Ανθρώπινες Ιστορίες

Καρκινοπαθείς πεθαίνουν στην απομόνωση

Η «Σ» δημοσιεύει καταγγελίες συγγενών προσφάτως αποβιώσαντος καρκινοπαθούς, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στον ΟΚΥπΥ στις 17 Μαρτίου 2022 και αφορούν σε δύο επίπεδα: στην υποχρεωτική απομόνωσή του (λόγω των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό) και στη συμπεριφορά της Διεύθυνσης και ορισμένων μελών του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού

Ένα από τα τραγικότερα ζητήματα που προέκυψαν στο πλαίσιο της πανδημίας του κορωνοϊού και αφορά στις περιπτώσεις ασθενών που (εξαιτίας των υγειονομικών πρωτοκόλλων) πεθαίνουν στην απομόνωση, φέρνει στην επιφάνεια η «Σημερινή Online».

Αφορμή αποτελεί η περίπτωση προσφάτως αποβιώσαντος καρκινοπαθούς, ο οποίος νοσηλεύθηκε για διάστημα περίπου 1,5 μήνα στο Ογκολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Ο εν λόγω ασθενής διαγνώστηκε με μεταστατικό καρκίνο και εξ αρχής η κρισιμότητα της κατάστασής του είχε καταστεί σαφής στην οικογένειά του, η οποία ενημερώθηκε ότι οι πιθανότητες μακρόχρονης επιβίωσης ήταν ελάχιστες.

Μετά τη διάγνωσή του ακολούθησε μια ψυχοφθόρα πορεία, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους οικείους του. Για βδομάδες νοσηλευόταν ουσιαστικά μόνος, χωρίς να επιτρέπονται οι επισκέψεις των συγγενών του λόγω του υγειονομικού πρωτοκόλλου που εφαρμοζόταν στο Γενικό Νοσοκομείο.

Οι καταγγελίες της οικογένειας του ασθενούς (που κοινοποιήθηκαν στον ΟΚΥπΥ –17 Μαρτίου 2022–) αφορούν σε δύο επίπεδα: Στην υποχρεωτική απομόνωσή του (λόγω των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό) και στη συμπεριφορά της Διεύθυνσης και ορισμένων μελών του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.

Η απομόνωση των ασθενών: «Δηλαδή δεν θα τον δούμε ποτέ, παρά μόνο όταν θα είναι σε κώμα;»

Λόγω των μέτρων κατά του κορωνοϊού απαγορεύτηκαν οι επισκέψεις των συγγενών του εν λόγω ασθενούς, κατόπιν αυστηρών οδηγιών της Διευθύντριας του Ογκολογικού Τμήματος. Σημειώνεται ότι βάσει των σχετικών διαταγμάτων της περιόδου νοσηλείας του συγκεκριμένου ατόμου (η οποία δεν αναφέρεται στο παρόν άρθρο για σκοπούς προστασίας της ταυτότητάς του), τα επισκεπτήρια σε χώρους νοσηλευτηρίων απαγορεύονταν, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων για τις οποίες μπορούσε να παραχωρηθεί έγκριση από τον Διευθυντή, με την προσκόμιση αρνητικής εξέτασης PCR 24 ωρών.

Στο μεταξύ η κατάσταση του ασθενούς επιδεινωνόταν ραγδαία, ενώ πάθαινε κρίσεις πανικού και δεν μπορούσε να κοιμηθεί εξαιτίας των πόνων που ένιωθε. «Εμείς τους παρακαλούσαμε κλαίγοντας να μας αφήσουν να τον δούμε», αναφέρει η κόρη του, σημειώνοντας πως η απάντηση που έλαβαν αρχικά ήταν ότι θα ειδοποιούνταν όταν επρόκειτο να αποβιώσει. Εξαιτίας της φύσης της ασθένειας, το ενδεχόμενο αυτό συνεπαγόταν (κατά πάσα πιθανότητα) πως ο ασθενής δεν θα είχε επαφή με το περιβάλλον του και δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία των οικείων του όταν έφτανε στα πρόθυρα θανάτου. «Δηλαδή», σχολίασε η κόρη του στον υπό αναφορά γιατρό, «δεν θα τον δούμε ποτέ, παρά μόνο όταν θα είναι σε κώμα και δεν θα καταλαβαίνει; Και μου είπε ότι αυτές είναι οι οδηγίες και ότι μάλιστα θα μας κάνουν χάρη, διότι κανονικά απαγορεύεται και αυτό».

