Άγιος Νικόλαος Πλανάς

Όσοι μελετούν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη γνωρίζουν την οσιακή μορφή του ιερέα και λειτουργού των αγρυπνιών στο ναΰδριο του Προφήτη Ελισσαίου στην Παλιά Αθήνα, του παπά Νικόλα Πλανά. Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί ποικίλες εκδόσεις με αναφορές και σκιαγραφήσεις της οσιακής αυτής μορφής που έζησε στην Αθήνα του 19ου και 20ού αιώνα. Διάφορες ερευνητικές εργασίες επαναπρόβαλαν παλαιές μαρτυρίες και κείμενα για τον Άγιο αυτόν της σύγχρονης Ελλάδας, για τη συνολική παρουσία του, για τη στήριξη των πτωχών και αδικημένων της πρωτεύουσας, αλλά και της μείζονος Αττικής.

O Όσιος Νικόλαος Πλανάς, του οποίου η τιμή ως Αγίου αναγνωρίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1992, έχει αγαπηθεί και τιμηθεί ποικιλοτρόπως στην Κύπρο και ειδικές εκδηλώσεις φώτισαν με αγάπη το εκλεκτό αυτό τέκνο της νήσου Νάξου (1851) που έζησε από το 1884 ως πρεσβύτερος στην Αθήνα.

Από τις διάφορες βιογραφίες του Αγίου επιλέξαμε μια περιεκτική και σχετικά σύντομη, γραμμένη από το Σιμωνοπετρίτη στα γαλλικά και μεταφρασμένη από τον ποιητή και στοχαστή Σωτήρη Γουνελά.

«Μνήμη του οσίου πατρός Νικολάου Πλανά (παπα Πλανά).

O όσιος Νικόλαος Πλανάς γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς, το 1851 στη νήσο Νάξο. Από νεοτάτης ηλικίας, διακρινόταν για την απλότητα και την ευσέβειά του. Το ψωμί που του έδινε η μητέρα του το μοίραζε στους φτωχούς του χωριού και χάριζε ακόμη και τα ρούχα του σε άπορα παιδιά. Σε όλη του τη ζωή δεν κράτησε τίποτα για προσωπική του ικανοποίηση ή για την άνεσή του. Νυμφεύτηκε σε ηλικία δεκαεπτά ετών και απέκτησε έναν γιο, η σύζυγός του όμως δεν κατανοούσε τις πνευματικές του ανησυχίες και διαρκώς τον λοιδορούσε. Μετά από μερικά χρόνια έμεινε χήρος. Εμπιστεύθηκε τότε τον γιο του σε συγγενείς, παραχώρησε όλη την οικογενειακή κληρονομιά σε έναν πατριώτη του που πνιγόταν στα χρέη και αφοσιώθηκε ολόψυχα στην υπηρεσία του Κυρίου, εγκαταβιώνοντας μέσα στην Αθήνα ωσάν άλλος ερημίτης. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1884, αλλά σύντομα εκδιώχθηκε από τον ναό του Αγίου Παντελεήμονα, όπου είχε διορισθεί και πήγε στο ταπεινό ναΰδριο που επονομάζεται Άγιος Ιωάννης ο Κυνηγός, ενορία αποτελούμενη από οκτώ μονάχα οικογένειες, από τις οποίες δεν ελάμβανε καμιά σχεδόν αμοιβή.

Ταπεινός και απαίδευτος, ο πατήρ Νικόλαος έγινε παρά ταύτα ο πιο δημοφιλής ιερέας στην Αθήνα. Επί πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια, τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία σε διάφορους ναούς της πόλεως και προπαντός σε ερημοκλήσια στην ύπαιθρο, συχνά μισοερειπωμένα. Και τι Λειτουργία! Έχοντας ταυτίσει την ύπαρξή του με τη ζωή της Εκκλησίας, του ήταν αδιανόητο να προσφέρει την αναίμακτο Θυσία χωρίς να την συνοδεύει με όλες τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες, όπως αυτές τελούνται στα πιο αυστηρά μοναστήρια. Άρχιζε κατά τις οκτώ το πρωί και τελείωνε κατά τις δύο ή τρεις το μεσημέρι. Κατά τη διάρκεια της Αγίας Προθέσεως μνημόνευε, για δυο ή τρεις ώρες, ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων γραμμένα σε αναρίθμητα χαρτάκια, προσεκτικά αραδιασμένα, που τα κουβαλούσε πάντα μαζί του. Όταν του έδιναν ονόματα για να τα μνημονεύσει με κάποιο οβολό, οποιονδήποτε, τα μνημόνευε επί πολλά χρόνια, και μόλις του το ζητούσαν, τελούσε ολονύκτιες αγρυπνίες, παρακλήσεις, Ευχέλαια, χωρίς να λογαριάζει χρόνο και κόπο. Κατά το πέρας της θείας Λειτουργίας, στη διάρκεια της οποίας είχε αναγνώσει τρία ή τέσσερα Ευαγγέλια, αργά και τρώγοντας τις δύσκολες λέξεις χωρίς μ’ όλα ταύτα να προκαλεί ποτέ θυμηδία στο εκκλησίασμα, μνημόνευε ένα ατελείωτο κατάλογο αγίων, σαν να μην ήθελε να παραλείψει κανένα από τους φίλους του Θεού που παρίσταντο αοράτως. Συχνά μάλιστα, παιδιά και ευλαβικές ψυχές τον είδαν υψωμένο πάνω από το έδαφος την ώρα που ιερουργούσε.

