Ο αυτοπεριορισμός της αμοιβαίας καταστροφής

Η σύγκρουση Ρωσίας - Ουκρανίας, η οποία κατά ταύτα μετεξελίσσεται σε ευρύτερη αντιπαράθεση Ρωσίας - Δύσης, δίνει αφορμή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ να ανακαλέσουν στη μνήμη τους τις μεταπολεμικές συνθήκες εκδήλωσης και εδραίωσης του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ του τότε σοβιετικού ιμπέριουμ και των ΗΠΑ με την εν προκειμένω εν είδει μετώπου σύμπραξη και του Λονδίνου.

Η εποχή εκείνη διεκρίνετο από την αδυναμία ευκρινούς γνώσεως των προθέσεων του αντιπάλου, λόγω ακριβώς του σιδηρούν παραπετάσματος, που εν είδει αδιαπέραστου τοίχου υφίστατο μεταξύ των δύο παγκοσμίου εμβέλειας και διεθνούς επιρροής πολιτικών συστημάτων.

Επισημαίνεται κατά ταύτα πως λόγω της κατοχής και από τις δύο τότε υπερδυνάμεις εξίσου ισχυρών οπλικών πυρηνικών συστημάτων και της προβαλλόμενης ικανότητας αμοιβαίας καταστροφής σε περίπτωση συγκρουσιακού φαινομένου, η εν προκειμένω συνθήκη οδήγησε στην προσφυώς αποκαλούμενη και ως ισορροπία του τρόμου, ακριβώς γιατί εξέπεμπε το ενδεχόμενο αμοιβαίας καταστροφής, συνθήκη που οδηγούσε στην «ειρήνη» ενός πυρηνικού ρεαλισμού.

Σήμερα, εν όψει της εν εξελίξει ευρισκόμενης συγκρουσιακής αντιπαράθεσης ΗΠΑ ως δυτικό στρατόπεδο με τη Ρωσική Ομοσπονδία στο ουκρανικό πεδίο, το ενδεχόμενο κορύφωσης της σύγκρουσης σε πυρηνικό επίπεδο αν και θα πρέπει να θεωρείται στο πλαίσιο του πολιτικού ορθολογισμού απίθανο, εντούτοις το εν προκειμένω απευκταίο ενδεχόμενο τίθεται ενώπιον θεμελιωδών ερωτημάτων. Πρώτον, σε τι βαθμό έχει αποφασίσει η Δύση να εναγκαλισθεί εν τοις πράγμασι την Ουκρανία, ενισχύοντάς την με πολεμικό υλικό, δημιουργώντας κατά ταύτα συνθήκες περαιτέρω κλιμάκωσης στην αντιπαράθεση με τη Μόσχα δεδομένων των συνθηκών ενός απρόβλεπτου ρωσικού αυτοεγκλωβισμού, ενώ τίθεται και το ερώτημα του κατά πόσον το Δυτικό στρατόπεδο είναι διατεθειμένο και αποφασισμένο να αναλάβει το κόστος και τις επιπτώσεις ενδεχόμενης σύμπραξης σε μια κατά ταύτα εξελιχθείσα κλιμάκωση.

Ως δεύτερη παράμετρος κατ’ εξοχήν κρίσιμη αναφέρεται το πόσο καλά γνωρίζει η ηγεσία της Δύσης εν είδει ψυχογραφήματος την κύρια μορφή του αντίπαλου στρατοπέδου σε αυτήν την αντιπαράθεση που παραπέμπει στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η παράσταση του τελευταίου ουδόλως προσομοιάζει ως πολιτική σκέψη και ως ικανότητα προβολής αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής με τους προκατόχους του στο μετασοβιετικό στρατόπεδο.

Συναφώς και πέραν των περί δικαίου και αδίκου διαλαμβανομένων, υποχρεούται κανείς να υπενθυμίσει σε μια ρεαλιστική προσέγγιση του πεδίου των διεθνών σχέσεων, πως η σημερινή Ρωσία με την τωρινή της ηγεσία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, αλλά και τη δεδομένη προσωποπαγή διάσταση διακυβέρνησης, δεν μπορεί να εξέλθει από την εν προκειμένω εν εξελίξει ευρισκόμενη πολεμική περιπέτεια χωρίς όφελος, που να ανταποκρίνεται στοιχειωδώς στις προσδοκίες της ρωσικής ηγεσίας.

Η Μόσχα προδήλως δεν μπόρεσε να προβλέψει επακριβώς τον βαθμό και τη δύναμη συσπειρωτικής αντίδρασης του ουκρανικού στοιχείου, καθώς και την ανάπτυξη με την πάροδο του χρόνου ολοένα και μεγαλύτερων κινητοποιήσεων ενεργού στήριξής του από τον Δυτικό παράγοντα, μεταβάλλοντας τη σύγκρουση από ρωσο-ουκρανική σε ρωσο-δυτική, ενισχύοντας κατά ταύτα το ΝΑΤΟ στη διεθνή του παρουσία και αφαιρώντας ουσιαστικά από τη Ρωσία την αποφασιστική αρμοδιότητα περί του πότε και πώς μπορεί να λήξει η σύγκρουση στην Ουκρανία.

Συμπερασματικά, το υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ενδεχόμενο ανατροπής της διαλαμβανόμενης μέχρι τούδε πυρηνικής αποτρεπτικής ισορροπίας πρέπει να θεωρείται, κατά το μάλλον ή ήττον, απίθανο, στον βαθμό που η μεν Ρωσία θα μπορούσε να εξέλθει από αυτόν τον πόλεμο με στοιχειώδη κέρδη, που να ήταν σε θέση να διασφαλίσουν την ισχυρή παρουσία της στον υπό διαμόρφωση νέο κόσμο και τον στοιχειώδη έλεγχο του γεωπολιτικού της «εγγύς εξωτερικού», ενώ η Δύση θα υποχρεούτο να ανεχθεί την υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν, Ρωσία, ως αναγκαία προϋπόθεση για συνθήκες απουσίας πολεμικής αναμέτρησης σε ένα εύφλεκτο οιονεί διαμορφούμενο και αναμορφούμενο διεθνές περιβάλλον.