Σύμφωνα με όσα αναφέρει η οικογένεια του αποβιώσαντος, αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη μεσολάβηση διαφόρων ατόμων για να τους επιτραπεί η επίσκεψη: «Καταλήξαμε να βάλουμε μέσον, γνωστούς και αγνώστους, φίλους φίλων, για να καταφέρουμε να τον βλέπουμε. Κάναμε άπειρα τηλεφωνήματα, σε δημάρχους, διευθυντές νοσοκόμων, φίλους γιατρών, υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας» για να μιλήσουν στη διευθύντρια του Ογκολογικού. Ως αποτέλεσμα των συγκεκριμένων παρεμβάσεων έγινε κατορθωτό να παραχωρηθεί άδεια επίσκεψης διάρκειας 10 λεπτών.

Ωστόσο η κατάσταση του ασθενούς επέβαλλε τη συνεχή παρουσία κάποιου ατόμου δίπλα του, ώστε να εξυπηρετούνται οι βασικές του ανάγκες. Εξηγεί η κόρη του: «Ο παπάς μου ήταν πλέον τόσο αδύναμος, που δυσκολευόταν να σηκώσει το χέρι του και να φάει μόνος του. Επιμέναμε να μας αφήνουν να μένουμε παραπάνω για να τον βοηθούμε, αλλά ήταν ανένδοτοι. Έτσι ο παπάς μου δεν έτρωγε σχεδόν καθόλου και κανένας νοσοκόμος δεν πήγε ποτέ να τον βοηθήσει να φάει. Δεν το θεωρούν ότι είναι μέρος των αρμοδιοτήτων τους».

Η συνεχής ακινησία, εξαιτίας της μη παροχής βοήθειας, επιδείνωσε τους πόνους του ασθενούς. Στη διάρκεια της δεκάλεπτης επίσκεψης που δικαιούνταν, οι συγγενείς του προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν με μαλάξεις. Ωστόσο την υπόλοιπη μέρα παρέμενε σε ακινησία. Ιδίως δε τις τελευταίες 2-3 βδομάδες, ήταν επιβεβλημένη η 24ωρη παρουσία κάποιου ατόμου κοντά του. «Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι ανέφικτο για το προσωπικό του Γενικού Νοσοκομείου», υπογραμμίζει η κόρη του, «ωστόσο η μητέρα μου ήταν διατεθειμένη να βρίσκεται εκεί συνέχεια, χωρίς καμία απολύτως επιβάρυνση για το νοσοκομείο και διενεργώντας καθημερινά –αν χρειαζόταν– εξέταση PCR. Επίσης, ναι μεν δεν μπορούσε κάποιος νοσοκόμος να είναι εκεί 24 ώρες το 24ωρο, αλλά δεν πήγαιναν καν συχνά, ούτε ακόμα και όταν τον άκουγαν να σπαράζει από τους πόνους».

Η ανάγκη για ενσυναίσθηση: «Τώρα δεν μπορώ, θα πάω στα φάρμακα για άλλη δουλειά»

Πέραν της αλλαγής στην πολιτική επισκέψεων που ισχύει σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, η οικογένεια του αποθανόντος εστιάζει σε ένα ακόμα σημείο: Στην αντιμετώπιση των ασθενών τελικού σταδίου από το προσωπικό των νοσηλευτηρίων. Η συνεχής επαφή με τέτοιου είδους περιστατικά είναι φυσικό να επιφέρει κάποιου είδους «εξοικείωση» με την ιδέα του επικείμενου θανάτου. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί την έλλειψη ενσυναίσθησης που καταγγέλλεται σε αυτή την περίπτωση, που είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν ακόμα πιο αγωνιώδεις και εντονότερα τραγικές οι τελευταίες στιγμές του ασθενούς. Η κόρη του συγκεκριμένου πρώην ασθενούς αναφέρει, για παράδειγμα:

