Αναλύσεις

Κάθε γειτονιά και επικίνδυνη οικοδομή

Τριψήφιοι αριθμοί ακατάλληλων οικοδομών σε Λευκωσία και Λεμεσό

Στο ίδιο έργο θεατές γι’ άλλη μια φορά οι Κύπριοι μετά και την κατάρρευση μπαλκονιού στην οδό Ανεξαρτησίας, στη Λεμεσό. Μάλιστα το μπαλκόνι είχε καταρρεύσει σε ώρα αιχμής και σε πολυσύχναστο σημείο της οδού, ακριβώς έξω από είσοδο καταστήματος. Η κατάρρευση ευτυχώς προκάλεσε μόνο υλικές ζημιές, αφού υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να τραυματιστούν περαστικοί. Τέτοιου είδους περιστατικά κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, εφόσον δεκάδες οικοδομές σε ολόκληρη την Κύπρο βρίσκονται σε άθλιες ετοιμόρροπες συνθήκες, ενώ τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει ούτε σχετική προειδοποίηση γύρω από αυτές τις οικοδομές. Άλλες πάλι επικίνδυνες οικοδομές -οι πιο επικίνδυνες- είναι και κατοικημένες. Συγκεκριμένα, στη Λεμεσό το 2017 κατέρρευσε και πάλι μπαλκόνι, σε κατοικημένη πολυκατοικία αυτήν τη φορά, με παραλίγο θύματα περαστικούς.

Όπως φαίνεται, με μια και μόνο βόλτα στις γειτονιές των ελεύθερων πόλεων του νησιού μας θα βρεθεί σίγουρα μια τουλάχιστον επικίνδυνη οικοδομή είτε αυτή αφορά οικία είτε μπαλκόνια. Το χειρότερο βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι υπάρχουν διαμένοντες σε αυτές τις οικοδομές, οι οποίοι κινδυνεύουν να τραυματιστούν σοβαρά σε περίπτωση κατάρρευσης.

Σωρεία ακατάλληλων οικοδομών στη Λεμεσό

Δυστυχώς, οι περιοχές γύρω από την οδό Ανεξαρτησίας στη Λεμεσό, όπου εκτυλίχθηκε το τελευταίο συμβάν κατάρρευσης ακατάλληλου υποστατικού, έχουν παρόμοια ή και χειρότερη εικόνα. Τα κτήρια στην παλιά Λεμεσό, στο κέντρο της πόλης, σε κάποια σημεία έχουν ανακαινισθεί, κρατώντας όμως την παλαιά αρχιτεκτονική, ενώ κάποια άλλα κτήρια παραμένουν ασυντήρητα, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στη σημερινή εικόνα, αυτήν της κατάρρευσης. Με μια και μόνο βόλτα στα στενοσόκακα της περιοχής μπορεί να ανακαλύψει ο πολίτης πολύ επικίνδυνες οικίες και υποστατικά, τα οποία είναι και κατοικημένα. Συγκεκριμένα, τα ακατάλληλα υποστατικά και κτήρια στην πόλη αγγίζουν τα 100.

Σε κάποια από αυτά τα υποστατικά έχουν μπει και προειδοποιητικές ταμπέλες, ώστε ν’ αποφευχθούν τυχόν ατυχήματα με περαστικούς, μιας και τις γειτονιές γύρω από την οδό Ανεξαρτησίας αλλά και την οδό Αγίου Ανδρέου οι πλείστοι που τις επισκέπτονται προτιμούν να το κάνουν με τα πόδια. Ωστόσο το θέμα της επιθεώρησης αυτών των οικοδομών αλλά και της έκδοσης πιστοποιητικού ακαταλληλότητας είναι αποκλειστικά ευθύνη του κάθε δήμου. Στη Λεμεσό πολλάκις είχαν καταγραφεί πτώσεις μπαλκονιών σε παλιές πολυκατοικίες, ιδιαίτερα στη περιοχή του Αγίου Ανδρέου, κοντά στην οδό Ανεξαρτησίας, με τους πολίτες και τους αρμοδίους να εκφράζουν την ανησυχία τους για τυχόν χειρότερα ατυχήματα.

