνεύμα, το περιεχόμενο και νόημα της εν γένει τουρκικής στρατηγικής, όπερ και σημαίνει πως η Τουρκία προώρισθαι να πρωταγωνιστήσει στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και στο διεθνές γίγνεσθαι, κατά τις προσδοκίες της τουρκικής ηγεσίας.

Η ανωτέρω πολιτική αντίληψη δεν αποτυπώνει απλώς έναν αυτοπροσδιοριζόμενο ρόλο, που υποδεικνύεται από το σημερινό ερντογανικό καθεστώς και μόνο, αλλά αποτελεί συνέχεια μιας «συνεπούς» στη διαδρομή του χρόνου στρατηγικής, που αποσκοπούσε και αποσκοπεί στην παντί τρόπω επιβολή του τουρκισμού ως ταυτότητας και ως πολιτικής παρουσίας, πρωτίστως στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου, με επεκτεινόμενη διάσταση επιρροής μέχρι και την Ασία.

Σε αυτό το πλαίσιο ενός νεοοθωμανικού, κατά τα ανωτέρω, συνδρόμου και με επίκεντρο το σύγχρονο τουρκικό κράτος, που τελεί σε μια οιονεί επεκτατική προσέγγιση του κόσμου, με δυνητικούς «δορυφόρους» ευρισκόμενους σε πρώτη γραμμή τα άλλα τουρκόφωνα και τουρκογενή κράτη, αλλά και διάσπαρτες μουσουλμανικές κοινότητες σε περιοχές της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής καθοδηγούμενες από την ίδια, η Άγκυρα διεκδικεί στον αιώνα που διανύουμε την καθιέρωσή της ως μεγάλης δύναμης, που σημαίνει την αποδοχή της από τον διεθνή παράγοντα ως ισότιμου συνομιλητή, που λειτουργεί κατά τα ανωτέρω αυτόνομα και ανεξάρτητα, όντας σε θέση κατά ταύτα να διαπραγματεύεται με όλους επί ίσοις όροις.

Η ανωτέρω αντίληψη στρατηγικής εδράζεται επί της εν διαρκεί εξελίξει πληθυσμιακής διόγκωσης της χώρας, επί της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας, όπου το κράτος είναι σε θέση να παράγει αυτόνομα οπλικά συστήματα παντός τύπου και επί της ικανότητας μιας ελίτ, προερχόμενης από την τουρκική γραφειοκρατία, να αποφασίζει και να διεκπεραιώνει πολιτικές, χωρίς την κατά ταύτα συμπερίληψη αναγκαίων δημοκρατικών διαδικασιών, οι οποίες στην τουρκική, κατά τα ανωτέρω, οπτική εμφανίζονται ως προσκόμματα στην παραγωγή πολιτικών, που να αποσκοπούν στην ικανοποίηση εθνικών στοχεύσεων.

Το στρατηγικό όραμα περί ενός επερχόμενου κατά ταύτα τουρκικού αιώνα προσκρούει εν τοις πράγμασι σε διαρθρωτικές αδυναμίες του τουρκικού πολιτικού συστήματος, οι οποίες άπτονται πρωτίστως μιας πολυπολιτισμικής διάστασης του κράτους, που αναδεικνύει εκούσα άκουσα τα ζητήματα που παραπέμπουν στις μειονότητες και τις εθνικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες υφίστανται στο εσωτερικό της Τουρκίας, συνθήκη που δεν μπόρεσε κατά τα αναμενόμενα να απαλείψει το βίαιο εγχείρημα ομογενοποίησης της κοινωνίας στο σύνολό της, αρχής γενομένης από την περίοδο της γέννησης του σύγχρονου τουρκικού κράτους μέχρι και σήμερα.

Οι πολιτισμικές αντιπαλότητες, που υφίστανται σιωπηρά ή μεγαλοφώνως στη διαδρομή της Τουρκίας, συνιστούν μια πραγματικότητα, η οποία καθιστά το τουρκικό πολιτικό σύστημα εν τοις πράγμασι εύθραυστο, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορούν οι εσωτερικές υποβόσκουσες δυνάμεις να εκδηλώσουν το συγκρουσιακό τους περιεχόμενο. Συναφώς και σε μια προσέγγιση που να αντέχει στον χρόνο, μια χώρα, η οποία καταγράφει αδυναμίες εσωτερικής συγκρότησης και δημοκρατικής νομιμοποίησης παραπέμπει στην αδυναμία αξιόπιστης ισχυρής διεθνούς παρουσίας και κατά ταύτα απόδοσης εμπιστοσύνης από τους τρίτους.

Το ανωτέρω ζήτημα, που συνιστά κατά γενικήν ομολογίαν και την αχίλλειο πτέρνα του τουρκικού πολιτικού συστήματος, οφείλουν χώρες, οι οποίες απειλούνται, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, να το εντάξουν στη στρατηγική τους, γνωρίζοντας κατά ταύτα τις αδυναμίες της άλλης πλευράς, ούσες εν προκειμένω σε θέση να τις αξιοποιήσουν σε ώρες κρίσης, αλλά και στο πλαίσιο της ανάπτυξης μιας συνολικής αποτρεπτικής στρατηγικής.

Εν κατακλείδι και συναφώς υπογραμμίζεται πως η αποτροπή δεν παραπέμπει σε μια οιονεί αμυντική στάση, αλλά και στη θέληση και την ικανότητα του δρώντος, εν προκειμένω των Αθηνών, όχι μόνο να υπερασπίσουν χώρο και χώρα, αλλά και να εμπεδώσουν ένα πλαίσιο διεθνούς νομιμότητας και δικαίου σε ολόκληρη την περιοχή.