Προϋποθέσεις εμπιστοσύνης στη στρατηγική της διεθνούς νομιμότητας

Την ώρα που ευρωπαϊκές δυνάμεις εξαγγέλλουν ως επερχόμενα, ισχυρά μέτρα εναντίον της Ρωσίας ως δυνάμει υπονομεύουσας την ανεξαρτησία του Κιέβου, η Κύπρος διά του Υπουργού Εξωτερικών της, Γιαννάκη Κασουλίδη, εξαγγέλλει μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης προς την κατοχική δύναμη, θέτοντας την πολιτική των κυρώσεων προς την Τουρκία σε δεύτερη μοίρα.

Η εντεινόμενη συζήτηση περί ανάπτυξης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στην Κύπρο ως μέσο για «επανέναρξη των συνομιλιών» για την «επίλυση του κυπριακού προβλήματος», υποδηλώνει πολιτική που αποσκοπεί στο να προσεγγίσει τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις, με στόχο την εμπέδωση «συνθηκών ειρήνης και ασφάλειας».

Τούτο συνιστά για τα διεθνοπολιτικά δεδομένα της θεωρίας και της πράξης των τεκταινομένων στη σύγκρουση και προσέγγιση κρατών και πολιτισμών από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, πρωτοφανή και πρωτάκουστη κίνηση.

Στην εν προκειμένω περίπτωση, αυτή η διεργασία συμβαίνει, καθώς τα δύο αντιμαχόμενα μέρη επιχειρούν να αναπτύξουν ένα modus vivendi συνεννόησης, όχι από θέση ισοδυναμίας και ίσης ισχύος, όπως στις διαπραγματεύσεις οφείλει να συμβαίνει, αλλά ο υφιστάμενος την κατοχή, αυτονοήτως από θέση αδυναμίας, επιχειρεί να «οικοδομήσει σχέση εμπιστοσύνης» με τον κατέχοντα.

Επομένως, το πρόβλημα αναφέρεται στο γεγονός ότι η συνεννόηση μεταξύ κατεχομένου και κατέχοντος παραπέμπει σε μία εξαιρετικά άνιση σχέση των μερών, αναμενόμενη κατάληξη της οποίας, μέσα από την ίδια την πρακτική και την ιστορία των διεθνών σχέσεων, είναι ο ισχυρός να δικαιώνεται και ο ανίσχυρος να προσαρμόζεται κατά περίπτωση. Εδώ δεν αναφερόμαστε σε μιαν απλή αντίφαση, αλλά σε μια διαδικασία υποταγής στη βούληση του ισχυρού και δη εθελουσίως.

Επιπροσθέτως, στην όλη διεργασία, όπως εξελίσσεται, δεδομένου του γεγονότος ότι οι ίδιες οι συνομιλίες συνιστούν μια εν τοις πράγμασι αποδοχή των συνθηκών κατοχής, δηλαδή της διεθνούς παρανομίας, όχι μόνο δεν καταδικάζεται ο εισβολέας και ο διαπράξας εγκλήματα πολέμου -και διά της εγκατάστασης εποίκων-, αλλά αντιθέτως δημιουργούνται οι συνθήκες μιας επερχόμενης «λύσης», που θα μετατρέπει την Κύπρο σε χώρο εξαρτώμενο κατά ταύτα από την πολιτική βούληση της Άγκυρας.

Επισημαίνεται πως η Τουρκία, όταν καταλαμβάνει εδάφη ή όταν επιθυμεί να εδραιώσει την παρουσία της σε έναν χώρο, έχει ως πάγια τακτική την παράνομη εγκατάσταση ασιατικών πληθυσμών. Οι πληθυσμοί αυτοί οδηγούν, με βάση σχέδιο του ιδίου του τουρκικού κράτους, στην εξαφάνιση και στη φυγή, εθελούσια τοιούτη, των νομίμων κατοίκων, κατά τρόπο που να μετατρέπεται σε βάθος χρόνου ο τόπος, η χώρα και η οντότητα σε τουρκική επαρχία. Τα ιστορικά παραδείγματα που υποδηλώνουν το ανωτέρω είναι ουκ ολίγα, των Ίμβρου και Τενέδου συμπεριλαμβανομένων.

Πέραν τούτου, έχει σημασία το τι μήνυμα μεταδίδεται προς το διεθνές ακροατήριο, βαδίζοντας στον δρόμο των συνομιλιών και ακυρώνοντας την πολιτική πρόκλησης κόστους στην κατοχική δύναμη, την ίδια ώρα που αυτή έχει προχωρήσει στο «άνοιγμα» και τον εποικισμό των Βαρωσίων.

Το μήνυμα που εν προκειμένω διαδηλωτικά μεταδίδεται είναι η ιδέα της αποδοχής της κατοχής από τους υφιστάμενους τοιούτη, επιχειρώντας μια συνεννόηση με τον κατέχοντα, όχι για την αποχώρησή του και την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας, αλλά για την εν τέλει εμπέδωση όρων και συνθηκών που σταδιακά θα οδηγούσαν σε μια εν τοις πράγμασι νομιμοποίησή του, στο πλαίσιο ενός εν είδει τραγωδίας επελθόντος συμβιβασμού.

Τα ΜΟΕ αποτελούν ένα σύστημα, το οποίο διεθνώς αναπτύσσεται και κατοχυρώνεται εφόσον αποκατασταθεί η διεθνής νομιμότητα σε ένα οποιοδήποτε διεθνές πρόβλημα και όχι προηγουμένως, καθώς η συνολική προσέγγιση της εμπέδωσης μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης παραπέμπει σε σύστημα ισχυροποίησης των δυνατοτήτων λειτουργίας του κοινού κράτους. Αυτονοήτως, προϋπόθεση τούτου αποτελεί η επίτευξη συνολικής συμφωνίας ως προς τη λύση του προβλήματος.

Στην περίπτωση της Κύπρου, ως ένα ακόμα διεθνές οξύμωρο, τίθεται κατά το κοινώς λεγόμενο «η άμαξα πριν από τα άλογα...».

Συμπερασματικά, όλη η ιστορία των ΜΟΕ, πέρα από άτοπη, παράλογη και έμπλεη παραδοξοτήτων, είναι και επικίνδυνη ως δυνάμει νομιμοποιούσα την κατέχουσα δύναμη ως συνομιλητή, ενώ το αίτημα ανυπερθέτως θα έπρεπε να παραπέμπει στην αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και στη συνέχεια ανεμπόδιστα να προωθηθεί διάλογος και πλαίσιο για ουσιαστική συνομιλία περί λύσης.