151 υιοθεσίες στην Κύπρο την τελευταία τριετία
Ποια η οδός για να υιοθετήσει ένα ζευγάρι ή ένα μονήρες άτομο παιδί είτε από την Κύπρο είτε από εξωτερικό - Χρονοβόρες διαδικασίες και μία νομοθεσία που χρήζει εκσυγχρονισμού

Η υπογονιμότητα κτυπά την πόρτα σε όλο και πιο νεαρά ζευγάρια με την πάροδο του χρόνου. Αρκετά από αυτά καταφεύγουν σε πολυέξοδες θεραπείες υπογονιμότητας και άλλα προχωρούν σε άλλες διαδικασίες, όπως οι δότες σπέρματος ή ωαρίων. Αν και αυτές είναι οι πρώτες προσπάθειες για απόκτηση παιδιών όσων έχουν μέχρι και ελάχιστες πιθανότητες σύλληψης, υπάρχουν ζευγάρια ή ακόμα και μονήρη άτομα τα οποία δεν θα καταφέρουν ποτέ να κυοφορήσουν, ενώ από την άλλη υπάρχουν τόσα πολλά παιδιά στον κόσμο που είτε έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους ή τους έχουν χάσει και αναζητούν μια οικογένεια. Την ίδια ώρα, πολλά είναι τα ομόφυλα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν ακόμα περισσότερες δυσκολίες ώστε να αποκτήσουν το δικό τους παιδί, ειδικά αν δεν επιθυμούν να προχωρήσουν με δότες και παρένθετες μητέρες κ.λπ. Άλλη μια κατηγορία ανθρώπων που φυσικά έχουν δικαίωμα στην οικογένεια είναι τα μονήρη άτομα. Για τις γυναίκες μονήρεις είναι μια λίγο πιο εύκολη διαδικασία εάν έχουν πιθανότητες σύλληψης με δότη σπέρματος, αν όμως όχι, είναι εξίσου δύσκολη όπως και αυτή για μονήρεις άνδρες που θέλουν να αποκτήσουν το δικό τους παιδί και θα πρέπει να προχωρήσουν στη διαδικασία υιοθεσίας. Παράλληλα, σε διαδικασία υιοθεσίας μπορεί να προχωρήσει και ο σύντροφος της μητέρας ενός παιδιού ή η σύντροφος ενός πατέρα. Όλα αυτά όμως χρειάζονται μια πολυδιάστατη διαδικασία, η οποία επιτηρείται με ακρίβεια από τον νόμο και το Γραφείο Ευημερίας.
Η διαφορά της αναδοχής από την υιοθεσία
Άλλη μια μορφή υιοθεσίας είναι και η ανάδοχη οικογένεια. Οι διαφορές ανάμεσα στην υιοθεσία και στον Ανάδοχο Γονέα είναι ότι η αναδοχή είναι η παροχή εναλλακτικής οικογενειακής φροντίδας σε παιδιά και εφήβους, που απομακρύνονται, για κάποιο χρονικό διάστημα, από τη βιολογική τους οικογένεια για λόγους προστασίας τους και τίθενται υπό τη νομική φροντίδα της Διευθύντριας των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Στις ανάδοχες οικογένειες καταβάλλονται μηνιαία τροφεία και έκτακτα χορηγήματα για κάλυψη βασικών και ιδιαίτερων αναγκών των παιδιών. Από την άλλη, η υιοθεσία είναι μία νομική διαδικασία, η οποία καθιστά το παιδί που δεν μπορεί να ζήσει με τη δική του οικογένεια, μόνιμο μέλος της οικογένειας που το υιοθετεί ωσάν να είχε γεννηθεί σε αυτήν. Οι υιοθετούντες γίνονται οι νέοι γονείς, που δεν διαφέρουν νομικά από του φυσικούς/βιολογικούς γονείς εφόσον η υιοθεσία είναι αμετάκλητη.
