Γεράσιμος Κονιδάρης

Στο σπίτι του, στην οδό Ασκληπιού 36, στην Αθήνα, δόθηκε ο Όρκος της Επιτροπής των 12 πρωτοπόρων αγωνιστών για την ελευθερία της Κύπρου, το βράδυ της 7ης Μαρτίου 1953

Κονιδάρης

Ο Γεράσιμος Κονιδάρης, από τους μεγάλους Ελλαδίτες φίλους της Κύπρου, υπήρξε ένας διά βίου ακατάβλητος αγωνιστής της Θρησκείας και της πατρίδας. Κορυφαίος καθηγητής της Θεολογίας, αλλά και βαθύς γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας, ο καθηγητής Κονιδάρης έταξε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, ελεύθερου και αλύτρωτου. Πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην προβολή του Κυπριακού και ήταν από τους πρωταγωνιστές της σύστασης της Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα το 1952. Και είχε τη μεγάλη τιμή να δοθεί στο σπίτι του, στην οδό Ασκληπιού, αριθμός 36, στην Αθήνα, ο όρκος της Επιτροπής των 12 πρωτοπόρων αγωνιστών, για την ελευθερία της Κύπρου και την Ένωση με τη Μάνα Ελλάδα.

Ο Γεράσιμος Κονιδάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1905 και πέθανε το1987. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στη συνέχεια, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο για τρία χρόνια, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας. Μετά τις σπουδές του στο Βερολίνο γύρισε στην Ελλάδα και μεταξύ των ετών 1945 -1951 υπηρέτησε ως καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε σημαντική κοινωνική και εθνική δράση. Φυλακίστηκε από τους Γερμανούς, αλλά τελικά αποφυλακίστηκε μετά από επέμβαση και εγγύηση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.

Το 1952 τον κάλεσε το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου και ανέλαβε την τακτική έδρα της Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Καθ’ όλη τη μακρά διάρκεια της καθηγεσίας του διακρίθηκε για τις εμβριθείς διαλέξεις του, που φανέρωναν τη βαθιά γνώση του στη Θεολογική Επιστήμη και τις πλούσιες γνώσεις του σε φιλοσοφικά και φιλολογικά θέματα. Εκτός από το πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο καθηγητής Κονιδάρης δίδαξε και στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες Αθήνας και Πειραιά Θεολογία, Φιλοσοφία, Φιλολογία και Θρησκειολογία.

Όταν ο καθηγητής Κονιδάρης κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα (1952), οι αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης είχαν αρχίσει να κινούνται για την προετοιμασία ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο. Ο Σάββας γνώριζε τον καθηγητή Κονιδάρη από το 1945, διότι ήταν και οι δυο δραστήρια μέλη του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Γνωστός, λοιπόν, όπως ήταν για τον πατριωτισμό και την εντιμότητά του, ο Κονιδάρης πλησιάστηκε από τον Σάββα και μυήθηκε στο μεγάλο μυστικό, που τον συγκλόνισε. Θεώρησε μεγάλη του τιμή, που του ζητήθηκε να συμμετάσχει σε αγώνα για τη λευτεριά της Κύπρου και δήλωσε πανέτοιμος να προσφέρει ό,τι του ζητηθεί, ακόμα και τη ζωή του, αν παρίστατο ανάγκη, για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Με τη μύηση και την ορκωμοσία του ο Γεράσιμος Κονιδάρης ρίχτηκε, ψυχή τε και σώματι, στον ενωτικό αγώνα της Κύπρου, την οποία αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και έμεινε πιστός στον ιερό του όρκο μέχρι τον θάνατό του, το 1987.