«Μιλήσαμε τηλεφωνικώς με γιατρό του Ογκολογικού του Γενικού Νοσοκομείου (όχι τον γιατρό που τον παρακολουθούσε, άλλον που εφημέρευε εκείνη τη μέρα) για να δούμε αν μπορεί να επισκεφθεί τον πατέρα μου κάποιος ψυχολόγος. Ο γιατρός μάς ενημέρωσε ότι δεν είχαν ψυχολόγο και όταν εμείς επιμείναμε ότι αποκλείεται το Γενικό να μην διαθέτει ψυχολόγο, μας είπε ότι απουσίαζε λόγω κορωνοϊού. Ρωτήσαμε τότε αν μπορούσαμε να πάρουμε κάποιον δικό μας ψυχολόγο και μας απάντησε θυμωμένα –επί λέξει– ότι αυτός είναι γιατρός και δεν τον ενδιαφέρει η ψυχολογία των ασθενών».

Πέραν τούτου, καταγγέλλονται και άλλα περιστατικά αδιαφορίας εκ μέρους του νοσηλευτικού προσωπικού. Για παράδειγμα, όταν η σύζυγός του μετέβη στο νοσοκομείο για να ενημερώσει ότι ο ασθενής χρειαζόταν νερό και παυσίπονο (καθώς τα καλέσματά του δεν είχαν ανταπόκριση) συνέβη το εξής περιστατικό, σύμφωνα με τη διήγηση της κόρης τους: «Η μάμμα μου, που παρέμεινε εκεί στην είσοδο, παρακάλεσε έναν άντρα νοσοκόμο να του δώσει νερό. Εκείνος της είπε: “Τώρα δεν μπορώ, θα πάω στα φάρμακα για άλλη δουλειά”. Η μάμμα μου, μου είπε ότι τον παρακάλεσε ξανά και αυτός απλά έφυγε. Τον είδε να μπαίνει στον διάδρομο που ήταν τα δωμάτια και σκέφτηκε ότι ίσως μας λυπήθηκε και πάει στον παπά μου. Τον είδε να κατευθύνεται προς το βάθος και τελικά, αντί να μπει στο αριστερό δωμάτιο που ήταν ο παπάς μου, μπήκε στην ακριβώς απέναντι πόρτα δεξιά, που μάλλον ήταν εκεί η άλλη δουλειά που είχε. Δεν έκανε τον κόπο να μπει μισό λεπτό δίπλα να του δώσει λίγο νερό».

Τις τελευταίες μέρες πριν να αποβιώσει (και μετά από έντονη και επίπονη προσπάθεια των συγγενών του), κατέστη δυνατή η μετακίνηση του ασθενούς σε άλλο ιατρικό κέντρο. Η μετακίνησή του συνέπεσε με την τελευταία μέρα κατά την οποία διατηρούσε τις αισθήσεις του και την επαφή με το περιβάλλον. Στον νέο χώρο νοσηλείας του, επετράπη η συνεχής παρουσία της συζύγου του με εξέταση PCR και η επίσκεψη για μία ώρα των παιδιών του με αρνητικό rapid test. Οι συγγενείς του επισημαίνουν, λοιπόν, ότι παρά την ισχύ των ίδιων διαταγμάτων, στο δεύτερο νοσηλευτήριο παρατηρήθηκε πιο «ανθρώπινη» αντιμετώπιση του ασθενούς λίγο πριν το τέλος του. Ο ίδιος, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του, σχολίασε: «Είναι καλύτερα εδώ. Εκεί [στο Γενικό Νοσοκομείο] ήταν άγριοι».

Συγκλονιστικό ηχητικό ντοκουμέντο

Η «Σημερινή» κατέχει ηχητικό ντοκουμέντο, στο οποίο αποτυπώνονται οι παράμετροι που θέτει πιο πάνω η οικογένεια του αποβιώσαντος πρώην ασθενούς. Πρόκειται για διάλογο του ιδίου με την κόρη του, με παρεμβολές νοσοκόμων. Το ηχητικό αρχείο έχει τύχει επεξεργασίας, ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμες οι φωνές των ομιλούντων και να μην διακρίνονται ονόματα.

