Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος: Κορυφαίος φιλόσοφος και μέγας φίλος της Κύπρου

Ο φιλόσοφος καθηγητής Θεοδωρακόπουλος είχε αγκαλιάσει τους ενωτικούς αγώνες της Κύπρου πριν από το Ενωτικό Δημοψήφισμα της 15ης του Γενάρη 1950 και είχε αναπτύξει ιδιαίτερη δραστηριότητα στην προβολή του δικαιότατου αιτήματος του Κυπριακού Ελληνισμού για Αυτοδιάθεση - Ένωση

haralamb-20220306.jpg

Ανάμεσα στους Ελλαδίτες ανθρώπους της διανόησης, που είχαν λατρέψει την Κύπρο και της πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στον απελευθερωτικό ενωτικό της αγώνα, ήταν και ο διανοητής καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους του σύγχρονου Ελληνισμού, αναγνωρισμένος διεθνώς για τη φιλοσοφική του σκέψη και σεβαστός από ολόκληρο τον επιστημονικό και πνευματικό κόσμο του ελληνικού χώρου. Ο φιλόσοφος καθηγητής Θεοδωρακόπουλος είχε αγκαλιάσει τους ενωτικούς αγώνες της Κύπρου πριν από το Ενωτικό Δημοψήφισμα της 15ης του Γενάρη 1950 και είχε αναπτύξει ιδιαίτερη δραστηριότητα στην προβολή του δικαιότατου αιτήματος του Κυπριακού Ελληνισμού για Αυτοδιάθεση - Ένωση. Παντού και πάντοτε, ιδιαίτερα στις επαφές του με ξένους καθηγητές, διακήρυσσε με σθένος και παρρησία την κατάφωρη αδικία της Βρετανίας σε βάρος ενός αλύτρωτου τμήματος του Ελληνισμού, στον οποίο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε υποσχεθεί, επανειλημμένα, ότι θα μοιραζόταν με τους άλλους συμμάχους τους καρπούς της νίκης κατά του Άξονα. Σε πλείστες περιπτώσεις καταδίκασε, από επιστημονικά και άλλα διεθνή βήματα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, το στυγνό βρετανικό καθεστώς της αποικιοκρατίας στην Κύπρο και προέβαινε σε θερμές εκκλήσεις υπέρ της αυτοδιάθεσης του λαού της Κύπρου, που ήταν ελληνικός από τη χαραυγή της παγκόσμιας ιστορίας και πολλά είχε προσφέρει στη διαμόρφωση του ελληνικού και κατ’ επέκτασιν του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Την ευρύτητα της πνευματικότητας και της φιλοσοφικής του σκέψης φανερώνουν οι πλούσιες πανεπιστημιακές του σπουδές, που ήταν αξιοζήλευτες, όπως και το συγγραφικό του έργο, που ήταν τεράστιο. Αρχικά, ο φιλόσοφος Θεοδωρακόπουλος σπούδασε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, με υποτροφία του κράτους. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια του μεγαλύτερου αδελφού του, που ήταν στην Αμερική, παρακολούθησε για δύο χρόνια (1920-22) μαθήματα ανατομίας, φυσιολογίας, φιλολογίας και φιλοσοφίας στη Βιέννη, η οποία τον κέρδισε τελικά και το ανέδειξε σε έναν από τους κορυφαίους της εποχής του. Αμέσως μετά τη Βιέννη μεταβαίνει στη Χαϊδελβέργη, που εθεωρείτο το κέντρο του φιλοσοφικού στοχασμού. Εκεί, από το 1923 μέχρι το 1925 παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας, από τους κορυφαίους φιλοσόφους καθηγητές της εποχής και αναγορεύεται διδάκτορας, επίζηλος τίτλος για την εποχή. Το 1928 επιστρέφει στην Ελλάδα και διεκδικεί θέση υφηγεσίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Δυστυχώς, δυο καθηγητές (Βορέας και Λογοθέτης), προφανώς από ζήλια, δεν εγκρίνουν την υφηγεσία του, αλλά ο Θεοδωρακόπουλος, που ήταν αγωνιστής από παιδί, δεν τα βάζει κάτω. Διεκδικεί μια θέση σε ελληνικό πανεπιστήμιο και δυο χρόνια αργότερα τον καλεί το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, να προσφέρει εκεί τις υπηρεσίες του. Το 1930 εκλέγεται υφηγητής και το 1933 τακτικός καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής. Εκεί ο Θεοδωρακόπουλος εκτιμάται όχι μόνο από τους φοιτητές του, αλλά και από τους συνάδελφους του καθηγητές, για την προσφορά του και γίνεται ευρύτατα γνωστό το έργο του στον ελληνικό χώρο. Το 1945 γίνεται Υπουργός Εθνικής Παιδείας στην Κυβέρνηση Παναγιώτη Κανελλόπουλου και το 1966 αναλαμβάνει το ίδιο Υπουργείο στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Παρασκευόπουλου