Μεγάλη απογοήτευση ένιωσε, όταν φανερά η κυβέρνηση Καραμανλή, με τη συγκατάθεση του Μακαρίου, εγκατέλειψε τη γραμμή της Αυτοδιάθεσης - Ένωσης και υιοθέτησε τη λύση του Κυπριακού με βάση την αυτοκυβέρνηση, λύση που επιδίωκαν Βρετανοί και Τούρκοι. Συναντήθηκε επανειλημμένα με τον Μακάριο, που αφέθηκε ελεύθερος από τις Σεϋχέλλες, και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και τον συμβούλευε ως παλιός καθηγητής και φίλος του, να μη δεχθεί λύση αυτοκυβέρνησης, διότι μια τέτοια λύση θα σήμαινε ταφόπλακα στην Ένωση, για την οποία είχαν ορκιστεί και οι δύο με 10 άλλους στο ιερό Ευαγγέλιο, μέσα στο σπίτι του. Δυστυχώς, οι συμβουλές και παραινέσεις Κονιδάρη και άλλων πολλών πατριωτών πολιτικών και επιστημόνων στην Ελλάδα και την Κύπρο, όπως και των συνεξορίστων του, Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανού, Παπάσταυρου Παπαγαθαγγέλου και Πολύκαρπου Ιωαννίδη, αγνοήθηκαν από τον Μακάριο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η Κύπρος στα δεσμά της επάρατης Ζυρίχης. Ανησυχούσε ο πατριώτης καθηγητή για τους χειρισμούς του Κυπριακού από την κυβέρνηση Καραμανλή, σε συνεννόηση πάντοτε με τον Μακάριο. Και τις ανησυχίες του δεν τις απέκρυβε. Αντίθετα τις εκδήλωνε απερίφραστα και ανυπόκριτα και τις συζητούσε με τον φίλο του, εθναρχικό Σύμβουλο Σάββα Λοϊζίδη και άλλα μέλη της Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα, που ανησυχούσαν, επίσης ζωηρά και δεν δίσταζαν να τις εκφράσουν, όχι μόνο στον Μακάριο, αλλά και στον Καραμανλή.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου πίκραναν πολύ τον καθηγητή Κονιδάρη. Τάχθηκε εναντίον τους από την πρώτη μέρα της υπογραφής τους. Ένωσε τη φωνή του με εκείνην του Αρχηγού του Απελευθερωτικού Αγώνα, Στρατηγού Γρίβα-Διγενή, και των άλλων πολιτικών και πνευματικών ανθρώπων της Ελλάδας και της Κύπρου, που χαρακτήρισαν το ζυριχικό κράτος «Αγγλοτουρκική Δουλοπαροικία» και το δοτό Σύνταγμα, «εκτρωματικό - τραγελαφικό μόρφωμα, πρωτοφανές στην παγκόσμια πολιτική ιστορία». Ως Πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», οργάνωσε διαλέξεις πάνω σε εθνικά θέματα, ανάμεσα στα οποία δεσπόζουσα θέση είχε το Κυπριακό.

Τις αναμνήσεις του από την προπαρασκευή του κυπριακού Απελευθερωτικού Αγώνα για Αυτοδιάθεση- Ένωση, ο Γεράσιμος Κονιδάρης τις εξέδωσε σε βιβλίο το 1964, με τίτλο: «Αναμνήσεις από την προπαρασκευήν του Κυπριακού Αγώνος προς Ανεξαρτησίαν». Το βιβλίο κυκλοφόρησε, όταν ο Διγενής και η Ελληνική Μεραρχία βρίσκονταν στην Κύπρο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες του κυπριακού λαού για εθνική δικαίωση. Δυστυχώς, τα εθνικά όνειρα του λαού μας και οι προαιώνιοι πόθοι του εξανεμίστηκαν με την εγκληματική απόφαση της Χούντας των Συνταγματαρχών να ανακαλέσει τον Διγενή και να αποσύρει τη Μεραρχία, υποκύπτοντας στο τουρκικό τελεσίγραφο, μετά τη μάχη της Κοφίνου, τον Νιόβρη του 1967.

Μετά την ανάκληση του Διγενή και την ταπεινωτική απόσυρση της Μεραρχίας, το ενδιαφέρον του καθηγητή Κονιδάρη για την άτυχη Κύπρο εξακολουθούσε να παραμένει ζωηρό. Διατηρούσε επαφή με τον «Έγκλειστο του Χαλανδρίου» από τη Χούντα Στρατηγό Γρίβα-Διγενή, τους αδελφούς εθνικούς αγωνιστές Σάββα και Σωκράτη Λοϊζίδη και άλλους πατριώτες, που συνέβαλαν στην ανασύσταση της Πανελλήνιας Επιτροπής Αυτοδιάθεσης Κύπρου, με πρόεδρο τον στρατηγό Δημήτρη Νότη Μπότσαρη, γόνο της ιστορικής φάρας των Μποτσαραίων του Σουλιού.

