Πολιτισμός

Το αφήγημα της Μαργαρίτας Μαντά «Τα Υλικά του Χρόνου»: Μια ανάγνωση

ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ βιβλιαράκι από τις εκδόσεις Εστία, που τιτλοφορείται «Τα Υλικά του Χρόνου», αποτελεί αυτοβιογραφική αφήγηση αναμνήσεων και εμπειριών της παιδικής-εφηβικής ηλικίας της συγγραφέως του Μαργαρίτας Μαντά. Μου φαίνεται ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, ευχάριστο, νοσταλγικό, αλλά και στις περιγραφές παιγνιώδες ανάγνωσμα. Η αφήγηση ξεκινά με τις θύμησες και εμπειρίες της συγγραφέως, από την ηλικία των έξι χρόνων, και φτάνει με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για τη ζωή της, οι οποίες ανασύρονται από συσσωρεύσεις μνήμης που αποθεματοποίησε στη διαδρομή της, ως την έκτη τάξη του γυμνασίου. Όταν δηλαδή γίνεται 18 χρονών. Τον Οκτώβριο του 1981 μπαίνει στο πανεπιστήμιο. Το ευτυχές αυτό γεγονός «δεν προλαβαίνει να το δει» ο παππούς της, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της περιπέτειάς της και κεντρικός ήρωας των πασχαλινών και καλοκαιρινών διακοπών της, στο νησί καταγωγής του πατέρα της, τις Σπέτσες.

ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ της Μαντά είναι απολαυστικό, γεμάτο μνήμες και γλυκιές αναμνήσεις. Αναπόφευκτα όλα, λίγο-πολύ, παραπέμπουν και στις δικές μας ανάλογες εμπειρίες. Πολλά κεφάλαια τα βρήκα αρκετά ενδιαφέροντα, πολύ καλογραμμένα και ανάλογα ευχάριστης ανάγνωσης. Στην περιγραφή των καλοκαιρινών διακοπών (πάντοτε διαρκείας), πριν μπει στο δημοτικό (περίπου όταν ήταν 10 χρόνια νεότερη από εμένα, όταν βίωσα την ίδια εμπειρία), αναφέρει τα εξής:

«Το καλοκαίρι, πριν πάω σχολείο στην πρώτη δημοτικού, ένα διαστημόπλοιο που το λένε ‘‘Απόλλων’’ φεύγει από τη Γη και καταφέρνει να φτάσει στη σελήνη. Τη λέξη ‘‘σελήνη’’ την μαθαίνω για πρώτη φορά εκείνο το καλοκαίρι, που ξαφνικά όλος ο κόσμος, αντί να λέει τη λέξη ‘‘φεγγάρι’’, που ξέρουμε όλοι, λέει τη λέξη ‘‘σελήνη’’, που δεν την ξέρουμε όλοι».

ΕΚΕΙΝΟ το καλοκαίρι, όταν το τρανζιστοράκι μετέδιδε την είδηση, εγώ ήμουν καθισμένος κάτω από τους μαυρόπευκους, στο μονοπάτι Αταλάντη του Τροόδους, στην κατάληξή του απέναντι από τον συνοικισμό του Χρωμίου, ακριβώς κάτω από τη Χιονίστρα. Μου θύμισε, ακριβώς, εκείνο το καλοκαίρι της ανθρώπινης βόλτας στο φεγγάρι, λέγοντάς μας πως:

«Αυτό το διαστημόπλοιο πάει λοιπόν στη σελήνη και για πρώτη φορά κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να πατήσουν και να περπατήσουν στο φεγγάρι που είναι η σελήνη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν περπατάνε ακριβώς, πιο πολύ πετάνε γιατί στη σελήνη φεγγάρι δεν υπάρχει ‘‘βαρύτητα’’».

ΑΝΑΛΟΓΕΣ αναμνήσεις καλοκαιρινών διακοπών αναδύονται μέσα από τις επισκέψεις του παππού, της ίδιας και του αδελφού της, στο μοναδικό περίπτερο- βιβλιοπωλείο των Σπετσών του περίφημου Τσαπάρα, όπως επισημαίνει. Αυτά που γράφει παρακάτω, είναι, για μένα, συγκλονιστικά (όσο κι αν ακούγεται παράδοξο):

