Αντρέας Χατζηγερασίμου - Γομαρκάς: Ένας αδικημένος, λησμονημένος αγωνιστής

Ο Αγωνιστής, με άλφα κεφαλαίο, Αντρέας Χατζηγεράσιμος είχε γαλουχηθεί από μικρός με τα νάματα της θρησκείας και της πατρίδας

Χατζηγερασίμου Ανδρέας.jpg

Η μάνα γη της Κακοπετριάς δέχτηκε πολύ πρόσφατα στους κόρφους της ένα εκλεκτό τέκνο της, έναν αγνό, ταπεινό αγωνιστή της ΕΟΚΑ, τον Αντρέα Χρίστου Χατζηγερασίμου, τον επιλεγόμενο Γομαρκά. Τον άνθρωπο που κρατούσε στους ώμους και τη ράχη του το πιο βαρύ γομάρι (φορτίο), όταν η ανταρτική ομάδα της Κακοπετριάς άνοιγε τα ιστορικά κρησφύγετα της Σκοτεινής και του Βρυσιού των Πυτέρων, στα οποία είχαν φιλοξενηθεί ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ Διγενής και ο Καπετάν Ζήδρος, Γρηγόρης Αυξεντίου.

Ο Αγωνιστής, με άλφα κεφαλαίο, Αντρέας Χατζηγεράσιμος είχε γαλουχηθεί από μικρός με τα νάματα της θρησκείας και της πατρίδας. Μόλις τέλειωσε το Δημοτικό του χωριού του μπήκε στη βιοπάλη. Μαθήτευσε με τον φίλο του Ευριπίδη Κόκκινο, άλλον αδικημένο και λησμονημένο πρωτοπόρο αγωνιστή, σ’ έναν συγχωριανό τους επιπλοποιό. Κι όταν μπήκαν για καλά στο επάγγελμα, κατέβηκαν στη Λευκωσία, όπου βρήκαν και οι δύο δουλειά. Ενοικίασαν δωμάτιο στην οδό Τρικούπη κι έμεναν μαζί με έναν άλλο νεαρό.

Η προπαρασκευή του Αγώνα τούς βρήκε έτοιμους να ορκιστούν. Παιδιά του Παπασταύρου - μέλη της ΟΧΕΝ, δεν ήταν δυνατό να μη μυηθούν στην Οργάνωση και να δώσουν τον ιερό όρκο του Αγώνα για τη λευτεριά και την Ένωση της Κύπρου μας με τη Μητέρα Ελλάδα. Ο Αντρέας με τον αδελφό του Γιαννάκη, τον συγχωριανό μας Κυριάκο Χριστοδουλίδη, τον Γιαννάκη Χριστοφόρου και τον Παναγιώτη Αριστείδου, που ήταν ομαδάρχης και είχε το ψευδώνυμο «Θάνος», αποτελούσαν την ομάδα «Θύελλα». Ο Κόκκινος ανήκε στην ομάδα που αποτελείτο από τους Χριστάκη Ελευθερίου -υποτομεάρχη-, Στυλιανό Λένα -ομαδάρχη- και μέλη τους Ευτύχιο Σαλάτα και Μελή Γεωργίου, που είχε αποστολή την επίθεση εναντίον του βρετανικού Αρχηγείου Μέσης Ανατολής, με έδρα το στρατόπεδο «Γούσλεϊ Μπάρακς», εκεί όπου στεγάζονται σήμερα τα Δικαστήρια Λευκωσίας.