Μετά από εννιά χρόνια παραμονής του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τον θυμάται το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, που τόσο τον είχε πικράνει. Τον καλεί να πληρώσει την έδρα του καθηγητή της Συστηματικής Φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα δίδασκε Φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Όπως ομολογούν οι φοιτητές του, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, οι διαλέξεις του άφησαν εποχή και όλοι ευγνωμονούσαν τον σοφό τους δάσκαλο. Το 1960 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της Φιλοσοφίας, και το 1963 εκλέγεται πρόεδρός της. Στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου αναδεικνύεται ο κορυφαίος των φιλοσόφων καθηγητών της εποχής του, παρέμεινε μέχρι το 1967, οπότε δέχθηκε το βαρύτατο πλήγμα από τη Χούντα. Λόγω δήθεν συντακτικής πράξης της δικτατορίας, ο Θεοδωρακόπουλος εξαναγκάστηκε ν’ αποχωρήσει - ειρωνεία της τύχης- την ημέρα που θ’ αναλάμβανε τα πρυτανικά του καθήκοντα. Πικραμένος ο φιλόσοφος καθηγητής εγκαταλείπει το κορυφαίο Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα της Ελλάδας, που τόσο το λάμπρυνε με τις διαλέξεις του και την εν γένει πνευματική και επιστημονική προσφορά του.

Την αγάπη του για την Κύπρο ο καθηγητής Θεοδωρακόπουλος την εκδήλωνε όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Στους Κύπριους φοιτητές του έδειχνε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και την πατρική στοργή, που έτρεφε σ’ αυτούς. Όταν άρχισε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ, η αγάπη του αυτή εκδηλωνόταν πιο έντονα. Έβλεπε μπροστά του ολοζώντανα τα ελληνικά νιάτα της Κύπρου, που αγωνίζονταν για την Ένωση της ιδιαίτερης πατρίδας τους με τη Μάνα Ελλάδα και μια ιερή συγκίνηση τον διακατείχε. Η στοργή και το ενδιαφέρον του κάλυπτε τη συμπεριφορά και την πρόοδο στις σπουδές τους και τη φοιτητική ζωή τους γενικότερα. Πάντοτε ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Αλλά και οι φοιτητές του τον λάτρευαν. Ήταν γι’ αυτούς όχι μόνο ο σοφός δάσκαλος, αλλά και ο στοργικός πατέρας. Τόσο στενός ήταν ο δεσμός τους, που του είχαν εκμυστηρευτεί την ύπαρξη της φοιτητικής αγωνιστικής οργάνωσης ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες), μ’ επικεφαλής τον Κύπριο εξόριστο του 1931, γιατρό Γιάννη Ιωαννίδη - Χατζηπαύλου.

