Αναλύσεις

Διαχειρίσιμη η άμεση έκθεση των τραπεζών της Ευρωζώνης σε Ρωσία και Ουκρανία

Η άμεση έκθεση των τραπεζών της Ευρωζώνης στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη, αλλά και συγκεντρωμένη σε μερικά τραπεζικά συστήματα – Δηλαδή δεν είναι διάχυτη. Η συνολική έκθεση των ξένων τραπεζών σε Ρωσία και Ουκρανία αντιστοιχεί σε €105 δισ., σύμφωνα με στοιχεία της Bank of International Settlements, με τις γαλλικές, ιταλικές, αυστριακές και αμερικανικές τράπεζες να απαρτίζουν το 75% αυτής της έκθεσης

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σε συνδυασμό με τις κυρώσεις τις οποίες επέβαλε η Δύση στη Ρωσία δημιούργησαν ένα κλίμα αβεβαιότητας σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της Eυρωζώνης. Με το πέρας της κρίσης του κορωνοϊού βρισκόμαστε, σχεδόν αμέσως, αντιμέτωποι με μια νέα πιθανή κρίση. Οι πιθανές επιπτώσεις από αυτήν τη νέα πιθανή οικονομική κρίση είναι πολυδιάστατες τόσο για την οικονομία της Eυρωζώνης, όσο και για το τραπεζικό σύστημα. Γι’ αυτόν τον λόγο, θα χρειαστεί μια σειρά άρθρων για να εξετάσουμε τις πιθανές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. Σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθούμε στις άμεσες εκθέσεις των τραπεζών σε Ρωσία και Ουκρανία, με τον αντίκτυπο από μια πιθανή πλήρη διαγραφή τους να φαίνεται πως είναι διαχειρίσιμος. Σε επόμενα άρθρα θα επικεντρωθούμε στις πιθανές επιπτώσεις «δεύτερου βαθμού» για τις τράπεζες και την οικονομία της Ευρωζώνης, οι οποίες αφορούν πιθανές αλλαγές στην ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών, το ενδεχόμενο η Ευρωζώνη να εισέλθει σε μια περίοδο ύφεσης και, ακόμη χειρότερα, σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού (υψηλός πληθωρισμός, χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και υψηλό ποσοστό ανεργίας).

Η άμεση έκθεση συγκεντρώνεται σε ορισμένα τραπεζικά συστήματα στην Ευρωζώνη

Η άμεση έκθεση των τραπεζών της Ευρωζώνης στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη, αλλά και συγκεντρωμένη σε μερικά τραπεζικά συστήματα - δηλαδή δεν είναι διάχυτη. Η συνολική έκθεση των ξένων τραπεζών στη Ρωσία και Ουκρανία αντιστοιχεί σε €105 δις, σύμφωνα με στοιχεία της Bank of International Settlements, με τις γαλλικές, ιταλικές, αυστριακές και αμερικανικές τράπεζες να απαρτίζουν το 75% αυτής της έκθεσης. Πέραν του 90% αυτής της έκθεσης σχετίζεται με δανειολήπτες εντός Ρωσίας. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η έκθεση αφορά 10-15 από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης, με τη Ρωσία να αντιστοιχεί μόνο στο 3-5% των εσόδων τους (με εξαίρεση την αυστριακή Raiffeisen Bank, όπου η Ρωσία και Ουκρανία αντιστοιχούν στο 30% των εσόδων της).

Η άμεση έκθεση των τραπεζών στη Ρωσία προέρχεται κυρίως από τρεις πηγές, (1) μέσω θυγατρικής εταιρείας, (2) μέσω διασυνοριακού δανεισμού και (3) μέσω χρηματοοικονομικών προϊόντων/παραγωγών.

Έκθεση στη Ρωσία μέσω θυγατρικής εταιρείας

Στην πρώτη περίπτωση, οι τράπεζες διεξήγαγαν τις λειτουργίες τους στη Ρωσία μέσω της σύστασης ρωσικών θυγατρικών εταιρειών και όχι μέσω παραρτημάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ευθύνης/έκθεσης της τράπεζας στο κεφάλαιο, το οποίο διαθέτει η θυγατρική. Δηλαδή, στο χείριστο σενάριο κατά το οποίο οι θυγατρικές αυτές κρατικοποιούνται από τη ρωσική κυβέρνηση και οι τράπεζες χάνουν πλήρως τον έλεγχο επ’ αυτών, η ζημία τους περιορίζεται μόνο στο κεφάλαιο της θυγατρικής και όχι σε ολόκληρη την πιστωτική της έκθεση. Αυτό είναι τουλάχιστον το 1/10 της προαναφερθείσας πιστωτικής έκθεσης, λόγω της μόχλευσης που εμπεριέχεται στα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών. Επιπλέον, η ενδο-ομιλική χρηματοδότηση (δηλαδή άμεση χρηματοδότηση από τη μητρική εταιρεία προς τη ρωσική θυγατρική) είναι μηδαμινή. Από τις 10-15 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης με άμεση έκθεση στη Ρωσία, η μεγαλύτερη έκθεση μέσω θυγατρικής εταιρείας είναι €3 δις, ένα σχετικά μικρό ποσό σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Έκθεση μέσω διασυνοριακού δανεισμού

