Γεώργιος Σεφέρης: Ο Νομπελίστας, κορυφαίος διπλωμάτης, που αγάπησε και ύμνησε την Κύπρο

Οι δεσμοί του Σεφέρη με το νησί μας άρχισαν ν’ αναπτύσσονται από την πρώτη του πρεσβευτική θητεία το 1953, που κράτησε μέχρι το 1956, όταν ο Απελευθερωτικός Αγώνας της ΕΟΚΑ είχε πια φουντώσει.

Τον Νοέμβριο του 1956 και τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1957 ο Σεφέρης ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στις συζητήσεις του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη. Υπέρμαχος της Αυτοδιάθεσης - Ένωσης, φίλος των Κυπρίων και του Απελευθερωτικού τους Αγώνα, αντιμετώπιζε με επιφυλάξεις και έντονη ανησυχία την ενδοτική «συναινετική» στάση των μεγαλοδιπλωματών και του προϊσταμένου του στο Υπουργείο Εξωτερικών, Ευάγγελου Αβέρωφ.

xampis27022022.jpg

Λάτρης της Κύπρου, που την ύμνησε με εκλεκτά ποιήματά του, ήταν ο κορυφαίος διπλωμάτης και ποιητής Γεώργιος Σεφέρης. Ο μοναδικός εν ενεργεία ανώτερος διπλωμάτης, που επικοινωνούσε απ’ ευθείας με την Κύπρο κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ, με το κωδικό όνομα «ΒΑΡΝΑΒΑΣ». Από τη διπλωματική του θέση έδωσε πολλές μάχες υπέρ της Κύπρου, ακόμα και μέσα στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, όταν Καραμανλής και Αβέρωφ έκαναν στροφή προς την αυτοκυβέρνηση, εγκαταλείποντας τη γραμμή Αυτοδιάθεση - Ένωση, που ήταν ο σκοπός του Αγώνα της ΕΟΚΑ.

Αστός, Μικρασιάτης πρόσφυγας, Βενιζελικός και γνήσιος φιλελεύθερος, δεν είχε ποτέ την εύνοια του φιλοβασιλικού κατεστημένου, το οποίο, ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, ήταν υποχρεωμένος να υπηρετήσει. Και την εθνοπρεπή αυτή στάση του την πλήρωσε επανειλημμένα, πολύ ακριβά. Ο πατριώτης αγωνιστής διπλωμάτης έβλεπε το Εθνικό Κέντρο να μην εξυπηρετεί, χάριν σκοπιμοτήτων, τα καλώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα, ιδιαίτερα του αλύτρωτου Ελληνισμού, όπως η αγαπημένη του Κύπρος, η Βόρειος Ήπειρος και οι Κωνσταντινουπολίτες. Και την εθνοπρεπή στάση του την πλήρωνε πολύ ακριβά στη σταδιοδρομία του. Δύο φορές κόπηκε η προαγωγή του από τη φιλοβασιλική καμαρίλα και ξένους παράγοντες, που εξυπηρετούσαν τα δικά τους πολιτικά και άλλα συμφέροντα.

Ο πατριωτισμός και η μεγάλη του αγάπη για την Κύπρο εκδηλώθηκαν απροκάλυπτα αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν Αντιβασιλέας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός και ο Σεφέρης, που εκτελούσε χρέη διευθυντή του πολιτικού του γραφείου, χειριζόταν όλες τις εξωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια του επίσημου ταξιδιού του στο Λονδίνο, το 1945, ο διπλωμάτης ποιητής έπεισε τον Πρωθιεράρχη Αντιβασιλέα να θέσει στη βρετανική κυβέρνηση θέμα παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα. Και πολλοί Άγγλοι επίσημοι είχαν δει ευνοϊκά το ελληνικό αίτημα. Όμως, τελικά, δυστυχώς, το δικαιότατο αυτό πανελλήνιο αίτημα έπεσε σε ώτα μη ακουόντων. Οι Βρετανοί, αντί να παραχωρήσουν την Κύπρο στην Ελλάδα σκλήραιναν τη στάση τους έναντι των Ελλήνων της Κύπρου, τους οποίους καταπίεζαν βάναυσα και απάνθρωπα. Και ο Υφυπουργός Εξωτερικών διαβόητος Χόκπινσον δήλωνε ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων ότι ουδέποτε η Βρετανία θα εγκατέλειπε την Κύπρο.