Το ιστορικό:

Ο ασθενής βρισκόταν ήδη για κάποιες μέρες στο Ογκολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Στη διάρκεια της ηχογράφησης συνομιλεί με την κόρη του, καθώς αισθάνεται αφόρητους πόνους και νιώθει αβοήθητος. Άλλα μέλη της οικογένειάς του προσπαθούν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικώς με το νοσοκομείο (καθώς δεν επιτρέπεται η επί τόπου επίσκεψή τους) προκειμένου να παρασχεθεί βοήθεια στον ασθενή. Ο τελευταίος φαίνεται να αδυνατεί να καλέσει σε βοήθεια, ενώ παράλληλα δεν έχει δυνάμεις για να πιει νερό. Τελικά η σύζυγός του μεταβαίνει στο νοσοκομείο προκειμένου να ειδοποιήσει ότι ο ασθενής χρειάζεται βοήθεια και ζητώντας να του μεταφέρουν το μήνυμα (για να βελτιωθεί η ψυχολογική του κατάσταση) ότι η ίδια βρίσκεται στον χώρο.

Η απελπισία του ασθενούς είναι έκδηλη. Στο ηχητικό αρχείο διακρίνεται να λέει: «Εν ήρτασιν. Ούλλα με καθυστέρηση. […] Έσιει μιαν ώρα που πονώ συνέχεια. […] Έσιει ώρα πολλήν τζιαι εν ήρταν. […] Νερό, ένα νερό ρε, ένα νερό. Νερό… Πε τους να μου φέρουν νερό…».

Η ηχογράφηση διαρκεί περίπου μια ώρα. Έπειτα από 40 λεπτά συνομιλίας με την κόρη του, και αφού μετέβη η σύζυγός του στον χώρο του νοσοκομείου (όπου δεν της επιτράπηκε η είσοδος), μια νοσοκόμα πέρασε από το δωμάτιο του ασθενούς για να τον καθησυχάσει. Ωστόσο δεν πρόλαβε να της ζητήσει νερό, αφού η νοσοκόμα αποχώρησε βιαστικά. Η κόρη του σημειώνει: «Η μάμμα μου είναι έξω στην είσοδο και τους εκλιπαρεί να την αφήσουν να μπει μέσα. Τους λέει επίσης να του δώσουν νερό και της απάντησε ένας νοσοκόμος “Έχει νερό”, ενώ ο παπάς μου δεν μπορούσε να το φτάσει για να πιει». Μετά από περαιτέρω επιμονές της συζύγου του, μια άλλη νοσοκόμα τον επισκέφθηκε και προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Του ανέφερε ότι η σύζυγός του ήταν έξω και πως θα τον επισκεπτόταν στις 12:00. Τον διαβεβαίωσε ότι η ίδια θα περνούσε αργότερα για να τον περιποιηθεί και του είπε ότι θα του έβαζε παυσίπονο για να ηρεμήσει.

Ο ασθενής παρέμεινε διψασμένος, ενώ (προφανώς μέσα στη σύγχυση) η προηγούμενη νοσοκόμα έβαλε το κινητό του στην άκρη. Κατά συνέπεια, η σύζυγός του παρακάλεσε άλλον νοσοκόμο να τον βοηθήσει να πιει νερό και να του δώσει πίσω το κινητό. Η ηχογράφηση ολοκληρώνεται λίγο αργότερα, όταν άλλη νοσοκόμα του έδωσε πίσω το κινητό.



Ορισμένα σημεία από την ηχογράφηση:

(Κ: Κόρη, Α=Ασθενής, Ν1= Νοσοκόμα 1, Ν2= Νοσοκόμα 2)

Α: Εν ήρτασιν. Ούλλα με καθυστέρηση. Έσιει που η ώρα 6:30. Έσιει μιαν ώρα που πονώ συνέχεια, συνέχεια.

Κ: Είσαι σίγουρος ότι πάτησες το κουμπί; Επάτησές το τζι εν ήρταν;

Α: Ναι.

Κ: Μεν αγχώνεσαι, θα τους πιάσουμε εμείς τηλέφωνο τζιαι εννά έρτουν τωρά γρήγορα, θα σου δώσουν κάτι να μεν πονείς, θα σου το βάλουν από τον ορό. Αλλά προσπάθα να ηρεμήσεις εν θα πεθάνεις, μεν αγχώνεσαι.

Α: Πονώ πολλά, ρε *****. Πολλά, πολλά.

