«Εγώ είμαι η Κύπρος»

Εν μέσω μιας κυριακάτικης πρωινής εκκαθάρισης, ετρύπωσα στο γραφείον του παπά μου για να ποσκολιστώ ώσπου να ’ρτει η ώρα του φαγιού. Ήμουν έντεκα χρονών, ψηλή για την ηλικίαν μου, αλλά όι τόσον ώστε να φτάννω τα βιβλία που ήταν φυλάμενα στα ψηλά ράφκια της βιβλιοθήκης του.
«Άτε, ξεκίνα να τα κατεβάζεις λλία-λλία κάτω για να δούμεν ποια έννα κρατήσουμεν», λαλεί μου, τζιαι δείχνει μου μιαν μιτσιάν σκαλούδαν που έφερεν που την αποθήκην. Στέκουμαι δίπλα στην πόρτα τζιαι γυρίζω πάνω να δω τα βιβλία. Προς στιγμήν μετανιώννω το τζιαι κάμνω σοβαρές σκέψεις να πάω πίσω στο δωμάτιόν μου να παίξω. Ώσπου να τα κατεβάσω τζιείνα ούλλα τζιαι να τα δούμε έναν-έναν, έννα μεσομερκάσουμεν τζ’ έννα μείνουμεν νηστιτζιοί. Παρά την υψοφοβίαν μου, εν θέλω να τον αφήκω μόνον του τζιαι ξεκινώ σιγά-σιγά να ανεβαίννω τα σκαλιά για να κατεβάσω τα βιβλία. Μετακινώ το πρώτον τζιαι συνειδητοποιώ ότι το ράφιν εν βαθύν τζι’ έσιει άλλην μιαν σειράν βιβλία στο πίσω μέρος. Αρπάσσω ακόμα θκυο-τρία βιβλία, κατεβαίννω μάνι-μάνι τζιαι ξαπολώ τα χαμαί, δίπλα στες κάσιες, τζιαι μετά ολόισια ξαναφκαίννω πάνω για να δω τα άλλα, τζιείνα που εν’ χωσμένα στην πισινήν σειράν.
Το μμάτιν μου ππέφτει αμέσως πάνω σ’ έναν βιβλίον που ο τίτλος του εν μέσα σε εισαγωγικά. Τραβώ το προσεχτικά μπροστά για να το δω καλλύττερα. Όσον τζιαι φτάννω το. Το εξώφυλλον του εν γκρίζον τζιαι έσιει πάνω κάτι ξεθωρκασμένες γραμμές που μοιάζουν με ρωγμές, αλλά άμαν τες παρατηρήσεις που κοντά φαίνεται πως εν’ απόσπασμαν που τον χάρτην της Κύπρου. Ο τίτλος εν γραμμένος με μεγάλα, κότσινα γράμματα: «Εγώ είμαι η Κύπρος».
Αννοίω το σε μιαν τυχαίαν σελίδαν τζι’ αντικρίζω μιαν φωτογραφίαν που μ’ εσυγκλόνισεν: ένας άθρωπος ώριμης ηλικίας, που φορεί κουστούμιν τζ’ έσιει πάνω του γιαούρκια. Η φωτογραφία εν παλιά τζιαι μαυρόασπρη τζι’ εν ημπορώ να διακρίνω καλά την έκφρασήν του. Εν καταλαββαίννω αν εν φοητσιασμένη ή χαρούμενη. «Μα εν’ δυνατόν», λαλώ του εαυτού μου, «να εν’ χαρούμενος που εξιμαρίστηκεν το κουστούμιν του με τα γιαούρκια; Αποκλείεται.»
«Μα τι εν τούτον το βιβλίον;», ρωτώ τον παπάν μου.
«Μετροφύλλα το να δεις», λαλεί μου τζιαι συνεχίζει να συγυρίζει.
Με τον δείχτην μου φυλάω την σελίδαν με τον κύριον που εγίνηκεν λέσιιν με τα γιαούρκια τζι’ αρκεύκω να μετροφυλλώ το βιβλίον όπως μου είπεν. Τρώει με η περιέργεια να μου πει ποιος ένι, αλλά σιωπώ για να δείξω πρόσωπον. Αφήννω να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα τζαι ξαναγυρίζω προς το μέρος του, δείχνοντάς του την φωτογραφίαν επιτακτικά:
«Τούτος ποιος ένι;», ρωτώ τον.
«Ο Τάκης Ευδόκας», απαντά μου τζιαι ξανακάμνει παύσην.
Άτε πάλε. Ξανακάμνω πως μετροφυλλώ το βιβλίον για λλίην ώραν, έτσι ώστε να φανεί ότι προσπαθώ να εξακριβώσω μόνη μου την ταυτότητάν του. Σε κάποιαν φάσην πείθεται τζαι συνεχίζει:
«Ήταν ο μοναδικός ανθυποψήφιος του Μακαρίου στες προεδρικές εκλογές.»