Η «Θύελλα» θα κτυπούσε τον στρατιωτικό ραδιοσταθμό Λακατάμειας και έπρεπε να κάνει ενδελεχείς αναγνωρίσεις του στόχου της, γιατί ήταν μέσα σε χωράφια-ελαιώνες. Θυμάμαι, συγκατοικούσα τότε (1955) με τους αδελφούς του Αντρέα, Γιαννάκη και Γιώργο, στην οδό Αισχύλου αριθμός 5. Μόλις βράδιαζε, τα παιδιά της ομάδας «Θύελλα» συγκεντρώνονταν εκεί και μετά ξεκινούσαν με ποδήλατα, για να κυνηγήσουν, δήθεν, με λάστιχα, μαυρόπουλλους -(κοτσύφια)- και τσίκλες. Ο Παναγιώτης Αριστείδου μού αφηγήθηκε σχετικά: «Η διαδρομή ήταν μακρινή και πολύ κουραστική. Επίσης, ο τόπος με τις εγκαταστάσεις του στρατιωτικού ραδιοσταθμού ήταν τελείως ακάλυπτος. Έτσι, ήμασταν υποχρεωμένοι να ξαπλώνουμε μπρούμυτα στα χωράφια, για πέντε έως έξι ώρες, χωρίς να μπορούμε να μιλούμε, εκτός κι αν ήταν απόλυτη ανάγκη και πολύ ψιθυριστά. Ξεκινούσαμε το σούρουπο και φεύγαμε προτού γλυκοχαράξει η αυγή. Μέχρι να φθάσουμε στα σπίτια μας, μουδιασμένοι από την ακινησία, ξημέρωνε για καλά. Οι τέσσερεις από εμάς (Π. Αριστείδου, Α. Χατζηγερασίμου, Κυριάκος Χριστοδουλίδης και Γιαννάκης Χριστοφόρου) ήμασταν εργαζόμενοι κι έπρεπε ν’ αλλάξουμε και να ετοιμαστούμε για τη δουλειά. Ο Γιαννάκης Χατζηγερασίμου, που ήταν μαθητής, πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι, έπαιρνε τα βιβλία του και μετά, χωρίς να κοιμηθεί ούτε λεπτό, αναχωρούσε κατ’ ευθείαν στο σχολείο…».

Τελικά οι κόποι των νεαρών αγωνιστών δεν πήγαν χαμένοι. Η «Θύελλα» τα κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, πολύ χρήσιμα για την αποστολή της. Πέντε μεγάλα βαγόνια-τροχόσπιτα, με αντένες ισχυρής έντασης, αποτελούσαν τον στρατιωτικό ραδιοσταθμό Λακατάμειας. Κάθε βράδυ, στις δέκα η ώρα, έξι στρατιώτες συγκεντρώνονταν σ’ ένα από τα βαγόνια-τροχόσπιτα. Τι έκαναν εκεί, ποτέ δεν έμαθαν οι αγωνιστές. Ούτε κι όταν ο τομεάρχης Ευάγγελος Ευαγγελάκης, με την αδελφή του και τον ομαδάρχη Παναγιώτη Αριστείδου, πήγαν εκεί και κατόπτευσαν από κοντά την περιοχή, παρακολουθούσαν τις κινήσεις των στρατιωτών κι έβγαλαν ακόμη και φωτογραφίες του τοπίου των βαγονιών. Ο Ευαγγελάκης με την αδελφή του, με φόντο τα πέντε βαγόνια, έκαναν τους ερωτευμένους κι ο Παναγιώτης από κοντά τούς φωτογράφιζε. Κάθε φωτογραφία που έβγαζε ο Παναγιώτης είχε και το ένα από τα πέντε βαγόνια.

Η ανατίναξη του ραδιοσταθμού

Αφού ο τομεάρχης και ο ομαδάρχης αξιολόγησαν τις φωτογραφίες των βαγονιών, κατήρτισαν το τελικό σχέδιο και στις 31 Μαρτίου 1955 ο Παναγιώτης πήρε εντολή να συγκεντρώσει το βράδυ την ομάδα στο σπίτι του και να περιμένουν νεότερες διαταγές. Γύρω στις 11.30 σταμάτησε έξω από το σπίτι ένα αυτοκίνητο τύπου «Ζέφιρ». Ήταν ο Χριστάκης Δημητρίου, ανέβηκε πάνω και χωρίς χρονοτριβή είπε στους αγωνιστές να ετοιμαστούν αμέσως για να τους μεταφέρει στον στόχο τους. Πηγαίνοντας, τους εξήγησε ότι έπρεπε να περιμένουν ν’ ακούσουν τις πρώτες εκρήξεις και μετά να πλήξουν τον δικό τους στόχο. Ο Χριστάκης τούς άφησε ένα χιλιόμετρο περίπου μακριά από τα βαγόνια κι έφυγε. Οι αγωνιστές προχώρησαν μέσα στη νύχτα και, όταν φτάσανε κοντά στον ραδιοσταθμό, πήραν θέσεις σε απόσταση βολής. Περίμεναν εκεί με αγωνία ν’ ακούσουν τις δυνατές εκρήξεις για να κτυπήσουν κι αυτοί τον στόχο τους. Ιστορεί ο Παναγιώτης Αριστείδου: «Γύρω στη 0.30 ώρα της 1ης Απριλίου τα φώτα τρεμοσβήνουν, αλλά δεν σβήνουν ολότελα. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούγεται μια δυνατή έκρηξη. Σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε προς τα βαγόνια… Ρίξαμε από μια εμπρηστική χειροβομβίδα ‘‘Μολότοφ’’. Οι βόμβες εξερράγησαν και το μεγάλο βαγόνι, που έμοιαζε με τροχόσπιτο, ζώστηκε στις φλόγες. Οι Εγγλέζοι πανικόβλητοι άνοιξαν τις πόρτες κι άρχισαν να πηδούν έξω. Εκείνη τη στιγμή ο Αντρέας Γερασίμου ελευθέρωσε μια καπνογόνο χειροβομβίδα και την πέταξε εναντίον τους. Η χειροβομβίδα εξερράγη και τα πάντα γέμισαν καπνό…». Η ενέργεια της «Θύελλας» στέφθηκε από πλήρη επιτυχία.

