Πάσχαν εις τας τράπεζας του Ακάμα

Αφιερωμένον στες νοικοτζυρές τες παλαιές του χωρκού μου και όλους τους κατά καιρούς ομοτράπεζους ημών εις την ωραίαν Δρούσιαν.

Εις τας πασχάλιους ημέρας, οι πρωτινές γεύσεις ήτο χαρά αναστάσιμη. Αυκά καλά κοτσινισμένα με τους παλιούς τρόπους. Φλαούνες, κουλλούρκα, ποξιμάθκια κατά παντού των χωρίων. Οι φούρνοι πυρωμένοι, καλά καθαρισμένοι κάτω που’ν οι πλάκες τους, εδουλεύκαν προ και μετά της Αναστάσεως. Πριν το Πάσκαν ούλλα τα γρουσά της σκάφης τα ζυμωτά. Ύστερης τα ψητά, οι πατάτες των χωραφκιών μας, τα ψητά αρνιά, ρίφκια τα’ Ακάμα των χωραφκιών γύρου-γύρου του χωρκού. Αν επυρώνναμεν τζιαι τα φουρνούθκια πουνυχτός με τα κρέατα τα σκλερά. Εσιυλαρώνναμέν τα με λάσπην καλήν τζιαι καλά να μεν φεύκει η βράστη, το πύρωμαν των φουρνουθκιών. Τίποτε να μεν φκαίννει προς τα έξω.

Σαλάτες. Με το κρομμύδιν, το σέλλενον, το πομηλόριν, ό,τι χόρτα είχαμεν. Κόλλιαντρον τζιαι λάδιν καλόν πόλικον τζιαι λεμόνιν. Άλας της θάλασσάς μας σύναμαν τζιαι στον σιερόμυλον αλασμένον νάκκον. Αλλομιάν σαλάταν των αυκών με πατάτα βραστήν τζιαι ππαντζιάριν βραστόν, λάδιν, ξύδιν τζιαι καλήν καρκιάν.

Ξυδάτα. Καππάριν θκιαλεχτόν, συναμένον που τα χωράσσια μας. Κύρταμον της θαλάσσης ημών. Πάγκαλλους θκιαλεχτούς καλοκαθαρισμένους. Πιπέρκα αψά, σέλλενα καλά μες στο ξύδιν το δυνάμενον.

Σαν επροχώραν η τράπεζα και ο οίνος και οι πύρες ή το κονιάκ ανάλογως των ομοτράπεζων, εζήτουν τες φρέσκες τζινάρες. Οι αγκινάρες οι πρώτες ήτο από πριν κομμένες και συχνά εκαθαρίζοντο επί της τραπέζης με τους καθαρίζοντας ν’ ακροακκάννουν τον μεζέν το ακριανόν των φύλλων. Με το πέρας του καθαρισμού οι θυσαυροί οι λευκοί των αγκινάρων εποτίζοντο με λεμόνιν εκλεκτόν, άλας πασιύν και οίνον της φλάσκας η οποία ένωνεν και τους κακοφανησμένους και τους εν έριδι ευρισκομένους. Ούλλα εξεχνόντο κατά το νόημαν του παππού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.