Οι δεσμοί του Σεφέρη με το νησί μας άρχισαν ν’ αναπτύσσονται από την πρώτη του πρεσβευτική θητεία το 1953, που κράτησε μέχρι το 1956, όταν ο Απελευθερωτικός Αγώνας της ΕΟΚΑ είχε πια φουντώσει. Είχε διοριστεί πρέσβης της Ελλάδας στον Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, «στη γειτονιά του νησιού», όπως έγραψε ο ίδιος, με έδρα τη Βηρυτό. Κατά την περίοδο αυτή έκανε τρεις επισκέψεις στην Κύπρο, στην οποία βρήκε μια δεύτερη πατρίδα, μιαν άλλη Σμύρνη, μιαν άλλη Ελλάδα. Καρπός των ταξιδιών του ήταν η ποιητική συλλογή «Κύπρον ού μ’ εθέσπισεν», που αργότερα πήρε τον τίτλο «Ημερολόγιο Καταστρώματος». Από τη Βηρυτό παρακολουθούσε με αγωνία τις εξελίξεις στο Κυπριακό, τη δράση της ΕΟΚΑ, την εξορία του Μακάριου, τις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, που έκαναν οι Άγγλοι.

Τον Ιούνιο του 1956, όταν η ΕΟΚΑ άνοιγε, με τη συμπαράσταση του λαού, τον δρόμο της λευτεριάς, η κυβέρνηση Καραμανλή εδέησε να καλέσει τον Σεφέρη από τη Βηρυτό στην Αθήνα, για ν’ αναλάβει το κομβικό πόστο της Β’ Πολιτικής Διεύθυνσης, αρμόδιας για το Κυπριακό. Τότε ο Σεφέρης σήκωσε μανίκια και συνδέθηκε πιο στενά με τον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ. Πήρε το ψευδώνυμο «Βαρνάβας» και, εκτός των άλλων καθηκόντων του, αναλαμβάνει υπεύθυνος για τον εφοδιασμό της ΕΟΚΑ με όπλα και σφαίρες, «με σοκολάτες», όπως γράφει συνθηματικά στο Ημερολόγιό του. Από τη θέση αυτή αγωνίστηκε, όσο μπορούσε, για ν’ αποτρέψει τις διχοτομικές τάσεις ανώτατων διπλωματών και αυτού ακόμη του Υπουργού Εξωτερικών, Ευάγγελου Αβέρωφ, που ήταν ο εμπνευστής των τάσεων αυτών. Φαίνεται ότι, και ο γαμπρός του, άντρας της αδελφής του Ιωάννας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Υπουργός Προεδρίας και ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες και συμβούλους του Καραμανλή, τασσόταν με τους οπαδούς της συμφωνημένης λύσης αυτοκυβέρνησης και έλεγε τις απόψεις του στον Σεφέρη, που διαφωνούσε. Μάλιστα ο Σεφέρης, που γνώριζε, λόγω της θέσης του, όλο το διπλωματικό παρασκήνιο, δεν έκρυβε στον γαμπρό και την αδελφή του τις έντονες ανησυχίες του για την πορεία του Κυπριακού. Και όταν μιλούσε με την αδελφή του για να της τονίσει τις ανησυχίες, της έλεγε: «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Κωστάκης δεν χωνεύει τους εθναρχικούς», όπως αποκαλούσε τους ενωτικούς, που διαφωνούσαν με την ανεξαρτησία, όπως την προωθούσαν Αθήνα, Άγκυρα και Λονδίνο.