Η δεύτερη περίπτωση του διασυνοριακού δανεισμού αποτελεί πιθανότατα το μεγαλύτερο μέσο έκθεσης των τραπεζών της Ευρωζώνης στη Ρωσία. Ο διασυνοριακός δανεισμός αφορά δάνεια τα οποία παραχωρηθήκαν κυρίως προς ρωσικές εταιρείες (κυρίως πολυεθνικές), αλλά όχι μέσω της ντόπιας ρωσικής θυγατρικής. Για παράδειγμα, η ιταλική θυγατρική μιας ιταλικής τράπεζας παραχωρεί δάνειο προς μια ρωσική εταιρεία. Σε αυτήν την περίπτωση, ολόκληρο το ποσό δανεισμού είναι σε κίνδυνο τόσο από την ανικανότητα των εταιρειών να αποπληρώσουν τα δάνειά τους (είτε λόγω αποκλεισμού από το SWIFT, είτε λόγω έλλειψης ρευστότητας), όσο και από την έμπρακτη απροθυμία των εταιρειών να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, ειδικά στις περιπτώσεις που οι εγγυήσεις αφορούν περιουσιακά στοιχεία εντός της Ρωσίας.

Παρόλο που τέτοιου είδους δάνεια παραχωρούνται με αρκετές εγγυήσεις, το οποίο θεωρητικά περιορίζει τον κίνδυνο, είναι άγνωστο εάν οι εγγυήσεις αυτές αφορούν περιουσιακά στοιχεία εντός ή εκτός Ρωσίας. Επίσης, ένα μέρος αυτού του δανεισμού είναι εγγυημένο από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων (credit export agencies), ένα επιπλέον στοιχείο το οποίο περιορίζει την έκθεση και το ρίσκο των τραπεζών. Συνεπώς, ο αντίκτυπος από μια πιθανή διαγραφή αυτών των εκθέσεων είναι μικρότερος. Ακόμη και αν αγνοήσουμε τις οποιεσδήποτε πιθανές εγγυήσεις, ο αντίκτυπος από την πλήρη διαγραφή των δανείων αυτών είναι διαχειρίσιμος τόσο για τις μεμονωμένες τράπεζες, όσο και για το τραπεζικό σύστημα τις Ευρωζώνης - κατά μέσον όρο οι μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν μια καθαρή έκθεση μέσω διασυνοριακών δανείων της τάξεως των €3-4 δις μόνο.

Έκθεση μέσω χρηματοοικονομικών προϊόντων και παραγώγων

Η τρίτη περίπτωση αφορά χρηματοοικονομικά προϊόντα και παράγωγα. Αυτή η έκθεση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η μικρότερη από τις τρεις. Λόγω της λειτουργίας τους στη Ρωσία μέσω θυγατρικών, οι τράπεζες κατέχουν ρωσικά κρατικά ομόλογα - το απόλυτο μέγεθος τέτοιων εκθέσεων είναι αρκετά μικρό (μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ). Επίσης, μερικές τράπεζες έχουν ανοιχτές θέσεις μέσω χρηματοοικονομικών προϊόντων/παραγώγων με ρωσικές τράπεζες (κυρίως για συνάλλαγμα). Σε περίπτωση αδυναμίας είσπραξης λόγω πτώχευσης του κράτους ή περαιτέρω σημαντικής υποτίμησης του ρωσικού ρουβλιού, αυτές οι εκθέσεις θα καταλήξουν ζημιογόνες για τις τράπεζες. Παρ' όλα αυτά, το συνολικό μέγεθος της ζημίας σε τέτοια περίπτωση θα είναι αρκετά μικρό σε σύγκριση με τα κεφάλαια των τραπεζών σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Γεωγραφικός κίνδυνος εγγύτητας με τη Ρωσία

Οι επιπτώσεις «δευτέρου βαθμού» για το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης από την κρίση στην Ουκρανία είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, προς το παρόν. Παρόλ’ αυτά, ο κίνδυνος εγγύτητας με τη Ρωσία θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο σημαντικός, όσο και η άμεση έκθεση μιας τράπεζας στη Ρωσία. Με άλλα λόγια, οικονομίες οι οποίες είναι πιο συνδεδεμένες με τη ρωσική οικονομία αντιμετωπίζουν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Για παράδειγμα, οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όπως οι Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία και Σλοβακία, είναι πιο συνδεδεμένες με τη Ρωσία. Σχεδόν 10-15% των εξαγωγών/εισαγωγών τους (ως % του ΑΕΠ) είναι από και προς τη Ρωσία: στην περίπτωση της Κύπρου το ποσοστό είναι 3%. Η διατάραξη των συναλλαγών με τη Ρωσία, λόγω των διαφόρων κυρώσεων, θα επηρεάσει σημαντικά τη γενικότερη οικονομία αυτών των χωρών - και στην συγκεκριμένη περίπτωση αγνοούμε τον έμμεσο αντίκτυπο από το υψηλότερο κόστος ενέργειας και τον συνεπακόλουθο πληθωρισμό. Συνεπώς, τα τραπεζικά ιδρύματα (ντόπια και ξένα) τα οποία δραστηριοποιούνται στις συγκεκριμένες οικονομίες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν γρηγορότερα καινούργιες περιπτώσεις αφερεγγυότητας και νέων μη-εξυπηρετούμενων δανείων.


*Ανώτερος χρηματοοικονομικός αναλυτής τραπεζών, Λονδίνο (CFA, ACCA)