Τα RAFALE και η άμυνα Κύπρου – Ελλάδας

Η απόκτηση των γαλλικών «Rafale» πρόσφατα από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία, τα οποία αναμφίβολα ενισχύουν την αμυντική επάρκεια των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, επαναφέρει στην επικαιρότητα το θέμα της αμυντικής θωράκισης της ημικατεχόμενης Κύπρου.

Είναι γνωστόν ότι, εκτός από τη δεκαετία του 1990, κατά την οποία υπήρξε μια πραγματική προσπάθεια ενίσχυσης της άμυνας, όπως και επιχειρησιακής σύζευξης των Ενόπλων Δυνάμεων Κύπρου - Ελλάδας με το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού χώρου, η άμυνα ως σημαντική παράμετρος της συνολικής εθνικής στρατηγικής παραμένει υποβαθμισμένη και αποδυναμωμένη.

Χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής είναι το γεγονός ότι τα χρήματα που εισπράττει το κράτος με τον Νόμο της υποχρεωτικής εισφοράς για την ενίσχυση της άμυνας διατίθενται για σκοπούς άλλους από εκείνους που αυτός ο Νόμος ορίζει! Δηλαδή, το κράτος παρανομεί κατ’ εξακολούθησιν εις βάρος μιας, υποτίθεται, μέγιστης εθνικής προτεραιότητας.

Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και συνδέεται με τη συνολική στρατηγική μας. Το ευρύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν θα πρέπει η άμυνα να αποτελεί μια κορυφαία παράμετρο της εθνικής μας στρατηγικής.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε προς εαυτούς και αλλήλους ποια είναι η πολιτική μας.

Χρειάζεται, λοιπόν, άμυνα; Και μια πολιτική όπως είχε εξαγγελθεί και άρχισε να υλοποιείται τη δεκαετία του 1990;

Είναι γεγονός ότι ο μεταδιπολικός κόσμος και οι σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές έχουν δημιουργήσει καινούρια δεδομένα. Στη διεθνή πολιτική σκηνή, στις κοινωνίες, στη διεθνή οικονομία, στην τεχνολογία και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Και, ως εκ τούτου, η εθνική μας στρατηγική πρέπει να είναι πολυδιάστατη και πολύπλευρη σε σχέση με το παρελθόν.

Είναι επίσης γεγονός ότι η θέση της Ελλάδας στην περιοχή και στην Ευρώπη ισχυροποιείται. Ακόμα και η Κύπρος, παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης πολιτικής και διπλωματικής κίνησης του Ελληνισμού μετά το 1974 που υπήρξε ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός και η τελική επιτυχής κατάληξη της ευρωπαϊκής μας πορείας, διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.Ε. και κατάλληλη βάση για προώθηση των προς τα νοτιανατολικά εξωευρωπαϊκών της συνεργασιών.

Όμως, αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις, που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή. Στην Κύπρο, 45 χιλιάδες πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες απειλούν την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού. Παραβιάζεται η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και προωθείται εποικισμός της Αμμοχώστου.

Τελικό, θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας συμπέρασμα. Επειγόντως θα πρέπει όχι μόνο να ακυρωθεί ή επιβραδυνθεί η εθνική στρατηγική της αμυντικής επάρκειας και ετοιμότητας, αλλά θα πρέπει να αναβαθμίζεται και να εκσυγχρονίζεται. Επιβάλλεται ταυτόχρονα η διατήρηση του αξιόμαχου της Εθνικής Φρουράς, κληρωτών, μονίμων στελεχών, εφέδρων και εθνοφυλάκων.

Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατιωτική στρατηγική, που θα στηρίζεται στην «αμυντική επάρκεια», στην «ευέλικτη αντίδραση» και στην ικανότητα κάλυψης του Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου σε συνδυασμό με πολυεπίπεδη πολιτική και διπλωματική παρουσία του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η απάντηση στην πρόκληση της σημερινής συγκυρίας και επιταγή που επιβάλλεται από τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.

Μέσα στις νέες συνθήκες επιβάλλεται η πολιτική της αποτροπής και της επαρκούς αμυντικής επαγρύπνησης, να επανέλθουν ως κορυφαία παράμετρος της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού.

Η συνεχής ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Κύπρου συνδεδεμένη με μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική είναι απολύτως απαραίτητες πολιτικές για την αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών δικαίων. Αν αυτό δεν συμβεί, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε μπροστά από δυσάρεστες εκπλήξεις.

Μέχρι την ώρα της διασφάλισης μιας σταθερής ειρήνης σε Ελλάδα και Κύπρο με κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων, η στρατηγική της αποτροπής με αξιόπιστη αμυντική ισχύ αποτελεί επιταγή. Κάθε άλλη αντίληψη και πρακτική θα αποδειχθεί εθνική απερισκεψία και συνταγή εθνικού αυτοχειριασμού.

Οι τελευταίες εξελίξεις, με την απροκάλυπτη από πλευράς Τουρκίας επιδίωξη λύσης δύο κρατών ή συνομοσπονδίας, η επιβουλή κατά της Αμμοχώστου, το αίολο τουρκολιβυκό σύμφωνο και οι συνεχείς προκλήσεις εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, συνηγορούν στην επείγουσα ανάγκη ισχυροποίησης του κοινού μετώπου Κύπρου και Ελλάδας.

Τελικό, θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας συμπέρασμα. Επειγόντως θα πρέπει όχι μόνο να επανέλθει η εθνική στρατηγική της κοινής άμυνας Ελλάδας - Κύπρου, που εκτείνει την παρουσία τής Ελλάδας από τον Έβρο μέχρι τα παράλια της Βηρυτού, αλλά θα πρέπει να ισχυροποιηθεί. Να αξιοποιηθεί πλήρως η Αεροπορική Βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο και να προωθηθεί η αναβάθμιση της Ναυτικής Βάσης «Ευάγγελος Φλωράκης», που θα αποτελέσει κρίσιμο και καθοριστικό έργο υποδομής τόσο για την αποτελεσματική λειτουργία του Δόγματος, όσο και για την επάνοδο της Ελλάδας σε έναν ζωτικό χώρο επιρροών και διαμόρφωσης πολιτικών ισορροπιών και ισχύος.

Καθήκον μας η οριστική αποδέσμευσή μας από ψυχώσεις και σύνδρομα εθνικής μειονεξίας και ανημποριάς.

Η εθνική αυτοπεποίθηση, μακριά και από σοβινισμούς και από ηττοπαθείς αντιλήψεις, μέσα από μια διαδικασία δυναμικής αφύπνισης και αποκατάστασης αισθήματος εμπιστοσύνης προς τις αστείρευτες δυνάμεις του καθόλου Ελληνισμού.

Η απόρριψη παγίδευσής μας σε ένα μόνιμο ιστορικό περιθώριο με ρεαλιστική κατανόηση των δεδομένων και με δημιουργική αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων.

Με συνεχώς προτεταμένο το χέρι προς τους Τουρκοκυπρίους συμπατριώτες μας, που άμεσα κινδυνεύουν ως οντότητα από το αδηφάγο τουρκικό κράτος.

Η κρίσιμη γεωπολιτική θέση Ελλάδας και Κύπρου, ο μοναδικός πλούτος του πολιτισμού και της ιστορίας μας, συνδυαζόμενα με τη θέλησή μας να εργαστούμε σκληρά, μεθοδικά και προγραμματισμένα για την ισχυροποίησή μας σε όλα τα επίπεδα, μπορούν και πρέπει να δώσουν στον Ελληνισμό όχι απλώς την προσδοκία, αλλά τη βεβαιότητα για το ελπιδοφόρο μέλλον.