«Ο Τσαπάρας πουλάει εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, χάρτες, τουριστικούς οδηγούς, γόμες, μολύβια, ξύστρες, τετράδια και όλα, μα όλα τα μίκυ μάους που υπάρχουν και στην Αθήνα. Τον Μικρός Ήρως, τον Μίκυ, την Πάττυ, τη Μανίνα, τον Μπλεκ, την Κατερίνα, τη Σούπερ Κατερίνα, τον Πόλντο, τον Σούπερ Γκούφυ, τον Λούκυ Λουκ. Ο κύριος Μιχάλης είναι κουμπάρος του παππού και το μαγαζί του είναι για μας ο παράδεισος και ο τόπος της μυστικής συνωμοσίας ανάμεσα στον παππού και εμάς, ενάντια στις οδηγίες του μπαμπά. Γιατί ο μπαμπάς, όπως και η μαμά, απαγορεύει στον παππού να μας παίρνει όλων των ειδών τα μίκυ μάους κάθε μέρα. Επιτρέπει μόνο κάποια από αυτά μία φορά την εβδομάδα. Αλλά ο παππούς μάς παίρνει όλα τα μίκυ μάους που θέλουμε κάθε μέρα από τον κύριο Μιχάλη και μας βοηθάει να βρούμε κρυψώνες στο σπίτι να τα κρύβουμε για να μην ανακαλύψει ο μπαμπάς ούτε εμάς ούτε τον παππού».

ΠΡΑΓΜΑΤΙ, όλα τα έντυπα καλούδια που αναφέρει, παραπέμπουν στις δικές μου καλοκαιρινές επισκέψεις σε κάποια μαγαζιά στον Πρόδρομο (εκεί στην πλατεία και στον Κάτω Δρόμο), απ’ όπου προμηθευόμουνα τεύχη του Μικρού Ήρωα, του Μίκυ Μάους αλλά και σειρές Κλασικών Εικονογραφημένων και άλλα. Ήταν επίσης και οι επισκέψεις μου στα μαγαζιά της πλατείας Τροόδους (θυμάμαι, χαρακτηριστικά, τα News Stands στα μαγαζιά του «Φεραίου», απ’ όπου προμηθευόμουνα κάποιες αγγλικές εκδόσεις του Superman, αλλά και κάποια άλλα εγγλέζικα βιπεράκια. Ορισμένα από αυτά εξακολουθούν να βρίσκονται στη συλλογή μου (δυστυχώς τους Μικρούς Ήρωες και Κλασικά Εικονογραφημένα, τα μοίρασε η μάνα μου σε προσφυγόπουλα, μετά την εισβολή, όπως διαπίστωσα αργότερα με πόνο ψυχής), όπως για παράδειγμα το Dam Busters, με πολύ ενδιαφέρουσες φωτογραφίες των φραγμάτων που οι σύμμαχοι βομβάρδιζαν προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Γερμανία, για να καταστρέψουν τη γερμανική βιομηχανία.

ΑΛΛΑ, ας περάσουμε τώρα σ’ αυτό που θα έλεγα ότι είναι μια κάποια πολιτικοϊστορική επισήμανση που προκύπτει, μέσα από το όμορφο αφήγημα της Μαντά. Στις σελίδες 135-141 του βιβλίου παρουσιάζεται μια ιδιάζουσα περιγραφή της βιωματικής εμπειρίας της Μαντά στις Σπέτσες, το καλοκαίρι του 1974.Ήταν τότε που «Όλοι οι μεγάλοι ακούνε συνέχεια ειδήσεις στα ραδιόφωνα, μιλάνε κρυφά μεταξύ τους και λένε ‘‘θεός φυλάξοι Παναγιά μου’’» και συνεχίζει παρακάτω για να περιγράψει τα γεγονότα, όπως συνέβησαν, ανήμερα του Προφήτη Ηλία το 1974. Περιγραφές πολύ λιτές, αλλά εξαιρετικά λεπτομερείς στη συναισθηματική φόρτιση που παράγουν, καθώς και στην ατμόσφαιρα που διαμόρφωναν αυτά τα γεγονότα, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού:

«Το πρωί που είναι να πάμε στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, ο μπαμπάς παίρνει πολύ νωρίς τηλέφωνο και ξυπνάει τον παππού και μιλάνε, κι η γιαγιά φωνάζει ‘‘ου ου Βαγγελίστρα μου’’ κι ο παππούς ανεβαίνει επάνω να μας ξυπνήσει χωρίς χάδια και μας λέει να μην το κουνήσουμε ρούπι απ’ το σπίτι.