Πότε ένα παιδί δίνεται για υιοθεσία
Όπως αναφέρουν στη «Σημερινή» οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, κατά τα έτη 2019-2021 έχουν γίνει 151 νόμιμες υιοθεσίες στην Κύπρο, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διακρατικές. Κάθε παιδί πρέπει να μεγαλώνει μαζί με τη βιολογική του οικογένεια ή μέλη αυτής για μια ομαλή παιδική ηλικία. Αυτή άλλωστε είναι και η προτεραιότητα της Πολιτείας μας αφού οι αρμόδιες υπηρεσίες φροντίζουν για την ευημερία παιδιών σε κάθε οικογένεια παρέχοντας προστασία σε όσα μπορεί να κακοποιούνται, να μην τα φροντίζουν σωστά κ.ο.κ.. Έτσι, λοιπόν, η ΚΔ, ως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε ένα παιδί να παραμείνει υπό την επιμέλεια της οικογένειας καταγωγής του, κάτι που ορισμένες φορές δεν είναι εφικτό αφού υπάρχουν περιπτώσεις που αποτυγχάνουν όλες οι προσπάθειες υποστήριξης μιας οικογένειας για να φροντίσει το παιδί της. Άλλες φορές, όταν κάτω από συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες κρίνεται ότι για το συμφέρον του παιδιού δεν είναι δυνατό να παραμείνει στο περιβάλλον του, τότε η Πολιτεία οφείλει να αναζητήσει άμεσα εναλλακτικά μέτρα προστασίας του παιδιού. Τα μέτρα αυτά είναι: α) Να αναληφθεί η ευθύνη για το παιδί από μιαν ανάδοχη οικογένεια, β) να αναληφθεί η ευθύνη για το παιδί από κατάλληλο ίδρυμα και γ) να δοθεί το παιδί για υιοθεσία. Η Πολιτεία και το κράτος οφείλουν να διασφαλίσουν την επιλογή της καταλληλότερης λύσης για το παιδί, η οποία πρέπει πρώτιστα να λαμβάνει υπόψη την επιθυμία του ίδιου του παιδιού όταν η ηλικία του το επιτρέπει.
Οι ΥΚΕ αρμόδιες για τις υιοθεσίες
Η υιοθεσία είναι μία νομική πράξη, όπου το ανήλικο παιδί δεν μπορεί να ζήσει με τη βιολογική του οικογένεια ή συγγενικό του πρόσωπο για τον οποιοδήποτε λόγο. Έτσι το παιδί δίνεται σε οικογένεια που επιθυμεί να υιοθετήσει και πλέον παρέχονται σε αυτούς και μόνο σ’ αυτούς όλα τα δικαιώματα φυσικών γονέων. Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των φυσικών γονιών έναντι τού προς υιοθεσία παιδιού μεταβιβάζονται στους υιοθετούντες γονείς αμέσως μετά την έκδοση του διατάγματος υιοθεσίας από το Δικαστήριο. Η πράξη αυτή είναι αμετάκλητη.
Στην Κύπρο οι νόμοι που καλύπτουν τη διαδικασία υιοθεσίας είναι: α) ο Περί Υιοθεσίας Νόμος του 1995, Ν.19(I)/95, ο οποίος ρυθμίζει τις εθνικές υιοθεσίες και ο β) Περί της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών και για τη Συνεργασία αναφορικά με Διακρατική Υιοθεσία (Κυρωτικός) Νόμος του 1994, Ν 26 (III)/94, ο οποίος ρυθμίζει τις διακρατικές υιοθεσίες.
To αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην Κύπρο έχει την ευθύνη της πολιτικής για θέματα Υιοθεσιών, ενώ η αρμόδια υπηρεσία που εφαρμόζει την πολιτική για την υιοθεσία μέχρι σήμερα είναι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ). Οι ΥΚΕ έχουν επίσης εξουσιοδοτηθεί για να ενεργούν ως η Κεντρική Αρχή Υιοθεσιών της Κύπρου για την εφαρμογή και παρακολούθηση της σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών. Επίσης, οι λειτουργοί είναι υποχρεωμένοι βάσει νόμου να ενεργούν για την προστασία των παιδιών και να διαφυλάσσουν τα συμφέροντά τους πριν, κατά και μετά την υιοθεσία, ενώ οι λειτουργοί παρέχουν υπηρεσίες σε οικογένειες και µετά την έκδοση διατάγµατος υιοθεσίας όταν τις χρειάζονται και τις ζητήσουν.
Υιοθεσία παιδιών από άλλες χώρες
Η Κύπρος ως μέλος της ΕΕ, μέλος της Σύμβασης των ΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού αλλά και της Σύμβασης της Χάγης αναφορικά με τη Διακρατική Υιοθεσία, είναι υποχρεωμένη και δεσμευμένη να προστατεύει τα παιδιά τα οποία υιοθετούνται στην Κύπρο. Οι διακρατικές υιοθεσίες, όπως ονομάζονται σε αυτές τις περιπτώσεις, μεταξύ Κύπρου και άλλων χωρών, είναι αυτές όπου ένα παιδί κατοικεί σε συμβαλλόμενο κράτος -στο κράτος καταγωγής δηλαδή- και έχει μετακινηθεί, μετακινείται ή πρόκειται να μετακινηθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.