Διαφωνεί με τον Αβέρωφ

Τον Νοέμβριο του 1956 και τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1957 ο Σεφέρης ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στις συζητήσεις του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη. Υπέρμαχος της Αυτοδιάθεσης - Ένωσης, φίλος των Κυπρίων και του Απελευθερωτικού τους Αγώνα, αντιμετώπιζε με επιφυλάξεις και έντονη ανησυχία την ενδοτική «συναινετική» στάση των μεγαλοδιπλωματών και του προϊσταμένου του στο Υπουργείο Εξωτερικών, Ευάγγελου Αβέρωφ. Γαμπρός του πανίσχυρου Υπουργού Προεδρίας και στενού συμβούλου του Καραμανλή, Κωνσταντίνου Τσάτσου, μετέπειτα Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, επιλέγηκε τον Ιούνιο του 1957, μετά από παρέμβαση του γαμπρού του στον Πρωθυπουργό, Πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο. Ήταν η πιο δύσκολη φάση του Κυπριακού και οι Βρετανοί προσπάθησαν να ματαιώσουν τον διορισμό του. Ήταν περισσότερο από βέβαιοι ότι θα τους δημιουργούσε προβλήματα. Ο Καραμανλής, όμως, που ήταν δεσμευμένος στον Τσάτσο, αγνόησε τις βρετανικές αντιδράσεις. Κι όπως ήταν επόμενο, οι Βρετανοί δεν έκρυβαν το γεγονός ότι τους ενόχλησε η κίνηση αυτή της Αθήνας. Το «Φόρεϊν Όφις» σχολίασε με δυσφορία τον διορισμό του Σεφέρη στο Λονδίνο, διότι οι πράκτορές του στην Αθήνα και τη Λευκωσία το ενημέρωναν για τους πολύ στενούς δεσμούς που ένωναν τον νέο πρέσβη της Ελλάδας στη χώρα τους με την Κύπρο, επισημαίνοντας: «Η αλλαγή πρέσβη δεν δύναται να μας είναι ευάρεστη». Και ο μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών, Σερ Φρέντερικ Χόγιερ - Μίλαρ, επισήμαινε: «Ο κ. Σαφερειάδης θα είναι μάλλον ενοχλητικός».

Από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στο Λονδίνο ο Σεφέρης άρχισε να αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα, αλλά με την πάροδο του χρόνου άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ότι η Αθήνα άρχισε να εγκαταλείπει την Κύπρο. Σε πολλές περιπτώσεις παρέβαινε τις εντολές του Αβέρωφ, που εξόφθαλμα προκαλούσαν ζημιά στο Κυπριακό. Η στάση αυτή του Μικρασιάτη πρέσβη δεν ενοχλούσε μόνο τους Βρετανούς, αλλά και τους αρμόδιους για το Κυπριακό υπηρεσιακούς παράγοντες του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Και δεν έκρυβε τους φόβους του, που τους εξομολογείτο στη γυναίκα του, την αδελφή του Ιωάννα, τον γαμπρό του Τσάτσο, όπως και σε στενούς συνεργάτες και φίλους του, που ανησυχούσαν κι αυτοί για την τροπή που έπαιρνε το Κυπριακό. Γνώριζε ότι ο Καραμανλής συζητούσε από το 1956 λύση αυτονομίας για την προώθηση της πολιτικής αυτής και έστειλε στην Κύπρο ως γενικό πρόξενο τον υβριστή του Κυπριακού Ελληνισμού και της ηγεσίας του -Μακάριο και Διγενή- Άγγελο Βλάχο, για να πετύχει τον τερματισμό του ενωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ. Παρά τις αντιρρήσεις του Σεφέρη, που ήταν μέλος της Ελληνικής Αντιπροσωπίας, ο Ευάγγελος Αβέρωφ δέχθηκε από το βήμα του ΟΗΕ, το 1957, την πρόταση του Ινδού αντιπροσώπου Κρίσνα Μένον, για λύση ανεξαρτησίας στην Κύπρο. Από τότε αρχίζει ο βαθμιαίος παραγκωνισμός του Σεφέρη από τις διαδικασίες λύσης του Κυπριακού. Ο Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ και οι αγγλόφιλοι υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου, διακριτικά τον απέκλειαν από συσκέψεις και δεν τον ενημέρωναν για τις εξελίξεις στο Κυπριακό, ενώ ήταν πρέσβης στη Βρετανία, όπου υπηρετούσε και ο Τούρκος δαιμόνιος πρέσβης Μπιργκί.