Ο καθηγητής Θεοδωρακόπουλος είχε τη μεγάλη τιμή να παραστεί στην ιερή μυσταγωγία των γάμων του αγωνιστικού ζεύγους των φοιτητών της ΚΑΡΗ, Νίκου Αγγελίδη και Κλαίρης Ξενίδου. Οι γάμοι τελέστηκαν εσπευσμένα, κάτω από άκρα μυστικότητα, με στέφανα κλάδων ελιάς, στο σπίτι του Αρχηγού της ΚΑΡΗ, Γιάννη Ιωαννίδη, στην οδό Σκουφά, αριθμός 12. Ο γαμπρός Νίκος Αγγελίδης, που είχε δεσμό με την Κλαίρη Ξενίδου, θα διέκοπτε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή για να έρθει στην Κύπρο με άλλους φοιτητές - μέλη της ΚΑΡΗ, για να στελεχώσουν την ΕΟΚΑ. Ο Αρχηγός Διγενής είχε διαμηνύσει, μέσω του Ρένου Κυριακίδη, που τον συνάντησε μυστικά στη Λευκωσία, όσοι φοιτητές της ΚΑΡΗ ήταν εκπαιδευμένοι στα όπλα, να κατέλθουν στην Κύπρο χωρίς καμιά καθυστέρηση. Στον μυστικό αυτό γάμο παρέστησαν μόνο μυημένοι στην ΚΑΡΗ φοιτητές, το ζεύγος Ιωαννίδη-Χατζηπαύλου, ο καθηγητής Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, τιμής ένεκεν και μια μόνο φοιτήτρια, η Ελευθερία Γιαλλουρίδου, μετέπειτα Ηρειώτου, που ήταν και η μοναδική κουμπάρα.

Την τιμητική παρουσία του στον γάμο εκείνο του αγωνιστικού ζεύγους, ο αείμνηστος Θεοδωρακόπουλος την θεωρούσε ως έναν άρρηκτο αρραβώνα με την αγωνιζόμενη για την ελευθερία της ελληνική Κύπρο, την οποία είχε κλείσει στα τρίσβαθα της ψυχής του. Οι φοιτητές του κρέμονταν από τα χείλη του, όταν εκτός από το μάθημα της Φιλοσοφίας, τους μιλούσε για το μεγαλείο του Ελληνισμού και τα αλύτρωτα παιδιά του, της Κύπρου και της Βόρειας Ηπείρου. Στους Κύπριους φοιτητές τόνιζε πάντοτε ότι πρέπει να είναι περήφανοι για τον ένοπλο ενωτικό αγώνα, που διάγει η ιδιαίτερη πατρίδα τους, και τους συμβούλευε να είναι κι αυτοί έτοιμοι να ενταχθούν στην ΕΟΚΑ και ν’ αγωνιστούν για την ελευθερία της. Στα διεθνή συνέδρια, όπου εκαλείτο να παραστεί και να μιλήσει, πάντοτε άρπαζε την ευκαιρία να αναφερθεί και στην ελληνική Κύπρο, που αγωνίζονται τα παιδιά της για να συντρίψουν τον βρετανικό ζυγό.

Ο Γιάννης Θεοδωρακόπουλος δεν έπαψε ποτέ να ενδιαφέρεται για τους αγώνες της Κύπρου για Ένωση με τη Μάνα Ελλάδα. Ακόμη και μετά τη Ζυρίχη το ενδιαφέρον του ήταν έντονο, διότι τον ανησυχούσε η συμφωνία που απέκλειε την Ένωση και έφερνε τους Τούρκους στην Κύπρο. Δεν δίσταζε να χαρακτηρίζει δημόσια, χωρίς φόβο και πάθος, ότι το ζυριχικό κράτος ήταν προϊόν ενός δοτού, ανελεύθερου συντάγματος-εκτρώματος, μοναδικού στο είδος του σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μέχρι τον θάνατό του ο αείμνηστος καθηγητής- φιλόσοφος ενημερωνόταν από τους Κύπριους φίλους του, πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην φοιτητές του και αρκετοί από αυτούς αγωνίστηκαν εναντίον των Βρετανών στις τάξεις της ΕΟΚΑ, για την Ένωση με την Ελλάδα. Παρακολουθούσε με θλίψη και αγωνία την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα στο νησί με την τουρκική ανταρσία, την κάθοδο της Ελληνικής Μεραρχίας, την ταπεινωτική αποχώρησή της χωρίς να ρίξει μια τουφεκιά, το πραξικόπημα και τη βάρβαρη εισβολή του τουρκικού Αττίλα. Ποτέ δεν έκρυβε τη θλίψη του.

Ο αείμνηστος φιλόσοφος - καθηγητής μέχρι τον θάνατό του, στις 20 Φλεβάρη 1981 στην Αθήνα, δεν έπαψε να καταλογίζει τεράστιες ευθύνες στις ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου, που με τα εγκληματικά λάθη τους άφησαν αδικαίωτο τον ενωτικό αγώνα και οδήγησαν στη διχοτόμηση του νησιού από τον Τούρκο εισβολέα.