[…]

Κ: Πονείς πολλά, καταλάβω σε. Κάμε λίγη υπομονή και θα έρθουν οι νοσοκόμες, έχουν σε έγνοια παπά μου και την νύχτα που κοιμάσαι περνούν από τους διαδρόμους και βλέπουν σας και ελέγχουν σας. Εν σας αφήνουν έτσι.

Α: Εν αντέχω, άου το πόδι μου [κλαίει].

Κ: Μίλα μου ακόμα λίγο. Εψές εκοιμήθηκες;

Α: Άφησμε, ένιμπορω, ένιμπορω, ένιμπορω [κλαίει].

Κ: Παπά πε μου κάτι…

Α: Ούτε ούτε ούτε… Δεν ενδιαφέρουνται [κλαίει]. Πέτε τους να έρτουν να με ψηλώσουν λλίον, να με σηκώσουν λλίον.

[…]

Α: [Ουρλιάζει] Ένιμπορω, ένιμπορω. Νερό, ένα νερό ρε, ένα νερό. Νερό… Πε τους να μου φέρουν νερό.

Κ: Ναι, παπά μου. Έρκουνται. Εν να έρτουν. Εν να έρτουν…

Α: Εν έρκεται. Θέλω νερό. Θέλω νερό.

[…]

Κ: Παπά μου, δε τζιαμαί που εν το τραπεζάκι που εν δίπλα σου. Έχει μπουκάλα με νερό; Έλα να κάμουμε μαζί μια προσπάθεια να το πιάσεις.

Α: Εν έσιει.

Κ: Επροσπάθησες να το πιάσεις;

Α: Εν φτάνω. Εν φτάνω… [κλαίει].

[…]

Ν1: Γεια σου, λεβέντη μου!

Α: Εν να πεθάνω.

Ν1: Εδώκαμέ σου φάρμακο. Δώσ’ του λλίο chance να δράσει, αγάπη μου.

Α: Εν να πεθάνω.

Ν1: Εν θα πεθάνεις, μεν φοάσαι.

Α: Παναγία μου, πονώ.

Κ: Πε της ότι θέλεις νερό.

Ν1: Εδώκαμέ σου όμως αρκετά. Τζι εν πολύ, εν μπορώ να σου δώκω τωρά αμέσως άλλο. Πρέπει να δώκουμε λλίο chance, εντάξει μάνα μου; Να περάσουν λλία λεπτά να δούμε. Εντάξει, αγάπη μου;

Κ: Νερό. Παπά πε της για το νερό. Παπά…

[Η νοσοκόμα αποχώρησε χωρίς να προλάβει να της πει για το νερό].

[…]

Ν2: Κύριε ***** μου, κύριε ***** μου, τι συμβαίνει; Έλα, πε μου. Φέρ’ το τούτο [εννοεί το κινητό, το οποίο μάλλον βάζει στην άκρη].

Α: Εν να πεθάνω.

Ν2: Γιατί, κύριε… Γιατί, καλέ μου; Αφού εβάλαν σου παυσίπονο. Εν σε έπιασε; Έξω εν η γυναίκα σου, αλλά δυστυχώς εν μπορεί να περάσει μέσα. Θα έρθει η ώρα 12:00. Θα έρθω να σε κάνω μπάνιο, θα σου βάλω παυσίπονο και θα σε περιποιηθώ. Πού πονείς; Ούλλα πονείς τα; Εντάξει. Τα πόδια σου κάτω, ναι. Τις πατούσες σου. Εντάξει, θα έρτω να σου βάλω παυσίπονο τωρά. Εντάξει; Για να μπορέσω να σε περιποιηθώ. Εντάξει κύριε ***** μου; Η σύζυγός σου εν δαμαί έξω, όμως. Εντάξει, εν να επανέλθουμε, μεν έσιεις έγνοια.

Α: [Κλαίει]

Ν2: Όι, άκου με, εν θέλω να απελπίζεσαι. Θα βάλουμε παυσίπονο.