Για να μπορέσει ένα ζευγάρι, μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου, να προχωρήσει σε διακρατική υιοθεσία, θα πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν περισσότερες πρόνοιες για τη διαδικασία αυτή. Κάποιες από αυτές είναι: α) Να καθιερώσει εγγυήσεις ότι οι διακρατικές υιοθεσίες πραγματοποιούνται προς εξυπηρέτηση των καλύτερων συμφερόντων του παιδιού και με σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματά του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από το διεθνές δίκαιο, β) να καθιερώσει ένα σύστημα συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών προς εξασφάλιση του ότι οι εγγυήσεις αυτές τυγχάνουν σεβασμού και με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται η απαγωγή, πώληση ή εμπορία παιδιών και γ) να διασφαλίσει την αναγνώριση στα συμβαλλόμενα κράτη των υιοθεσιών που έγιναν σύμφωνα με τη Σύμβαση. Ο κατάλογος των χωρών της Σύμβασης τροποποιείται ανάλογα με την προσχώρηση νέων κρατών στη λίστα που δημοσιεύουν οι ΥΚΕ.
Περαιτέρω, οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είναι υποχρεωμένοι σε αυτές τις υιοθεσίες να ενεργούν προς τον Λειτουργό Μετανάστευσης, ώστε το παιδί που έχει υιοθετηθεί µε βάση τη Σύµβαση να εξουσιοδοτηθεί να εισέλθει στην Κύπρο, ενώ επίσης ενηµερώνουν και το κράτος καταγωγής για την πρόοδο του παιδιού µετά την υιοθεσία, αν το κράτος αυτό το απαιτήσει.
Ποια η διαδικασία υιοθεσίας
Εφόσον ένα ζευγάρι έχει αποφασίσει να αποκτήσει παιδιά μέσω της υιοθεσίας, θα πρέπει να υποβάλει αίτηση στο κοντινότερο του Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας. Εκεί, σε συνεργασία με τον Λειτουργό Ευημερίας, θα γίνει μελέτη καταλληλότητας ζευγαριού, ώστε να αποδειχθεί η ετοιμότητά τους για τον γονεϊκό ρόλο και να προετοιμαστούν κατάλληλα με τη βοήθεια του Λειτουργού. Ο Λειτουργός είναι υπόχρεος να εξετάσει τους αιτητές ως προς το ατομικό και οικογενειακό τους ιστορικό, το ιστορικό του γάμου τους, τις συνθήκες διαβίωσής τους, την οικονομική τους κατάσταση, τη στάση απέναντι στο θέμα της ατεκνίας τους, τα κίνητρά τους για υιοθεσία, την ικανότητά τους να ασκήσουν ικανοποιητικά τον γονεϊκό ρόλο, το ιατρικό ιστορικό τους, τη στάση απέναντι στην υιοθεσία και ιδιαίτερα ως προς την ενημέρωση του παιδιού για την καταγωγή του και τις ευκαιρίες πρόσβασής του με τους βιολογικούς του γονείς. Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία καταλληλότητας ενός ζευγαριού ή και μονήρους ατόμου για υιοθεσία και αφού αξιολογηθούν ως κατάλληλοι, μπορούν να προχωρήσουν στην εξεύρεση παιδιού είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Υιοθεσίας Νόμου 19(I)/95, αίτηση για υιοθεσία μπορούν να υποβάλουν ζευγάρια ή μονήρη άτομα που όμως ο ένας εξ αυτών είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου ή είχε τη διαμονή του στη Δημοκρατία δύο χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησης. Επίσης δικαίωμα υποβολής αίτησης για υιοθεσία έχουν πρόσωπα ή πρόσωπο που ένα από αυτά έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του και το Δικαστήριο κρίνει ότι η υιοθεσία δεν συνεπάγει κινδύνους για το υιοθετούμενο παιδί και είναι γενικά προς το συμφέρον του, αν ληφθεί υπόψη η διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετουμένου. Διάταγμα υιοθεσίας μπορεί να εκδοθεί και μετά από αίτηση ενός μόνο προσώπου που δεν είναι έγγαμο, αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι. Επίσης οποιοδήποτε πρόσωπο επιθυμεί να υιοθετήσει χωρίς να έχει υπόψη συγκεκριμένο παιδί, έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση στο Γραφείο Ευημερίας της Επαρχίας στην οποία διαμένει, με την οποία να ζητά την ετοιμασία έκθεσης σχετικά με την καταλληλότητά του να υιοθετήσει. Μέσα σε 6 μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης, ο Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών έχει υποχρέωση να του επιδώσει αντίγραφο της έκθεσης αυτής. Αν ο αιτητής διαφωνεί με το περιεχόμενό της, μπορεί να αποταθεί με αίτηση στο Δικαστήριο, το οποίο και αποφασίζει σχετικά.
