Να πάψει η Ε.Ε. να είναι ουραγός

Για μιαν ακόμα φορά η Ε.Ε. αντιμετωπίζει αμήχανα τη ρωσοουκρανική κρίση. Σπασμωδικές αντιδράσεις και μετέωρα διαβήματα, που ουδόλως θεωρούνται αποτελεσματικά στη διαμόρφωση των εξελίξεων.

Πότε, επιτέλους, η Ε.Ε. θα αποκτήσει ικανή και στιβαρή κοινή εξωτερική πολιτική; Πότε θα σταματήσει να είναι ουραγός της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ;

Ας ξεκινήσουμε με μια βασική επισήμανση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ασφαλώς μια υπερδύναμη σε επίπεδο οικονομικό. Πολιτικά, όμως, εξακολουθεί να έχει σοβαρότατες αδυναμίες. Οι δυνατότητές της να έχει σοβαρή επίδραση στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι είναι περιορισμένες. Ο λόγος είναι απλός. Δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, ούτε κοινή άμυνα.

Παλαιότερα οι πόλεμοι στα Βαλκάνια, ο πόλεμος στον Κόλπο και πολύ πρόσφατα το χάος στο Αφγανιστάν έχουν επιβεβαιώσει αυτό το ευρωπαϊκό πρόβλημα. Αν η Ευρώπη είχε συλλογική εξωτερική πολιτική και άμυνα, δεν θα ζητούσε την αμερικανική παρέμβαση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η απουσία μιας πραγματικά κοινής εξωτερικής πολιτικής για ένα θέμα τόσο δικό της, σε μια γειτονιά της Ευρώπης, οδήγησε τους Ευρωπαίους ηγέτες στο να ζητήσουν από την Ουάσιγκτον να παρέμβει. Με τον ίδιο τρόπο η Ευρώπη, αν υπήρχε ως συντεταγμένη πολιτική οντότητα, θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο σε μια περιοχή που την αφορά ακόμα και περισσότερο από τις ΗΠΑ. Αναφέρομαι στη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο. Στη δε περίπτωση του Αφγανιστάν, η αδυναμία της Ευρώπης να προσφέρει ουσιαστική συμμετοχή τής απαγόρευσε και κάθε ουσιαστική συμμετοχή και στις αποφάσεις και στη δυνατότητα έκφρασης οποιουδήποτε αξιόπιστου πολιτικού λόγου.

Αυτή η προφανέστατη ευρωπαϊκή αδυναμία δεν αφορά, όμως, μόνο τις διεθνείς κρίσεις. Αφορά και τον ίδιο τον τρόπο εξέλιξης και ορισμένων πολιτικών προβλημάτων, αλλά και την ίδια την παγκόσμια οικονομία. Σε αντίθεση με μια ευρωπαϊκή δυσκαμψία και ατολμία, οι ΗΠΑ προωθούν αναπτυξιακά και παρεμβατικά μέτρα στον οικονομικό τομέα, σφραγίζοντας τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις.

Χωρίς ισχυρή οικονομική και βιομηχανική βάση και χωρίς δυνατότητα αποτελεσματικού εμπορικού και οικονομικού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ, ο στόχος της κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας δεν θα είναι εφικτός. Είναι πολύ χαρακτηριστικό: Πρώτον, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανταγωνιστική προς τις ΗΠΑ μόνο στις αεροσυγκοινωνίες με τα Airbus και, δεύτερον, ότι το 60% των ευρωπαϊκών κεφαλαίων επενδύονται σε αμερικανικών συμφερόντων επιχειρήσεις. Προφανώς υπό αυτές τις συνθήκες η απεξάρτηση των ευρωπαϊκών πολιτικών θα είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Αυτονόητο είναι ότι θα χρειαστεί τα επόμενα χρόνια μια γιγαντιαία προσπάθεια στην Ευρώπη για την ανάδειξη μιας ανταγωνιστικής προς τις ΗΠΑ οικονομίας με ισχυρή βιομηχανική βάση που θα εκτείνεται και στον τομέα των εξοπλισμών υψηλής τεχνολογίας.