Ανάγκη αλλαγών σε επίπεδο θεσμών και νοοτροπίας

Η οικογένεια του πρώην ασθενούς επιθυμεί τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου περιστατικού, επιδιώκοντας τη θεσμική ευαισθητοποίηση, τόσο ως προς την εξαίρεση από γενικούς κανονισμούς των ασθενών που βρίσκονται σε τερματικό στάδιο (καθώς οι κανονισμοί μπορεί να συνεπάγονται την απομόνωση μέχρι τον θάνατό τους), όσο και ως προς την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων από το νοσηλευτικό προσωπικό. Όπως σημειώνει η κόρη του, «κύριός μας στόχος είναι να αλλάξει η κατάσταση σε θεσμικό επίπεδο και όχι απλώς να αποδοθούν ευθύνες. Επιπλέον, οι όποιες ευθύνες δεν πρέπει να επικεντρώνονται αποκλειστικά τους νοσοκόμους. Οι τελευταίοι ακολουθούσαν γενικά οδηγίες της Διεύθυνσης. Αυτό που επισημαίνει η οικογένεια, λοιπόν, είναι η ανάγκη εκπαίδευσης προσωπικού (σε όλες τις βαθμίδες) ως προς την αντιμετώπιση τέτοιου είδους περιστατικών, ώστε η επικοινωνία με τους ασθενείς (αλλά και τους οικείους τους) να γίνεται με όρους μεγαλύτερης ενσυναίσθησης και κατανόησης των συνθηκών. Παράλληλα επισημαίνουν την ανάγκη εκπαίδευσης και αξιολόγησης του διοικητικού προσωπικού, με έμφαση στην ανθρώπινη ψυχολογία και στον ανθρωπιστικό παράγοντα.

Πέραν της ψυχολογικής υφής του ζητήματος, η παρουσία οικείων προσώπων των νοσηλευομένων είναι σημαντική και ως προς την παροχή βοήθειας στους αδυνατούντες να αυτοεξυπηρετηθούν ασθενείς, αφού τα μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται συνεχώς δίπλα τους. Σχετικά με την επιβεβλημένη διαφορετική αντιμετώπιση των ασθενών τελικού σταδίου, η κόρη του αποβιώσαντος εξηγεί ότι δεν γίνεται να υπάρχει μια κανονιστική – οριζόντια εφαρμογή των όποιων κανονισμών υιοθετούνται, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η ανθρωπιστική πτυχή του ζητήματος: «Δεν γίνεται να ισχύει το ίδιο για όλους τους ασθενείς. Μπορώ να καταλάβω ότι κάποιος που χτύπησε το πόδι του και θα υποβληθεί σε επέμβαση στο Γενικό Νοσοκομείο δεν είναι ανάγκη να δεχτεί επίσκεψη. Οι καρκινοπαθείς, όμως; Οι ασθενείς που είναι σοβαρά και είναι στην τελική ευθεία; Βγαίνει ένα διάταγμα που λέει ότι απαγορεύονται οι επισκέψεις και τελειώσαμε;».

Ενδεχόμενη πειθαρχική έρευνα από πλευράς ΟΚΥπΥ

Η «Σημερινή» επικοινώνησε με εκπρόσωπο του ΟΚΥπΥ, ο οποίος τόνισε ότι ο Οργανισμός επιδεικνύει πολλή ευαισθησία σε τέτοιου είδους περιστατικά, καθώς και στην ανθρωπιστική αντιμετώπιση των νοσηλευομένων στο Ογκολογικό. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε, «υπάρχουν κάποια τμήματα τα οποία είναι πολύ “ευαίσθητα”, γιατί οι ασθενείς που είναι μέσα είναι τρομερά ευάλωτες ομάδες». Δεδομένου ότι υπήρχε ο κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού από επισκέπτες, γεγονός που θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο ζωές ασθενών, η Διεύθυνση του νοσοκομείου επέλεξε να εφαρμόζει αυστηρά τα υγειονομικά διατάγματα. «Δεν παύει όμως να υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας και η ευαισθησία».

Ο ίδιος εκπρόσωπος του Οργανισμού σημείωσε ότι ζητήθηκε από την οικογένεια η γραπτή κατάθεση των γεγονότων, ώστε να καταστεί δυνατή η διερεύνησή τους. Εξαιτίας της φύσης των καταγγελιών, σημειώθηκε από τον εκπρόσωπο του ΟΚΥπΥ, «οφείλουμε να προβούμε σε διερεύνηση και, ανάλογα με το τι θα προκύψει, να προχωρήσουμε σε πειθαρχική έρευνα σε περίπτωση που όντως κάποιο άτομο δεν έκανε σωστά τη δουλειά του».