Μετά αρχίζουν να βαράνε οι καμπάνες του Άγιου Γιάννη κι η κυρία Μπέμπα να φωνάζει πίσω απ’ τη μάντρα και μετά η Βαγγελιώ να φωνάζει απ’ την αυλή της κι όλη η γειτονιά βγαίνει έξω και βαράνε κι όλες οι καμπάνες απ’ όλες τις εκκλησίες κι όλοι μαζί φωνάζουνε ‘‘πόλεμος, πόλεμος’’ κι απ’ όλα τα ραδιόφωνα ακούγεται η άγνωστη λέξη ‘‘επιστράτευση’’».

ΠΑΡΑΚΑΤΩ γίνεται ακόμα μια συγκλονιστική περιγραφή των γεγονότων, που παρουσιάζει βιωματικά έτσι:

«Το βράδυ όλη η γειτονιά πάει στου Πάτραλη που έχει τηλεόραση. Βγαίνει πάλι εκείνος ο κύριος με τη στρατιωτική στολή και τα μαύρα γυαλιά που τον λένε ‘‘Φαίδων Γκιζίκης’’ και τον είχαμε πρωτοδεί τον περασμένο χειμώνα που δεν έγινε τελικά πόλεμος. Λέει κάτι που δεν ακούμε γιατί όλοι φωνάζουνε και μουτζώνουνε και βρίζουνε τους Τούρκους και τσακώνονται γιατί ‘‘πάλι στην Ελλάδα σκατά τα κάναμε’’ και λένε τι θα κάνανε αυτοί για να μη γίνουνε πάλι όλα σκατά στην Ελλάδα.

»Μετά η τηλεόραση παίζει μόνο εμβατήρια και η μισή γειτονιά μαζεύεται στην αυλή μας κι ο παππούς κόβει πεπόνι και κεφαλοτύρι και κάθονται όλη νύχτα και μιλάνε και κανείς δεν μας λέει να πάμε για ύπνο μέχρι που πάμε όλοι μας γιατί κανένας δεν μας απαντάει σ’ αυτά που ρωτάμε κι όλοι ασχολούνται μόνο με τον πόλεμο».

ΤΟΤΕ, πρώτη μέρα της τουρκικής εισβολής, που είχα καταταγεί στην αεροπορία και θυμάμαι τα χαράματα της αποφράδας εκείνης μέρας που με μετέφερε ο πατέρας μου στην αεροπορική βάση Λακατάμειας, στην οποία πέρασα από τα στρατόπεδα του μηχανοκίνητου πεζικού αντί από την κεντρική πύλη. Φοβόμουνα τυχόν βομβαρδισμό της Βάσης, εκείνο το παράξενα τραγικό πρωινό του Ιουλίου. Και, βεβαίως, τα εμβατήρια δεν έπαυαν να παράγουν ηχητικά κύματα διαφόρων ντεσιμπέλ, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και το βράδυ (κάτι που συνέχισε για πολλές άλλες μέρες, χωρίς, ωστόσο, να προκαλεί τον ενθουσιασμό που επιδίωκαν). Τον εχθρό ποτέ δεν τον «ρίξαμε στη θάλασσα». Μας περιγράφει επίσης ότι:

«Οι βεγγέρες τα βράδια στην αυλή μας αλλάζουν. Ο παππούς και οι γείτονες που μαζεύονται μιλάνε πιο λίγο μεταξύ τους και βλέπουνε πιο πολύ την τηλεόραση που δείχνει συνέχεια τον Καραμανλή κι άλλους πολιτικούς που λένε συνέχεια τη λέξη ‘‘Δημοκρατία’’ και τη λέξη ‘‘Εκλογές’’ που δεν τις έχουμε ξανακούσει ποτέ, ούτε από το ραδιόφωνο ούτε από την τηλεόραση.

»Μερικοί από τους μπαμπάδες των φίλων μας που φύγανε για τον πόλεμο γυρίζουνε πίσω και λένε πως τελικά δεν πήγανε ποτέ στον πόλεμο αλλά περιμένανε όλο το καλοκαίρι σε κάτι στρατόπεδα μέσα στη ζέστη».

