Τουρκικό πολιτικό σύστημα και εφαρμοστέες στρατηγικές

Η πρόσφατη καταδίκη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, από την τουρκική δικαστική εξουσία, που περιλαμβάνει για ευνόητους λόγους και τη στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και τα κατά ταύτα αυτής επιγενόμενα, έρχεται να καταδείξει με έμφαση, τόσο το προσωποπαγές αυταρχικό καθεστώς του μετακεμαλικού πολιτικού συστήματος, όσο και τη δυνάμει αναγιγνωσκόμενη αποδυνάμωση του συστήματος Ερντογάν και του ιδίου προσωπικά στα όμματα της τουρκικής κοινής γνώμης και μόνο.

Ο διεθνής παράγων, με έμφαση στην Ουάσιγκτον, προσέτρεξε να καταδικάσει κατά τα αναμενόμενα την απόφαση, που αφορά στον Ιμάμογλου, πράγμα που συνάδει προς τη θέλησή του να στηρίξει πάση δυνάμει τον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης ως τον επερχόμενο ηγέτη, που θα καθορίσει την τουρκική πολιτική την επόμενη ημέρα, προσδιορίζοντας τοιουτοτρόπως τις συμμαχικές διαδρομές του μέλλοντος.

Τούτων δοθέντων, καθίσταται σαφές το γεγονός της αναμονής της Δύσης για μία εν ευθέτω χρόνω προσδοκώμενη αλλαγή καθεστωτικού επιπέδου στην Τουρκία, όπου μια νέα ηγεσία θα τελεί σε συνθήκες ικανότητας συνεννόησης μαζί της. Είναι παντοιοτρόπως εμφανές πως η Δύση αντιμετωπίζει εδώ και καιρό τον Ερντογάν ως μια δύσκολη περίπτωση, όπου οι αδυναμίες συνεννόησης είναι πρόδηλες, ενώ ταυτόχρονα η διεθνώς και αδιαλείπτως εκδηλούμενη παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας προσωποποιείται στην προσωπική του πολιτική.

Η ανωτέρω προσέγγιση εκφεύγει της ρεαλιστικής αντίληψης των συνθηκών, που άπτονται του εσωτερικού πλαισίου διαπάλης του τουρκικού πολιτικού συστήματος, καθώς αφενός η στεγανοποίηση του κρατικού μηχανισμού από το ερντογανικό σύστημα δυσκολεύει τα μέγιστα τις όποιες διαλαμβανόμενες εσωτερικές μετακινήσεις, αλλαγές και πληροφορίες, όπερ και τοιουτοτρόπως διεκδικείται η σταθερότητα του καθεστώτος, αφετέρου δε αγνοείται ηχηρώς το γεγονός πως η τουρκική επιθετικότητα δεν εκπηγάζει από την ίδια την πολιτική του σημερινού Τούρκου Προέδρου, αλλά από αυτές τούτες τις εσωτερικές δομές του πολιτικού συστήματος της χώρας.

Συναφώς και κατά τα ανωτέρω οφείλει κανείς να υπογραμμίσει το γεγονός μιας διαχρονικά ουτοπικής και κατά το δοκούν προσέγγισης του διεθνούς παράγοντα ως προς το τουρκικό πολιτικό φαινόμενο, δεδομένης της πραγματικότητας πως η διαδρομή μιας στρατηγικής διεθνούς αυτονόμησης της Άγκυρας έχει ήδη εκκινήσει και λειτουργεί ανεπιστρεπτί, ανεξαρτήτως αλλαγής ή όχι της πολιτικής ηγεσίας. Ο αυτοπροσδιορισμός της Τουρκίας ως ηγέτιδας δύναμης της περιοχής δεν συνιστά φαινόμενο του παρόντος και δη του συστήματος Ερντογάν, αλλά έλκει την καταγωγή του στην κεμαλική ιδεολογία, που ως γνωστόν συνάδει προς τη γέννηση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Κατόπιν τούτων, υπογραμμίζεται πως μια απλή ματιά στις θέσεις κομμάτων και πολιτικών διαδρομών του τουρκικού πολιτικού συστήματος, εξαιρουμένου κατά ταύτα του κουρδικού κόμματος, εμπεδώνει την αντίληψη πως στην ουσία τους όλα τα κόμματα κατατείνουν στην υποστήριξη του ίδιου επεκτατικού στόχου, των αλλαγών και διαφοροποιήσεων εν προκειμένω να περιορίζονται μόνο στον τρόπο διατύπωσης και ουδέν πέραν τούτου. Σημειώνεται πως και ο κατά τα άλλα εμφανιζόμενος ως υπέρμαχος της ειρήνης, της φιλίας και της συνεργασίας δημοφιλής ένθεν κακείθεν, Εκρέμ Ιμάμογλου, με εξαιρετικά προσεκτικούς βηματισμούς αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά περί της αναγκαιότητας εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς δικαιοταξίας ως πλαισίου συναφών προϋποθέσεων συνύπαρξης Αθηνών και Άγκυρας.

Συμπερασματικά και σε ό,τι αφορά στα καθ’ ημάς και στην ελληνική στρατηγική προσέγγιση των γεγονότων, οφείλει κανείς να υπογραμμίσει, γνωστού όντος του προβλήματος της τουρκικής επιθετικότητας και των δομών παραγωγής αυτής, πως η ελληνική διπλωματία καλείται σε μια ευνοϊκή για την Αθήνα διεθνοπολιτική συγκυρία να μεταδώσει και κατά ταύτα να εμπεδώσει διεθνώς και με έμφαση στην Ουάσιγκτον πως το ζήτημα της τουρκικής επιθετικής παραβατικότητας δεν εστιάζεται στην προσωπικότητα του Ερντογάν, αλλά παράγεται από τις ίδιες τις δομές του κράτους, όπερ και σημαίνει πως πρόκειται για μιαν ακλόνητη πολιτική στρατηγική, που δεν πρόκειται να αλλοιωθεί από όποιες αλλαγές κυβερνητικού ή άλλου επιπέδου επέλθουν εν καιρώ τω δέοντι.