Το μόνον πράμαν που ήξερα για τον Μακάριον ήταν πως ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Κύπρου μετά την ανεξαρτησίαν. Τούτου του Τάκη δε, πρώτη φοράν άκουα τ’ όνομάν του. Εξηγά μου ότι οι υποστηρικτές του Μακαρίου επιτεθήκαν του διότι ετόλμησεν να βάλει τζιαι τζιείνος υποψηφιότηταν για πρόεδρος. Μέσα στες προηγούμενες τζιαι τες επόμενες σελίδες έσιει τζι’ άλλες σχετικές φωτογραφίες που μιαν προεκλογική εκδήλωσην που εξελίχτηκεν σε γιαουρτομαχίαν, όπως εγράφαν οι λεζάντες.
«Παπά, μα ο Μακάριος είπεν ότι τζιείνος εν η Κύπρος;»
«Όι μόνον είπεν το, αλλά επίσης εκατέπνιξεν κάθε προσπάθειαν για δημοκρατίαν.»
Πράγματι, τζιαι το βιβλίο έτσι έγραφεν: «Η Δημοκρατία Πέθανε», ελάλεν μια που τες επικεφαλίδες, η οποία επιβεβαίωννεν τα όσα μου είπεν ο παπάς μου.
«Έννα το πάρω πάνω στο δωμάτιον μου να το θκιαβάσω», είπα του, τζι’ άφησα το βιβλίον πάνω στο τραπεζάκιν. Τζιείνος εδέχτηκέν το με συγκαλυμμένην περηφάνειαν τζι’ ήμουν σίουρη πως ενέκρινεν το γεγονός ότι η κόρη του, σε τζιείν’ την ηλικία, είσιεν την περιέργειαν να θκιαβάσει έτσι βιβλίον, που κανονικά ήταν για μεγάλους.
Η φράση του έμεινέν μου μες στον νουν: «Εκατέπνιξεν κάθε προσπάθειαν για δημοκρατίαν». Εν’ ωραία τούτη η έκφραση, εσκέφτηκα, έννα την χρησιμοποιώ τζι’ εγώ. Το μόνον, εν έξερα πού να την χρησιμοποιήσω. Στο πάρκον; Στην γειτονιάν; Ποιου άραγε να πω ότι «εκατέπνιξεν κάθε προσπάθειαν για δημοκρατίαν»; Σαν να μεν εκόλλαν πούποτε.
Το βιβλίον έμεινεν για πολλύν τζιαιρόν πάνω στο κομοδίνον μου. Εμετροφυλλούσα το τες νύχτες πριν τζιοιμηθώ, εθκιέβαζα μερικές σελίδες τζιαι επέστρεφα στη φωτογραφίαν του Τάκη του Ευδόκα ξανά τζιαι ξανά. Όποτε την εθώρουν, εστεναχωρκούμουν σαν να τζι’ ήταν συγγενής μου. Εθεωρούσα το τεράστιαν αδικίαν που εν τον αφήκαν να κάμει την ομιλίαν του, που σίουρα θα την επροετοίμαζεν πολλές μέρες πριν, τζιαι που του εσύραν γιαούρκια μπροστά που τους συγγενείς του, που σίουρα θα ήταν τζιαι τζιείνοι στην εκδήλωσην, τζι’ εξιμαρίσαν του το κουστούμιν του το καλόν – σίουρα θα ήταν το καλόν του – σε σημείον που, μερικές φορές, έπιανεν με τζιαι το κλάμαν που το μαράζιν.
Μερικά χρόνια μετά, όταν ήμουν στο γυμνάσιον, ετσακκώθηκα με την καλλύττερην μου φίλην μες την τάξην, διότι εκατηγόρησεν τον Γρίβαν τζι’ είπεν ότι εν έθελεν να γιορτάζει την πρώτην τ’ Απρίλλη. Εξέφρασεν την άποψην ότι τζιείνος τζιαι η ΕΟΚΑ επροδώσαν την Κύπρον, επειδή εφυρτήκαν να κάμουν πραξικόπημαν για να φάσιν τον Μακάριον, τζι’ έτσι εδώκαν αβάντζον στους Τούρκους για να κάμουν την εισβολήν. Ήταν οι πρώτοι της μήνες στην ΕΔΟΝ τζι’ ήμουν έξω φρενών μαζίν της, διότι εθεωρούσα ότι επαπαγάλιζεν τζι’ εδιακήρυττεν τα όσα άκουεν στες μαζώξεις που εκάμνασιν τα απογεύματα. Η συζήτηση εκορυφώθηκεν όταν εγύρισα, αυθόρμητα, κάποιαν στιγμήν τζιαι αντιπαρέθεσα της την κουβέντα του παπά μου: «Ναι, αλλά γιατί εν σας λαλούν ότι ο Μακάριος εκατέπνιξεν κάθε προσπάθειαν για δημοκρατίαν;» Που την αντίδρασην της, τζιαι που τες αντιδράσεις του καθηγητή τζιαι των συμμαθητών μας, αντιλήφθηκα ότι η ατάκα μου ήταν αποστομωτική. Τελικά είχα δίκαιον που μου άρεσεν τζιαι επιτέλους ηύρα τζιαι κάπου να την πω.