Όταν ξέσπασε η κρίση στην Εκκλησία της Κύπρου, μετά την άρνηση του Αρχιεπισκόπου στην υπόδειξη των τριών Μητροπολιτών, Πάφου Γεννάδιου, Κιτίου Άνθιμου και Κυρηνείας Κυπριανού, να παραιτηθεί από το προεδρικό αξίωμα, ο καθηγητής Κονιδάρης έσπευσε να συμβουλεύσει και τους τέσσερεις να τα βρουν μεταξύ τους. Τους υπέδειξε, μάλιστα, ανώδυνη συμβιβαστική λύση, που ικανοποιούσε όλους και θα αποτρεπόταν το σχίσμα, που τελικά, δυστυχώς, ακολούθησε. Σε μια ύστατη προσπάθειά του ήρθε στην Κύπρο και συναντήθηκε με τον φίλο του Μακάριο και τους Μητροπολίτες, διότι προέβλεπε τα δεινά που θα προκαλούσε ένα σχίσμα στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου. Στον Μακάριο, με τον οποίο διατηρούσε άριστες σχέσεις από τότε που τον είχε φοιτητή του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και η αλληλοεκτίμησή τους ήταν γνωστή στους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους, υπέδειξε να παραιτηθεί του κοσμικού αξιώματος, διότι παρέβαινε βασικούς εκκλησιαστικούς κανόνες. Δυστυχώς, δεν εισακούστηκε και ακολούθησε η καθαίρεση του Μακαρίου από τη Σύνοδο των Τριών Μητροπολιτών. Ο Μακάριος έκρινε άκυρη την καθαίρεσή του και συγκάλεσε Υπερμείζονα Σύνοδο με τη συμμετοχή ξένων αρχιερέων, η οποία έκρινε άκυρη την καθαίρεσή του και στη συνέχεια έγινε καθαίρεση των Τριών Μητροπολιτών, με το οριστικό σχίσμα στην Εκκλησία της Κύπρου.

Σε συνέντευξη που μου παραχώρησε για την εφημερίδα «ΣΗΜΕΡΙΝΗ», ο Γεράσιμος Κονιδάρης δεν απέκρυβε τη βαθύτατή του θλίψη για το σχίσμα στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου, που επηρέαζε αρνητικά σε ύψιστο βαθμό και τις εξελίξεις στο εθνικό μας θέμα. Καταλόγιζε, όπως και αρκετοί άλλοι έγκυροι κανονολόγοι καθηγητές, ευθύνες στον φίλο του Μακάριο. Επίσης, υποστήριζε ότι το Σύνταγμα της Ζυρίχης ήταν δοτό και άδικο, διότι υποβίβασε τη συντριπτική πλειονότητα του 80% των Ελλήνων της Κύπρου σε κοινότητα, ενώ αναβάθμιζε την τουρκική μειονότητα του 20% σε κοινότητα, με ίσα σχεδόν δικαιώματα με την πλειονότητα. Οι πολιτικές ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδας, τόνιζε, οφείλουν να αναγνωρίσουν την επικίνδυνη πορεία του Κυπριακού, να συνεργάζονται και να ενεργούν με ομόφωνες αποφάσεις στους χειρισμούς του μέγιστου αυτού εθνικού θέματος. Δεν απέκρυβε τη βαθύτατη θλίψη του για τα δεινά της Κύπρου, την οποία πάντοτε είχε στην καρδιά και τον νου. Καταληκτικά, ο καθηγητής Γεράσιμος Κονιδάρης τόνισε ότι: Η Κύπρος αποτελεί το προκεχωρημένο νοτιοανατολικό φυλάκιο του Ελληνισμού και, αν οι πολιτικές ηγεσίες του δεν εκτιμήσουν ορθά την πραγματικότητα αυτή, θα είναι υπόλογες στο Έθνος, για ό,τι προκύψει. Διότι, αν χαθεί η Κύπρος, σειρά θα έχουν το Αιγαίο και η Θράκη.