Οι αγωνιστές, όπως και ο Αντρέας με τον αδελφό του Γιαννάκη, απομακρύνθηκαν, σώοι και αβλαβείς. Όταν ο Αντρέας γύρισε στο σπίτι του, βρήκε τον Ευριπίδη, που είχε γυρίσει νωρίτερα, μετά την επίθεση της ομάδας του κατά του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής. Δεν έμελλε, όμως, οι δύο φίλοι και συναγωνιστές να έχουν την ίδια τύχη. Ο Ευριπίδης είχε συλληφθεί την άλλη μέρα μετά από καταδίωξη Τούρκων αστυνομικών, στην Πύλη της Κερύνειας. Επιβαίνοντας ποδηλάτων, είχαν ρίξει με τον Ευτύχιο Σαλάτα βόμβα εναντίον βρετανικού στόχου κοντά στο «Λήδρα Πάλας». Ο Σαλάτας κατάφερε να διαφύγει, αλλά ο Ευριπίδης στάθηκε άτυχος. Κοντά στην Πύλη της Κερύνειας είχε βγει η καδένα του ποδηλάτου του και οι Τούρκοι που τον κυνηγούσαν, τον έπιασαν. Αργότερα οδηγήθηκε στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση.

Αντάρτης στην Κακοπετριά

Η σύλληψη του Ευριπίδη υποχρέωσε τον Αντρέα να παίρνει μέτρα προφύλαξης και τελικά εγκατέλειψε τη Λευκωσία. Γύρισε στη γενέτειρά του Κακοπετριά, όπου η ομάδα του χωριού του εκπαιδευόταν από τον γυμναστή του Γυμνασίου Σολέας Γιάννη Κατσούλη και τον «Ευαγόρα» -Νότη Πετροπουλέα - στη χρήση όπλων και χειροβομβίδων. Ενώθηκε με την ομάδα και, σε λίγο, με εντολή του Διγενή, που βρισκόταν τότε στην Κακοπετριά και κατήρτιζε το σχέδιο «Προς τη Νίκη», άρχισαν την κατασκευή κρησφυγέτων στις τοποθεσίες «Σκοτεινή» και «Βρυσί» των Πυτέρων. Καθ’ όλην τη διάρκεια του χειμώνα, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου 1955, ο Αντρέας εκτελούσε δρομολόγια Κακοπετριάς - Κρησφυγέτων, μέσα σε χιονοπτώσεις, νεροποντές και τσουχτερό κρύο. Στις 14 Δεκεμβρίου, στην παρουσία του Αρχηγού, ο Αντρέας με τον Γρηγορά καταγίνονταν με το καμουφλάρισμα των κρησφυγέτων, διότι επρόκειτο η ομάδα να μετακινηθεί προσωρινά. Στις 9 η ώρα, με οδηγό τον Αντρέα Γερμανό -«Μουσολίνι»-, πορεύτηκαν, μέσα στην παγερή νύχτα, στη Γαλάτα. Μέχρι τις 9 του Γενάρη 1956, ο Διγενής, ο Γρηγοράς και άλλοι αντάρτες έμεναν σε ψηλώματα μέσα σε πρόχειρα κρησφύγετα και στεγάδια-καλύβες των αμπελιών με κληματίδες… Από τη Γαλάτα, ο Αρχηγός στις 9 Ιανουαρίου κατευθύνθηκε στον Κύκκο συνοδευόμενος από τον Μάρκο Δράκο και τον Νίκο Ιωάννου-Ψωμά.

