Εθνικές επιλογές στην οπτική της διαχρονίας

Οι σημερινές εξελίξεις, που λαμβάνουν χώραν γύρω από την πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπου σύμπας ο Δυτικός κόσμος, πάση δυνάμει, στηρίζει, ακόμη και ενόπλως, την Ουκρανία, συνιστούν μία κρίσιμη καμπή της παγκόσμιας ιστορίας και των διαδρομών της Ευρώπης, αλλά και όλως ιδιαιτέρως της παρουσίας του Ελληνισμού ως γεωστρατηγικού κρίκου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Υφισταμένης της ανυπαρξίας παγκόσμιας κοινότητας δικαίου και δικαιοσύνης, τα κράτη, ως γνωστόν, στηρίζονται στην προβολή «ίσης ισχύος», αποτρεπτικά ικανής για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους και την εμπέδωση συνθηκών ειρήνης στην περιοχή τους, διασφαλίζοντας κατ’ ακολουθίαν τα εθνικά τους συμφέροντα. Τούτων δεδομένων, τίθεται το ζήτημα περί του τι μέλλει γενέσθαι και ποιοι οφείλουν να είναι οι βηματισμοί Ελλάδας και Κύπρου προς υποστήριξη των εθνικών τους συμφερόντων;

Προσεγγίζοντας την ανωτέρω διάσταση στο ιστορικό της πλαίσιο, αναφορικά προς την κυπριακή υπόθεση, μετά τη μεστή κινδύνων και απειλών περίοδο της ανεξαρτησίας της, η Κύπρος προ και μετά τον Αττίλα έτυχε κατ’ επανάληψιν της σοβιετικής στήριξης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε κρίσιμα επεισόδια, με το τουρκικό και τουρκοκυπριακό στοιχείο.

Η αποκαλούμενη και ως αδέσμευτη πολιτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, ούσα διεθνοπολιτικά εκτός ρεαλιστικού πλαισίου ως προς τις πραγματικότητες του ρόλου, της θέσεως και των δυνατοτήτων της Κύπρου στην περιοχή, είχε παρά ταύτα ελκύσει το ενδιαφέρον και την έμμεση στήριξη του σοβιετικού καθεστώτος, ενώ η χαρισματική παρουσία του Μακαρίου στον κόσμο γοήτευε διάφορες κρατικές οντότητες της μεταπολεμικής περιόδου, ενταγμένες, επίσης, στο Κίνημα των Αδεσμεύτων.

Ως προς τις ιστορικές σχέσεις Κύπρου – ΕΣΣΔ και ρωσικού χώρου εν συνεχεία, αυτές ήσαν συναισθηματικά, θετικά προσδιορισμένες, την ίδια στιγμή που η Μόσχα με το άλλο μάτι κοίταζε και προς την Τουρκία. Γεωστρατηγικά, η Κύπρος συνιστούσε για τη Μόσχα τη Λυδία λίθο μιας ενδεχόμενης εσωτερικής ρήξης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, εξαιτίας του Κυπριακού, λόγω ακριβώς του αυξημένου και κλιμακούμενου μεταπολεμικά ενδιαφέροντος της Άγκυρας για την Κύπρο, σε αντιπαράθεση με την ελληνική παρουσία στο νησί.

Στο παρόν, τελούσα η Κύπρος κατεχόμενη στο βόρειο τμήμα της και εν πολλοίς στρατηγικά και πολιτικά ως Ελληνισμός συναρτώμενη με τον Δυτικό παράγοντα, η κυπριακή πολιτική οδεύει προς μιαν αυτοπαγίδευση, τελευταία έκφανση της οποίας είναι και η μέσω αμερικανικού καλέσματος ενδεχόμενη αποστολή όπλων προς την Ουκρανία. Κατά ταύτα, εάν τούτο λάβει χώραν, μετατρέπεται η Κύπρος, αθεμίτως πλην εμφανώς, σε συμμετέχουσα χώρα στην ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας άνευ οιουδήποτε κέρδους, ενώ δημιουργεί και συνθήκες εχθρικής αντιπαράθεσης προς την παραδοσιακά φιλική προς την Κύπρο στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας, Ρωσική Ομοσπονδία.

Είναι σαφές πως η συμμετοχή σε μια ένοπλη αντιπαράθεση δεν παραπέμπει μόνο στην εμφανή και άμεση παρουσία επί του πεδίου, αλλά και στη διά της αποστολής όπλων σύμπραξη διαφόρων παραγόντων, ως εν προκειμένω, στη σύγκρουση.

Η Κύπρος οφείλει ν’ αντιληφθεί πως τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαιτέρως από την εισβολή του 1974 και εντεύθεν, τελεί σε καθεστώς εύθραυστων ισορροπιών επιβίωσης και αντοχής ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου στη διαδρομή του χρόνου, όπερ και σημαίνει πως κάθε κίνηση στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής, ικανή να διαταράξει παραδοσιακά δοκιμασμένες σχέσεις στήριξης, θα πρέπει να υπολογίζεται προσεχτικά, με βάση τη σχέση κόστους – οφέλους, με ιδιαίτερη έμφαση, όχι μόνο στη σύγχρονη διαδρομή της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και στην ικανότητά της να επιβιώσει σε μέλλοντα χρόνο ως κρατικοπολιτική συνιστώσα της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Εν κατακλείδι, οφείλει κανείς να υπογραμμίσει πως Αθήνα και Λευκωσία, βρισκόμενες σε ενιαία γραμμή πολιτικής, υποχρεούνται να μην προστρέχουν σε μιαν άνευ ανταλλαγμάτων αποδοχή υποδείξεων και κατευθυντηρίων γραμμών, στις οποίες καταφεύγει ο διεθνής παράγων, εν προκειμένω η Ουάσιγκτον, θεωρώντας τα δύο κράτη του Ελληνισμού ως δεδομένα. Η συμμαχία με το δυτικό στρατόπεδο είναι θεσμικά κατοχυρωμένη, πλην όμως οι ηγεσίες Ελλάδος και Κύπρου οφείλουν με καθαρότητα να εκπέμπουν διαρκώς και αδιαλείπτως το μήνυμα του εθνικού συμφέροντος ως προεξάρχουσας αρχής, που διέπει τις πολιτικές των δύο κρατών του Ελληνισμού.