Όταν ο Αβέρωφ, στο περιθώριο μυστικής συνάντησης με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, αποδέχθηκε τη φόρμουλα Ζορλού για λύση του Κυπριακού, κάλεσε τον Σεφέρη από το Λονδίνο στο Παρίσι, για να τον ενημερώσει σχετικά. Αφού διάβασε το μοιραίο εκείνο για την Κύπρο προσχέδιο, χωρίς να λογαριάσει την πρεσβευτική του ιδιότητα και καριέρα, ο Σεφέρης ετοίμασε ένα υπόμνημα με τις απόψεις του, ως καλού γνώστη του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το υπέβαλε στον Αβέρωφ. Του διατύπωνε με σαφήνεια τους φόβους του για πολλές πρόνοιες των συμφωνιών που ευνοούσαν τους Τούρκους σε βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού και τον προειδοποιούσε προφητικά με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα: «Με αυτά που κάνετε, φέρνετε την Τουρκιά στην Κύπρο, η οποία κάποτε θα κάνει εισβολή και θα καταλάβει το νησί».

Παράλληλα, έβγαλε αντίγραφο τού υπομνήματος με τις παρατηρήσεις του και το έστειλε στη γυναίκα του στην Αθήνα, για να το πρωτοκολλήσει, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε, την ύστατη στιγμή, να αποτραπεί η υπογραφή των επάρατων εκείνων συμφωνιών, όπως είχαν ετοιμαστεί, ερήμην του Κυπριακού Ελληνισμού, από τους Υπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας, Αβέρωφ και Ζορλού, στη Ζυρίχη ή τουλάχιστον να απαλειφθούν ή να τροποποιηθούν μερικές πρόνοιές τους, που ήταν εθνικά απαράδεκτες για την Ελλάδα και την Κύπρο, όπως η παρουσία τουρκικού στρατού στην Κύπρο και τα επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας στο νησί.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Σεφέρης, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του, δεν μπόρεσε, ούτε καν βελτιώσεις να πετύχει, όπως είχε υποδείξει στο προσχέδιο για τη λύση στον Αβέρωφ και τους συνεργάτες του στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ακόμα και στο Λονδίνο, την υστάτη, πριν από την υπογραφή των συμφωνιών, προσπάθησε όσο μπορούσε, αλλά μάταια, να βοηθήσει στη βελτίωσή τους. Άδικα αργότερα κατηγορήθηκε από αντιπάλους του ότι υποστήριξε τις συμφωνίες για ν’ ανοίξει ο δρόμος του προς το Νόμπελ. Η κατηγορία αυτή είναι και αβάσιμη και κακόβουλη. Ο μεγάλος φίλος και υμνητής της Κύπρου κουβαλούσε, μέχρι τον θάνατό του, τη μεγάλη αδικία του Εθνικού Κέντρου σε βάρος της Κύπρου με τη Ζυρίχη το 1959 και το ασυγχώρητο έγκλημα της ανάκλησης του Διγενή και της Ελληνικής Μεραρχίας από τους τρομαλέους συνταγματάρχες το 1967. Μετά την επιβολή της δικτατορίας την 21η Απριλίου 1967, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας, αρνήθηκε να εκδώσει οτιδήποτε στην Ελλάδα. Ήταν πάντα ανήσυχος για το μέλλον της Κύπρου... Με την περίφημη δήλωσή του στις 28 Μαρτίου 1969, κατέθετε αυτήν του την αγωνία, όταν έγραφε: «Όλοι διδάχθηκαν και ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα…».

Και η προφητική δήλωσή του επιβεβαιώθηκε λίγο μετά τον θάνατό του το 1974, με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την εισβολή του Αττίλα. Ο μεγάλος φίλος και υμνητής της Κύπρου, Γεώργιος Σεφέρης, πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου 1971. Και στην κηδεία του έγινε η πρώτη μαζική αντιδικτατορική διαδήλωση.