Ο Δήμος Λεμεσού, βασιζόμενος πάντοτε στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, ο οποίος αφορά και τις οικοδομές που χρειάζονται επισκευή και θεωρούνται επικίνδυνες, ελέγχει αυτές κατόπιν πληροφοριών και καλεί άμεσα τους ιδιοκτήτες να προβούν σε επιδιορθώσεις ή αναστηλώσεις οικιών και υποστατικών. Ο Δήμος, αν και προειδοποιεί, όπως προβλέπει και ο Νόμος, μέσω επιστολών τους ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων υποστατικών μετά από επιθεώρηση, κάποιοι συμμορφώνονται ενώ άλλοι αφήνουν τις επικίνδυνες οικοδομές τους εκτεθειμένες.

Όταν οι ιδιοκτήτες δεν συμμορφώνονται, ο Δήμος είναι αναγκασμένος, με δικό του κονδύλι και συνάμα χρήματα του Κύπριου φορολογούμενου, να προχωρήσει σε επισκευή των επικίνδυνων οικοδομών, ώστε να αποφευχθεί κάποιο μοιραίο ατύχημα στην πόλη. Όμως, οι ιδιοκτήτες είναι αναγκασμένοι να πληρώσουν, έτσι ο Δήμος παγώνει περιουσίες, ώστε να λάβει το κονδύλι που καταναλώθηκε από τους ιδιοκτήτες που ήταν υποχρεωμένοι να προβούν σε επιδιορθώσεις. Ορισμένους όμως δεν «ιδρώνει το αφτί τους» και αφήνουν τις υποθέσεις να καταλήγουν στα δικαστήρια.

Μόνο η Λευκωσία… προειδοποιεί

Αν και όλοι οι δήμοι «πάσχουν» από επικίνδυνα κτήρια και οικίες, ο μόνος δήμος ο οποίος προειδοποιεί γι’ αυτά είναι εκείνος της πρωτεύουσας. Συγκεκριμένα, στην ιστοσελίδα του Δήμου Λευκωσίας υπάρχουν αναρτημένα τα επικίνδυνα κτήρια, οικίες και οικοδομές, ενώ δίνει και τα στοιχεία των πιο πάνω, ώστε οι δημότες να είναι πλήρως ενημερωμένοι γι’ αυτά. Επίσης διαθέτει και προειδοποιητικές ταμπέλες στα πιο πολλά ακατάλληλα κτήρια και οικοδομές, ώστε να αποφευχθεί πιθανό ατύχημα. Μάλιστα ο δήμος ενημερώνει πως, τα τελευταία δύο χρόνια, συνολικά 327 οικοδομές κηρύχθηκαν επικίνδυνες, με τις 62 εξ αυτών να είναι ετοιμόρροπες. Σε 162 οικοδομές η επικινδυνότητα έχει αρθεί, 255 οικοδομές, εκ των οποίων οι 3 ετοιμόρροπες, παραμένουν να παρακολουθούνται από την Τεχνική Υπηρεσία, 73 οικοδομές «χρήζουν επισκευής» και δεν κηρύχθηκαν επικίνδυνες, σε 48 οικοδομές επενέβη η Τεχνική Υπηρεσία με συνολικό κόστος €530.287, σε 71 οικοδομές επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο συνολικού ύψους €421.000 και σε 24 οικοδομές ακυρώθηκε το πρόστιμο συνολικού ύψους €73.000 μετά από επισκευές από τους ιδιοκτήτες.

Σύμφωνα με τους κανονισμούς, οι οικοδομές αυτές που παρουσιάζουν τέτοιου είδους προβλήματα ελέγχονται από τους αρμόδιους μηχανικούς του δήμου και, εάν οι ίδιοι κρίνουν πως υπάρχει επικινδυνότητα για τους πολίτες, τότε μπαίνουν στη λίστα των επικίνδυνων οικοδομών. Επίσης, προχωρούν άμεσα και στην ενημέρωση του ιδιοκτήτη, προειδοποιώντας τον να προβεί σε διορθώσεις, ώστε να απαλλαγεί η κατοικία ή το κτήριο από την ετικέτα «επικίνδυνο». Αν ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης δεν προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες, τότε ο δήμος προχωρεί σε πρόστιμο. Οι κάτοικοι του ακατάλληλου οικήματος ή υποστατικού δεν είναι αναγκασμένοι να διορθώσουν οτιδήποτε εάν δεν είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες, ενώ εάν κριθεί άκρως επικίνδυνο για κατοίκηση γίνεται η άμεση εκκένωσή του με διάταγμα δικαστηρίου.