Χρονοβόρες οι διαδικασίες
Για την υιοθεσία παιδιού που βρίσκεται στην Κύπρο υποβάλλεται αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο, το οποίο αποφασίζει με βάση την έκθεση κοινωνικής μελέτης που κατατίθεται από τον Λειτουργό ΥΚΕ. Για υιοθεσία παιδιού από χώρα του εξωτερικού, η αίτηση υποβάλλεται στη Διευθύντρια των ΥΚΕ, οι οποίες έχουν οριστεί ως η Κεντρική Αρχή Υιοθεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, ο χρόνος εξεύρεσης παιδιού και έκδοσης τελικού διατάγματος υιοθεσίας μπορεί να κυμαίνεται από δύο μέχρι και τρία χρόνια. Επειδή στην Κύπρο τα παιδιά που γεννιούνται και δίνονται για υιοθεσία είναι πολύ περιορισμένα, τα περισσότερα ζευγάρια αποτείνονται στο εξωτερικό για υιοθεσία παιδιού, όπου οι διαδικασίες είναι αρκετά χρονοβόρες. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι για να γίνει αποδεκτή μια αίτηση διακρατικής υιοθεσίας από την Κεντρική Αρχή μιας χώρας που έχει παιδιά διαθέσιμα για υιοθεσία θα πρέπει να συνοδεύεται, εκτός από την έκθεση καταλληλότητας του ζεύγους για υιοθεσία, με ένα μεγάλο αριθμό εγγράφων, αφού προηγουμένως μεταφραστούν και πιστοποιηθούν ως έγκυρα έγγραφα. Στη συνέχεια, αφού η αίτηση γίνει αποδεκτή, η Κεντρική Αρχή της άλλης χώρας προβαίνει στη διαδικασία του συνταιριάσματος του ζεύγους με ένα παιδί που είναι διαθέσιμο για σκοπούς υιοθεσίας. Το στάδιο αυτό κρίνεται και το πιο σημαντικό και ουσιαστικά θεωρείται το πιο χρονοβόρο, αφού πρόκειται για τη σημαντικότερη απόφαση που λαμβάνεται και που διασφαλίζει ότι η υιοθεσία θα είναι προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στα αιτήματα που λαμβάνονται για υιοθεσία, γεγονός που υποδεικνύει ότι στην Κύπρο έχουν αρχίσει να ξεπερνιούνται οποιεσδήποτε τυχόν προκαταλήψεις υπήρχαν στο παρελθόν αναφορικά με τον θεσμό της υιοθεσίας.
Καθυστερεί ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας
Σε δημόσια διαβούλευση βρίσκεται εδώ και χρόνια το Υπουργείο Εργασίας, ώστε να εκσυγχρονίσει τον Περί υιοθεσίας νόμο, ο οποίος ισχύει από το 1995. Το σχετικό νομοσχέδιο αλλάζει συνεχώς χέρια, αφού από το Υπουργείο Εργασίας «φεύγει» για τη Νομική Υπηρεσία για νομοτεχνικό έλεγχο, ενώ παράλληλα ελέγχεται και από το νεοσύστατο Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Ο εκσυγχρονισμός μιας τέτοιας νομοθεσίας δεν είναι εύκολη υπόθεση εφόσον αφορά ευάλωτα παιδιά αλλά και γονείς, όμως πολλά ζευγάρια και μονήρη άτομα σήμερα ταλαιπωρούνται με τις διαδικασίες υιοθεσίας στον απόηχο της αναμονής για τον αναθεωρημένο νόμο.
Η εκσυγχρονισμένη νομοθεσία θα αποτελεί ένα πλήρες νομοθετικό πλαίσιο με σκοπό να διασφαλίσει τα συμφέροντα του παιδιού. Παράλληλα, η νομοθεσία θα λαμβάνει υπόψη όλα τα σύγχρονα διεθνή κείμενα και συμβάσεις όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η Σύμβαση της Χάγης για την Προστασία των Παιδιών και τη συνεργασία αναφορικά με τη Διακρατική Υιοθεσία και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού.