Τελ Αβίβ, μετεκλογικό αποτύπωμα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο

Η πρόσφατη εκλογή του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στην πρωθυπουργία του ισραηλινού κράτους, όντας κατά ταύτα ο μακροβιότερος εν προκειμένω Πρωθυπουργός από συστάσεως του κράτους του Ισραήλ το 1948, εμπεδώνει συνθήκες συνέχειας, σταθερότητας και ικανοποίησης προσδιορισμένων στρατηγικών στόχων, που άπτονται, όχι μόνο της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας, αλλά και των θεμάτων που αφορούν στον διεθνή περίγυρο και την υπεράσπιση των καλώς νοούμενων συμφερόντων του Ισραήλ σε σχέση με υφιστάμενους κινδύνους.

Με αυτήν την αναφορά δεν κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας, δεδομένου πως είναι γνωστό ότι η ανάγκη ως conditio sine qua non επιβίωσης του ισραηλινού κράτους σε έναν εν τοις πράγμασι σε αντιπαλότητα διεθνή περίγυρο, επιτάσσει την εσωτερική συσπείρωση και εκπόνηση στρατηγικής επιβίωσης.

Ο Νετανιάχου ανεδείχθη νικητής σε μια εκλογική διαδικασία, όντας επικεφαλής ενός συνασπισμού κομμάτων, που συντίθεται από δεξιές δυνάμεις, ορισμένες εκ των οποίων θεωρούνται καθοδηγούμενες από τάσεις θρησκευτικού φανατισμού και πολιτικής μισαλλοδοξίας. Το πρόγραμμα που θα εκδηλωθεί, εν προκειμένω, αποτυπώνει και τη θρησκευτική διάσταση της πολιτικής ως πολιτικής ταυτότητας του ισραηλινού έθνους. Η πολιτική κατά ταύτα ενίοτε καθοδηγείται από τη θρησκευτική διάσταση και το περιεχόμενο πολιτικών και πολιτιστικών διεργασιών, που ευρίσκονται εν διαρκή εξελίξει στη διαδρομή του χρόνου, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Η διαμορφούμενη σημερινή διαδρομή του κράτους του Ισραήλ καταγράφει και αποτυπώνει τα ανωτέρω.

Σε ό,τι αφορά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ιδιαιτέρως ως προς τον τουρκικό παράγοντα, το Ισραήλ δεν πρόκειται να αποκαταστήσει ένα πλαίσιο αξιοπιστίας στη σχέση του με την Τουρκία, παρά μόνο θα επιδιώκει την εμπέδωση τακτικής υφής συναντήσεων συνεργασίας, που να εμποδίζουν ή να παρακάμπτουν το ενδεχόμενο συγκρουσιακής αναμέτρησης. Από το 2010, με αφετηρία το γνωστό επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, οι σχέσεις Ισραήλ - Τουρκίας βρέθηκαν σε ένα από τα χειρότερα σημεία της ιστορίας τους. Η ανάγκη, όμως, συνύπαρξης και διεθνοπολιτικής συνεργασίας υποχρέωσε τόσο το Ισραήλ, όσο και την Άγκυρα, να αποκαταστήσουν ένα modus vivendi, πολλώ μάλλον ένα modus operandi συνεργατικών προσεγγίσεων, που να μην υπερβαίνουν το τυπικό επίπεδο διακρατικών σχέσεων, να βρίσκονται δηλαδή σε μια διάσταση μη πολέμου.

Τούτο ενισχύεται και από την ιδιαίτερα εχθρική διάσταση που υφίσταται μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, όπου η πολιτική λογική επιβάλλει στο Τελ Αβίβ τον περιορισμό των εχθρικών προσεγγίσεων πολιτικής στον διεθνή περίγυρό του.

Η απελθούσα κυβέρνηση αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία, πράγμα σημαντικό, παρά το γεγονός πως πρέπει κανείς να υπογραμμίσει ότι η καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στον τουρκικό παράγοντα δεν έπαυσαν ποτέ να υφίστανται. Συναφώς, όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στις διακρατικές σχέσεις, το έλλειμμα παραμένει πολύ μεγάλο.

Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, τα τελευταία έτη, τα διαμορφωθέντα τρίγωνα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου ανέπτυξαν στρατηγικής φύσεως σχέσεις, οι οποίες είναι σε θέση να επηρεάσουν τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, αναβαθμίζοντας παράλληλα τη γεωπολιτική θέση Αθηνών και Λευκωσίας στην περιοχή, αφήνοντας την Άγκυρα εκτός «παιχνιδιού».

Υπενθυμίζεται εν προκειμένω πως ο Νετανιάχου υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της πραγμάτωσης του τριγώνου Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ, καθώς και της εμπέδωσης του σχεδίου του αγωγού East Med, όπερ και επιβάλλεται από την εθνική για την Ελλάδα αναγκαιότητα, η επάνοδός του στη διεθνοπολιτική ατζέντα.

Η Τουρκία, από την άλλη, αποδίδοντας στον εαυτό της την ηγεσία των απανταχού μουσουλμάνων, αναζητώντας παραλλήλως και συμμαχικές συμπράξεις στον μεσανατολικό χώρο, θα παραμείνει σε ένα επίπεδο verba volant ως προς την υποστήριξη των Παλαιστινίων, χωρίς όμως να είναι σε θέση να προχωρήσει σε μιαν εν τοις πράγμασι σύγκρουση με το Ισραήλ, του οποίου την παρουσία στη διεθνή πολιτική αναγνωρίζει ως εξαιρετικά σημαντική και στρατηγικά κρίσιμη για την ίδια.

Συνοψίζοντας και σε ό,τι αφορά Αθήνα και Λευκωσία, οφείλει κανείς να υπογραμμίσει πως η επανεκλογή Νετανιάχου ενισχύει, κατά το μάλλον ή ήττον, τη γεωστρατηγική σύζευξη Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ, όπου και σε συνάρτηση με τη σύμπραξη του Καΐρου εμπεδώνονται οι προϋποθέσεις ενός μετώπου ασφάλειας και ειρήνης, με αφετηρία το ενεργειακό, το οποίο δύναται να συντελέσει και στην οικοδόμηση ενός μελλοντικού αμυντικού σχήματος της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Τουρκίας εν προκειμένω απούσης, όπερ και θα συνιστούσε πραγματική τομή στις εξελίξεις στην περιοχή.