Ο Γρηγοράς με τον Αντρέα συνέχισαν τη δράση τους στη Σολιά και τη Μαραθάσα, όταν πήραν εντολή του Αρχηγού να πάνε στον Καλοπαναγιώτη, για να ενισχύσουν την ομάδα του Αντώνη Γεωργιάδη, που θα έστηνε ενέδρα κοντά στο κέντρο του Δράκου. Δύο μερόνυχτα περίμεναν, αλλά αγγλικό αυτοκίνητο δεν πέρασε και ο Διγενής έδωσε εντολή στον Γρηγορά να γυρίσουν πίσω… Στις 2 Μαΐου 1956, ο Αντρέας με την Γρηγορά συλλαμβάνονται στο κρησφύγετό τους στην τοποθεσία Άγιος Κυριάκος Μουτουλλά. Οδηγήθηκαν σε ειδικό δικαστήριο και καταδικάστηκαν σε πολυετή φυλάκιση.

Ο Αντρέας αποφυλακίστηκε μετά τη λήξη του Αγώνα, όπως όλοι οι πολιτικοί κατάδικοι και κρατούμενοι χωρίς δίκη αγωνιστές. Γύρισε στην Κακοπετριά με την ελπίδα ότι θα του εξασφάλιζε η κυβέρνηση κάποια θέση για ν’ αντιμετωπίζει τα έξοδά του, για να ζήσει μιαν αξιοπρεπή ζωή.

Λησμονημένος απ’ όλους

Δυστυχώς, δεν βρήκε καμιάν ανταπόκριση, όπως και ο Ευριπίδης, ο οποίος στο τέλος αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του. Ο Αντρέας έμεινε και, τελικά, πήρε τη θέση του αγροφύλακα. Του την παραχώρησε ο θείος ο Αντρέας που είχαν το ίδιο όνομα. Δυστυχώς, για τον Αντρέα, ο θεσμός του αγροφύλακα καταργήθηκε κι έμεινε πάλι άνεργος, αφού στο μεταξύ έκανε οικογένεια.

Έτσι, δούλευε περιστασιακά, όταν τον καλούσαν φίλοι του, που γνώριζαν ότι ήταν καλός επιπλοποιός και πελεκάνος. Επίσης, καλλιεργούσε τα μικρά λιγοστά περβόλια του και, το καλοκαίρι, που είχε πολλούς παραθεριστές η Κακοπετριά, έκανε νοστιμότατες κούπες. Προτού ξεσπάσει η τουρκική ανταρσία του 1963 μέχρι την εισβολή, ο Αντρέας εντάχθηκε εθελοντικά στις ένοπλες ομάδες του κράτους -(Πολιτοφυλακή)- και με άλλους συγχωριανούς του πήγαιναν τα βράδια και φρουρούσαν τα ελληνικά χωριά της Σολιάς που ήταν μεικτά ή γειτόνευαν με την τουρκοκρατούμενη Λεύκα.

Γέρος πια και με άρρωστη καρδιά, ο Αντρέας ζούσε αναπολώντας τα παλιά. Κάθε τόσο που τον συναντούσα, όταν πήγαινα στο χωριό μας, εκεί στο σωματείο ΠΑΟΚ Κακοπετριάς, μιλούσαμε για τα περασμένα και τα μάτια του βούρκωναν, όταν με πικρό παράπονο μού έλεγε ότι, ποτέ, κανένας κυβερνητικός παράγοντας δεν τον πλησίασε, να τον ρωτήσει αν έχει κάποιο πρόβλημα, από τότε που αποφυλακίστηκε. Ακόμα και οι Σύνδεσμοι Αγωνιστών δεν αντιπροσωπεύτηκαν στην κηδεία του, παρόλο που κλήθηκαν. Τι ειρωνεία! Δεν πειράζει, Αντρέα. Δεν χρειαζόσουν ούτε τις ομιλίες τους, ούτε τα στεφάνια τους. Σου αρκεί η αγάπη της οικογένειας, των φίλων σου και αυτών που γνώριζαν τον χαρακτήρα σου, τον άδολο πατριωτισμό σου και την πλούσια προσφορά σου σε τούτη τη δόλια πατρίδα, την αχάριστη. Αιωνία η μνήμη σου, φίλε και συναγωνιστή Αντρέα.