Ο Γιάννης Παπαδόπουλος σε «διάλογο» με τον Βασίλη Μιχαηλίδη

vasmich 20220328.jpg

Ο ποιητής και πεζογράφος Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος είναι ολιγότερο γνωστός ως ερευνητής, μελετητής και φιλόλογος, παρά το γεγονός ότι η ερευνητική του δραστηριότητα μας δώρισε καρπούς πολύτιμους. Ένας από αυτούς τους καρπούς είναι το μελέτημα «Γύρω από τη ζωή και το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη», το οποίο δημοσιεύτηκε στις σελίδες 65, 66 και 67 του περιοδικού ΚΥΡΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ του έτους 1954.

Η στόχευση της μελέτης βασίζεται ουσιαστικά σε έρευνα εντός της πόλης και επαρχίας Λεμεσού στη βάση διαλόγων, συνεντεύξεων και πολυάριθμων συναντήσεων διερευνητικών με θέμα τη ζωή και τις αναμνήσεις διαλόγων με τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Σημειώνει ο Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος: «Σκοπός μου ήταν να μαζέψω ό,τι έμεινε ακόμη στη μνήμη των ανθρώπων που γνώρισαν ή και σχετίστηκαν στενά με τον ποιητή και που θα μπορούσε να προσθέσει κάποια στοιχεία άγνωστα και χρήσιμα κοντά σε όσα δημοσιεύτηκαν ως τώρα ιδίως μέσα στην πολύτιμη εργασία του Γιάννη Λεύκη».

Κατά την κλιμάκωση του μελετήματος ο ποιητής διασώζει ερευνητικά ευρήματα πολύτιμα στη βάση μαρτυριών και συνεντεύξεων από:

α) Την Στυλλού Πισίρη, διευθύντρια του Δημοτικού Πτωχοκομείου – (η τύχη των καταλοίπων και του μυθικού μπαούλου)

β) Του Μιχάλη Ηρακλειδίου (Καταχάννας, στενό φίλο του ποιητή)

γ) Τον Ηρακλή Μ. Μιχαηλίδη, γιο του πολιτευτή, βουλευτή και Δημάρχου Λεμεσού Μιχαήλ Μιχαηλίδη. Από την συνέντευξη αυτή προκύπτει η φωτογραφία και το αυτόγραφο του ποιητή που συνοδεύει τη δημοσίευση της μελέτης στο περιοδικό

δ) Την Εσθήρ Μαυρομουστάκη που θέτει στη διάθεσή του το ρολόι του ποιητή. Και μαρτυρεί για την τύχη του μικρού μπαούλου του ποιητή μετά τον θάνατό του.

ε) Τον Λεωνίδα Παπαϊωάννου που του απάγγειλε το, ανέκδοτο μέχρι το 1953, ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη «Ο γέρος της Παρεκκλησιάς». Ο Παπαϊωάννου μοιράστηκε με τον Παπαδόπουλο αρκετές αναμνήσεις.

στ) Την Μαρία Α. Νικολαΐδου κατόπιν Mary Clarke που του υπαγόρευσε ένα στιχούργημα του Β. Μιχαηλίδη του έτους 1914.

Στην τρίτη σελίδα του μελετήματος, ο Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος μαρτυρεί την δωρεά του Σ. Τορναρίτη στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Λεμεσού του μικρού τετραδίου με το ανέκδοτο τότε ποίημα «Ρωμηός και Τζων Πούλλης». Σημειώνει επίσης τα παρακάτω πολύτιμα: «Ανέκδοτα ποιήματα εκτός απ’ όσους ανέφερα κρατά όπως έμαθα ο Αντώνης Ιντιάνος, ο Γιάννης Λεύκης που τα έστειλε από καιρό στον Αιμίλιο Χουρμούζιο χωρίς να του επιστραφούν ακόμη και ίσως άλλοι».

Ο ερευνητής και φιλόλογος Γ. Π., βρισκόταν σε ένα νοερό διάλογο αναζήτησης και ποιητικής εμβάθυνσης με τον Βασίλη Μιχαηλίδη από τα νεανικά του χρόνια. Στα δεκαέξι του χρόνια μεταβαίνει στο Λευκόνοικο και βρίσκει το σπίτι του ποιητή που «μισοϋπάρχει ακόμα».

Είναι φανερό από το μελέτημα, αλλά και μια σειρά τεκμηρίων στο διασωθέν αρχείο του Παπαδόπουλου, πως η περίοδος από το 1946 μέχρι το 1954 είναι ερευνητικά δραστήρια με έντονη δράση σε βιβλιοθήκες της Κύπρου αλλά και συνεχείς στοχευμένες συνεντεύξεις και συναντήσεις. Για την έρευνα και τις συνεντεύξεις γύρω από τον Βασίλη Μιχαηλίδη γράφει στο τέλος της μελέτης: «Η έρευνά μου ως προς πολλά πρόσωπα του περιβάλλοντος του ποιητή δεν απέδωσε τίποτε το νέο».

Ερευνούσε, δηλαδή, για πολλούς και συνομιλούσε και με πρόσθετους γνώριμους ή γνώστες του ποιητή εκτός από όσους αναφέρει στη μελέτη.

Καταληκτικά αναφέρω πως ο Βασίλης Μιχαηλίδης καταρδεύει το έργο του Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου, ποιητικό, πεζογραφικό και ιδιαίτερα στην παράνομη αρθρογραφία του στον τύπο της ΕΟΚΑ κατά την περίοδο του επικηρυγμένου του βίου, από το 1956 μέχρι το 1959.

Στη «Συλλογή» του αφιερώνει ένα ποίημα, ενώ στις αποδόσεις αρχαίων κειμένων που δημοσίευσε στην κυπριακή διάλεκτο στο περιοδικό «Πνευματική Κύπρος» (από την Ιλιάδα του Ομήρου κ.ά.) είναι φανερή η συγγένεια στη βαθιά γνώση της διαλέκτου και τη στιχουργική τέχνη. Η 9η Ιουλίου τον συντροφεύει συνεχώς νοηματικά ως φυλλαδιογράφο της Επανάστασης.

Στο μελέτημά του, ο Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος ανησυχεί για την εκδοτική περιπέτεια των απάντων και τελειώνει με ανήσυχους στοχασμούς για την τύχη του ποιητή και του έργου του, που «μπορούσε να ανεβεί ψηλά και να αντικρίσει τις διαμαντένιες κορφές της αιώνιας ποίησης.