Αυτές οι Λειτουργίες του παπά Πλανά αποτελούσαν αληθινές μυσταγωγίες που μετέτρεψαν και τις πιο σκληρές ψυχές και προσέλκυαν πλήθος πιστών, προπαντός στις αγρυπνίες, στον ναό του Προφήτη Ελισαίου, όπου έψαλλαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Ως ένσαρκος άγγελος, ο άγιος ιερέας ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να ιερουργήσει, οπουδήποτε κι αν βρισκόταν και να προσευχηθεί για όλους, πλούσιους και πτωχούς αδιακρίτως. Ποτέ δεν κρατούσε ως το βράδυ τα χρήματα που του έδιναν οι πιστοί, αλλά τα μοίραζε αμέσως στους άπορους ή τα διέθετε σε κάποιο έργο της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να ανακαινίσει τον ναό του, να προικίζει ορφανές κοπέλες, να καλύπτει τα δίδακτρα άπορων φοιτητών. Για την επιβίωσή του, του αρκούσαν μερικές δεκάρες και τρεφόταν με λίγο ψωμί και χόρτα μαζεμένα εδώ και κει ή ένα ποτήρι γάλα που του πρόσφεραν βοσκοί. Με το πρόσωπο φωτισμένο από ένα παιδικό χαμόγελο, ήταν αδύνατο να δημιουργήσει εχθρούς: συγχωρούσε αυτούς που τον έκλεβαν, έβρισκε δικαιολογίες για αυτούς που τον έβριζαν ή τον συκοφαντούσαν, ξεπερνώντας έτσι τις πίκρες της ζωής με τη χάρη του Παρακλήτου που ενοικούσε μέσα του. Ένα μονάχα πράγμα μπορούσε να τον ταράξει: να τον διακόψουν την ώρα που προσευχόταν ή να τον εμποδίσουν να λατρεύει το Θεό. Εκείνη την εποχή έκαναν την εμφάνισή τους κάποιες μεταρρυθμιστικές τάσεις δυτικού τύπου στον χώρο της ελλαδικής Εκκλησίας και ο μητροπολίτης Μελέτιος Μεταξάκης απαγόρευσε στον κλήρο της πρωτεύουσας να τελεί αγρυπνίες. Αναστατωμένος ο παπά Πλανάς προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο, επί πέντε μερόνυχτα για να λάβει την άδεια η οποία τελικά του χορηγήθηκε.

Όταν περπατούσε στον δρόμο, βαδίζοντας αργά και με δυσκολία εξαιτίας της ατέλειωτης ορθοστασίας στην εκκλησία, τα παιδιά συνόδευαν εν πομπή, οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους, οι άντρες αποκαλύπτονταν και παραμέριζαν για να του κάνουν χώρο να περάσει. Οι οδηγοί ταξί φιλονικούσαν ποιος θα τον εξυπηρετούσε, βέβαιοι ότι την ημέρα που θα τον είχαν επιβάτη θα είχαν καλή είσπραξη. Αυστηρός με τον εαυτό του ήταν όλο συγκατάβαση απέναντι στους πιστούς που έρχονταν να εξομολογηθούν και έβρισκαν την παρηγοριά του ουράνιου Πατρός. Έβλεπε στο βάθος της ψυχής τους και πρόλεγε το μέλλον τους. Μια ημέρα, μια γυναίκα τού έφερε ένα πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, αλλά ο άγιος δεν το δέχτηκε λέγοντας, «Δεν δύναμαι να το δεχτώ όσο συζείς αστεφάνωτη». Μια άλλη φορά ήπιε από μία φιάλη αρσενικό νομίζοντας ότι πρόκειται για νάμα. Προφυλαγμένος όμως από τη θεία χάρη δεν έπαθε τίποτα. Πρότυπο ορθόδοξου λειτουργού, ταυτισμένος ολόκληρος με την ιερά παράδοση, ποιμένας των πτωχών και ταπεινών, ο πάπα Πλανάς έχαιρε μεταξύ του λαού της αυθεντίας νέου αποστόλου σε βαθμό που όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη στις 2 Μαρτίου 1932, ύστερα από ολιγοήμερη αρρώστια, αναρίθμητο πλήθος λαού επί τρεις ημέρες συνέρρευσε για να προσκυνήσει τη σορό του».

Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, ο όσιος των Αθηνών, έφυγε από κοντά μας τον μήνα Μάρτιο του 1932. Έφυγε μέσα σε πλήθος εκδηλώσεων της αγάπης του λαού της Ελλάδος. Διάκονος της αγάπης και της στήριξης των χειμαζόμενων απόκληρων της μεγαλούπολης του ελληνισμού, αγωνίσθηκε με προσευχή ατελείωτη πρεσβεύοντας για τους φτωχούς και τους αδύνατους. Ας είναι βοήθεια όλων μας και ιδιαίτερα όσων χειμάζονται στις δύσκολες ημέρες της οικονομικής κρίσης.