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ για τον περίφημο πόλεμο, αυτόν τον αδιευκρίνιστο και αδιόρατο πόλεμο, τον οποίο η Μαντά δεν προσδιορίζει πού διεξάγεται, πέρα από το ότι είναι κάποιος πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων (που τελικά δεν έγινε ποτέ), αν και στην Κύπρο, εκεί όπου έγινε, ήταν ένας πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων, της Κύπρου και της Τουρκίας και ήταν ένας πόλεμος πλήρης και ολοκληρωτικά καταστροφικός. Η περιγραφή των εκείνων των ημερών, όπως βιώθηκαν στις Σπέτσες, ολοκληρώνεται με τα εξής, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στην Κύπρο, που την κατασπάραζαν οι Τούρκοι, επειδή, όπως λέει η Μαντά «πάλι στην Ελλάδα σκατά τα κάναμε»:

«Ένα πρωί ξυπνάμε πάλι από τα ραδιόφωνα και από τις καμπάνες που ξαναχτυπάνε και τώρα όλοι φωνάζουνε ‘‘Ε-ε-έρχεται, Ε-ε-έρχεται’’ και τρέχουνε με τα μηχανάκια στους δρόμους κορνάροντας κι αγκαλιάζονται και φιλιούνται κι εμείς ρωτάμε ποιος έρχεται αλλά πάλι κανείς δεν μας απαντάει και δεν μας δίνει σημασία».

ΑΥΤΟ, λοιπόν, το κεφάλαιο τελειώνει ούτω πως. Χωρίς καμιάν αναφορά για τον πραγματικό πόλεμο, αυτόν στην Κύπρο. Και την καταστροφή της. Είναι ή δεν είναι αυτό μία σημειολογικά σαφέστατη λογοτεχνική απαξίωση της ιστορίας και των γεγονότων της καταστροφής της Κύπρου, από, κατά τα άλλα, πολύ αξιόλογους πεζογράφους; Γιατί άραγε; Μήπως επειδή, το ούτω καλούμενο Εθνικό Κέντρο, στην πραγματικότητα, ουδέποτε κατανόησε τη γεωπολιτική και πολιτισμική αξία της Κύπρου για ολόκληρο τον Ελληνισμό; Η Κύπρος και το Κυπριακό, φαίνεται να μην εντάσσονται, ενδεχομένως, στην πολιτική ορθότητα, όπως προσλαμβάνεται από την ελληνική κοινωνία και διανόηση τις τελευταίες δεκαετίες (Δεν νομίζω, γι’ αυτό, να ευθύνονται μόνο οι Ελλαδίτες). Κάποιος πρέπει να ερμηνεύσει το πώς θα μπορεί η Ελλάδα να διατηρήσει το Αιγαίο (ως έχει σήμερα), αν το πάλαι ποτέ Εθνικό Κέντρο, εν τῇ ενδείᾳ του, επιτρέψει να απολέσει ο ελληνισμός την Κύπρο. Είμαι σίγουρος πως είναι φανερό, ότι δεν υπάρχει τίποτα το εθνικιστικό σε αυτά που μόλις έχω αναφέρει. Στην πραγματικότητα, μου φαίνονται απλώς διαπιστώσεις και διατυπώσεις κυνικού ρεαλισμού.

ΑΥΤΗ η παρατήρηση, δεν μπορεί παρά να με παραπέμψει σε κάποιες παρατηρήσεις στα προφητικά κείμενα του Κωστή Χατζηκωστή, που για χρόνια μας προειδοποιεί για την ανάγκη «η Ελλάδα ν’ αντιληφθεί ότι η Κύπρος είναι το 75% της Στρατηγικής της δύναμης. Αν χαθεί η Κύπρος, θα χαθεί και το μισό Αιγαίο και όχι μόνον. Πρέπει να σοβαρευτεί η Ελλάδα. Μας χρωστά πολλά. Και πρέπει να αφιερώνει χρόνο και να συμβάλλει υπεύθυνα στους εθνικούς αγώνες και στην προσπάθεια σωτηρίας της Κύπρου. Όσα προβλήματα κι αν έχει η ίδια, όσο τσαλακωμένη κι αν είναι σήμερα. Γιατί και η στρατηγική ισχύς της Ελλάδος είναι η Ελεύθερη και Ανεξάρτητη Κύπρος. Μετά την εκκωφαντική αποτυχία στην Ελβετία, οι Έλληνες πρέπει να αφυπνισθούν, προτού τους ξυπνήσουν οι τουρκικοί αλαλαγμοί νέων εθνικών συμφορών» (Από το άρθρο του Κωστή Χατζηκωστή «Μετά την Ελβετία», που δημοσιεύθηκε στις 9/7/2017, στην εφημερίδα «Σημερινή»).

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ από την πιο πάνω παρατήρηση, τα «Υλικά του Χρόνου» της Μαργαρίτας Μαντά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και καλογραμμένο αφήγημα, που αξίζει να διαβάζεται. Είναι μαρτυρία εποχής, που κατατίθεται με καθαρότητα και εντιμότητα, λιτού λόγου.


*Χρηματοοικονομικός Επίτροπος