Στον φορολογούμενο πολίτη τα έξοδα συντήρησης

Ο Δήμος Λευκωσίας αναφέρει ότι οι πρόνοιες της νομοθεσίας μπορεί να λειτουργούν σε αποδεκτά επίπεδα στη θεωρία, στην πράξη όμως δεν λειτουργούν. «Σήμερα, εάν ένας ιδιοκτήτης αρνηθεί να προβεί σε συντήρηση ή και ετήσιο έλεγχο, η ευθύνη μεταφέρεται στον Δήμο».

Σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης αρνηθεί να επισκευάσει ή να διορθώσει το «προβληματικό» υποστατικό, το οποίο μπορεί να είναι και έτοιμο να καταρρεύσει, οι πρόνοιες της υφιστάμενης νομοθεσίας δεν προωθούν την προληπτική συντήρηση των ακινήτων, αλλά περιορίζονται κυρίως σε άρση της επικινδυνότητας, όταν μια οικοδομή κριθεί επικίνδυνη. Αυτό σημαίνει ότι η νομοθεσία δεν αναγκάζει τους ιδιοκτήτες να αναπαλαιώσουν τις οικοδομές τους, αλλά απλώς να άρουν την επικινδυνότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές διατηρητέες οικοδομές να καλύπτονται με ευτελή υλικά ή να στηρίζονται με πρόχειρα υποστυλώματα, δημιουργώντας τη χείριστη εικόνα στις περιοχές όπου βρίσκονται. Αυτά τα φαινόμενα μειώνουν και την αξία των γειτονικών ακίνητων περιουσίων.

Σε περίπτωση άρνησης του ιδιοκτήτη να προβεί στις απαιτούμενες εργασίες για άρση της επικινδυνότητας της ιδιοκτησίας του, η νομοθεσία επιφορτίζει τις Τοπικές Αρχές με αυτήν την ευθύνη, ενώ το ΥΠΕΣ προώθησε το νομοσχέδιο που προνοεί μεγαλύτερες ποινές, όταν οι οικοδομές καταρρεύσουν και μετά. Κάτι το οποίο οι πλείστοι ιδιοκτήτες αφήνουν να συμβεί, αντί να προβούν σε διορθωτικές ενέργειες. Ωστόσο, αυτές οι πρόνοιες δεν λειτουργούν πάντα θετικά, αφού όταν πρόκειται για διατηρητέα υποστατικά, η κατάστασή τους μπορεί εύκολα να επιδεινωθεί από χρόνο σε χρόνο. Για να αρθεί μόνιμα η επικινδυνότητα χρειάζεται είτε ουσιαστική συντήρηση / παρέμβαση είτε ολοκληρωμένη αναπαλαίωση.

Σήμερα, εάν ένας ιδιοκτήτης αρνηθεί να προβεί σε συντήρηση ή και ετήσιο έλεγχο, η ευθύνη μεταφέρεται στον δήμο, έτσι, ο φορολογούμενος πολίτης επιβαρύνεται με το κόστος συντήρησης ή τον ετήσιο έλεγχο ενός ιδιωτικού ακινήτου. Την ίδια στιγμή διαπράττεται μια παράλογη αδικία, εφόσον τα οφέλη του συγκεκριμένου ακινήτου παραμένουν στην κατοχή του ιδιοκτήτη, όμως η συντήρηση της περιουσίας του μετακυλίεται στον συνολικό πληθυσμό και συγκεκριμένα στον φορολογούμενο πολίτη, ο οποίος θα πληρώσει μέσω φορολογίας την ανέγερση ή την επιδιόρθωση ή τη διατήρηση του υποστατικού αυτού. Η Νομοθεσία φυσικά παρέχει στην Τοπική Αρχή τη δυνατότητα να χρεώσει τους ιδιοκτήτες εφόσον προβεί σε εργασίες συντήρησης, όμως αυτό δεν αποδίδει, αφού οι πλείστοι ιδιοκτήτες δεν ανταποκρίνονται. Υπάρχει πρόνοια επιβολής διοικητικού προστίμου στον ιδιοκτήτη, μέχρι 20.000 ευρώ, αλλά ταυτόχρονα του δίδεται η δυνατότητα προσφυγής μέχρι και στο Ανώτατο Δικαστήριο.