Θεμελιώδης προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη σε οικονομικό και πολιτικό πεδίο είναι μια Ευρωπαϊκή Ένωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα, που να ελέγχεται δημοκρατικά από ένα ισχυρό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και που να μπορεί να μετέχει αποφασιστικά στο διεθνές πολιτικό παιχνίδι.

Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει εγκατάλειψη της φοβίας και της αγωνίας για εθνικές πολιτιστικές ταυτότητες, του πανικού για το εθνικό κράτος και των κάθε λογής ευρωσκεπτικιστικών αντιλήψεων που κατάφεραν να καθυστερήσουν σοβαρά την ουσιαστική ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση.

Αν αυτές οι τάσεις, αντιλήψεις και νοοτροπίες δεν εγκαταλειφθούν και μάλιστα γρήγορα, θα έχουμε μεν μια οικονομικά ενωμένη Ευρώπη, τη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη, δεν θα έχουμε όμως μια συντεταγμένη πολιτική δύναμη, ισχυρή πολιτική εξουσία και συνεπώς ούτε κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.

Θα ήταν αδιανόητο να μιλούμε για μια ενοποιημένη πολιτικά Ευρώπη, στην οποία δεν θα υπήρχε η δυνατότητα διατύπωσης ισχυρών δεσμεύσεων των ευρωπαϊκών κρατών για την κατοχύρωση των εθνικών συνόρων ως συνόρων της Ε.Ε. Αν δεν μπορέσει να οικοδομήσει μια τέτοια ισχυρή δέσμευση για τον εαυτό της, τότε θα δημιουργούνται δικαιολογημένα ερωτήματα για τη δυνατότητά της να διαδραματίσει ουσιαστικό διεθνή ρόλο. Το βλέπουμε στην αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας απέναντι στην Κύπρο και την Ελλάδα.

Συμπέρασμα. Η Ευρώπη, για να προασπίσει τα συμφέροντά της, την ειρήνη, τη σταθερότητα και τη δημοκρατία στον κόσμο, οφείλει να συγκροτηθεί σε μια πραγματική πολιτική οντότητα, δηλαδή να αποκτήσει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας και τα μέσα για να υλοποιεί την πολιτική αυτή.

Η συμφωνία Βρετανίας, ΗΠΑ και Αυστραλίας (ΑUKUS) λειτουργεί ήδη ως καταλύτης με επίκεντρο το Παρίσι για μιαν αυτόνομη «ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική». Η ηχηρή αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και η αμήχανη ακινησία της Ε.Ε. οδηγούν ήδη σε επιτάχυνση των εξελίξεων προς αποφάσεις για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική Ασφάλειας. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν με δηλώσεις του μίλησε ήδη για τον από πολλού συζητούμενο Ευρωπαϊκό Στρατό. Η δε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, καταθέτοντας τον ετήσιο απολογισμό για τη δράση της Ένωσης το 2021, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα ασφάλειας και άμυνας, για το οποίο η απάντηση είναι λιγότερη συνεργασία». Πρόσθεσε δε ότι «υπό την προσεχή Γαλλική Προεδρία της Ε.Ε, ο Πρόεδρος Μακρόν κι εγώ θα συγκαλέσουμε Σύνοδο Κορυφής για την ευρωπαϊκή άμυνα».

Βέβαια οι προωθούμενες προς την Γαλλική Προεδρία πρωτοβουλίες μόνο τυχαίες δεν είναι. Κι αυτό, γιατί η Γαλλία συνεχώς αναδεικνύει το θέμα της ανάγκης μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.

Αλλά και ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, με αφορμή το χάος μετά την αμερικανική απομάκρυνση από το Αφγανιστάν, τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής δύναμης ταχείας αντίδρασης με 5.000 στρατιώτες, ζητώντας από τα 27 κράτη - μέλη να δράσουν άμεσα.

Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον αυτήν τη φορά η Ε.Ε θα περάσει από τα λόγια στην πράξη για διαμόρφωση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Με κατανόηση βέβαια ότι ούτε κοινή εξωτερική πολιτική, ούτε ασφάλεια μπορεί να υπάρξει χωρίς ισχυρή και αποτελεσματική κοινή άμυνα.