Πριν μερικούς μήνες είχα μιαν έντονην διαφωνίαν με τον παπάν μου για το Κυπριακόν, τζιαι αθθυμήθηκα πάλε το βιβλίον. Έψαξά το, ασυναίσθητα, στο ίντερνετ, όπως κάμνω για ούλλα τα πράματα πλέον, τζιαι ανακάλυψα έναν άρθρον που μου εκέντρισεν το ενδιαφέρον. Είσιεν φωτογραφίαν του βιβλίου, με το γκρίζον εξώφυλλον τζιαι τα κότσιινα γράμματα, τζιαι ο τίτλος επεριέγραφεν το ως «Το απαγορευμένο βιβλίο». Αναγνώρισα το αμέσως. Το άρθρον εξηγούσεν την ιστορίαν του βιβλίου τζι’ ελάλεν ότι η κυκλοφορία του απαγορεύτηκεν κάποιαν στιγμήν με απόφασην δικαστηρίου, διότι είσιεν μέσα αποσπάσματα που το προσωπικόν ημερολόγιον της Νίτσας Χριστοδούλου – της ιδιαιτέρας του Μακαρίου – που της το είχαν κλέψει οι πραξικοπηματίες το ’74. Ελάλεν, επίσης, ότι μόνον πεντακόσιια αντίτυπα του πρωτότυπου βιβλίου είχαν προλάβει να πουληθούν τζιαι ότι το 1990 επανακυκλοφόρησεν χωρίς τα επίμαχα αποσπάσματα σε κάποιες συγκεκριμένες σελίδες.
Την επόμενην ημέραν, μόλις εσχόλασα επήα απευθείας στο πατρικόν μου. Είπα της μάνας μου πως έννα φκω πάνω να πάω τουαλέτταν τζι’ εβούρησα στο δωμάτιόν μου για ν’ ανακατώσω να ’βρω το βιβλίον. Ήμουν σίουρη πως το είχα στην βιβλιοθήκην μου ακόμα. Τελικά, εντόπισα το χωσμένον στο πίσω μέρος του πιο ψηλού ραφκιού μαζίν με διάφορα άλλα βιβλία, των οποίων αγνοούσα, πλέον, την ύπαρξην. Κοίτα να δεις, λαλώ, που εν γραφτόν του να ’ν’ πάντα χωσμένον τούτον το βιβλίον.
Αννοίω να δω τα στοιχεία της έκδοσης τζιαι, στην πρώτην-πρώτην σελίδαν, θωρώ μιαν αφιέρωση που για κάποιον λόγον εν είχα προσέξει ποττέ μου προηγουμένως: «Στο φίλο Δημητράκη» – τον παππούν μου – έγραφεν, τζιαι που κάτω «Τάκης». Στην επόμενην σελίδαν έγραφεν τζιαι την χρονολογίαν που εκδόθηκεν: 1989. Εγύρισα τζιαι πίσω στες σελίδες που έγραφεν το άρθρον ότι αλλάξαν τζιαι ήβρα τα αποσπάσματα που το ημερολόγιον.
Η προεκλογική εκδήλωση του Ευδόκα εγίνηκεν το 1968, όταν ο παπάς μου ήταν έντεκα χρονών. Το ΡΙΚ εν εδέχτηκεν να την καλύψει, όπως γράφει ο Ευδόκας στο βιβλίον, παρόλον που είσιεν δεκαπέντε σιιλιάδες κόσμον. Μάλιστα, αναφέρει ότι έστειλεν τηλεγράφημαν στον Μακάριον για να του ζητήσει τον λόγον για τους τραμπουκκισμούς των ψηφοφόρων του, αλλά ουδεμίαν απάντησην έλαβεν, τζιαι το ΡΙΚ εν εμετέδωσεν το γεγονός, ούτε τζιαι μετά τα γιαουρτώματα. Αντ’ αυτού, εμετέδωσεν μόνον ότι ο Ευδόκας εματαίωσεν την εκδήλωσήν του. Περνούν έναν εκατομμύριον σκέψεις που τον νουν μου. Πώς εματαιώθηκεν η εκδήλωση; Γιατί εν την εμεταδώσαν; Ποιοι ήταν τζιειαμαί; Άραγε επήεν τζιαι ο παππούς μου; Ο παπάς μου έξερεν το; Οξά εθκιάβασεν το βιβλίον μετά; Ποιος ιξέρει.
Η φωτογραφία του Ευδόκα με τα γιαούρκια στοιχειώννει με ως σήμμερα, τζιαι τωρά καταλάβω το γιατί. Εν εν’ η εικόνα του που μ’ έκαμνεν τζι’ έκλαια. Εν’ η ιδέα ενός τάδε αντιπολιτευτή, γιαουρτωμένου, καταφατσελλωμένου, που η μοίρα του ένι να τον ξητιμάζουν, να τον περιπαίζουν τζιαι να τον απαξιώννουν, τζιαι το βιβλίον του να ’ν’ καταχωνιασμένο, ξεχασμένον στο πιο δυσπρόσιτον σημείον του τελευταίου ραφκιού μιας βιβλιοθήκης.