Ευρωπαϊκοί θεσμοί ασφάλειας σε μετέωρο βηματισμό

Η εν εξελίξει εμπόλεμη σύγκρουση στην Ουκρανία και η κατά ταύτα άμεση εμπλοκή της Μόσχας διά της εισβολής των ρωσικών στρατευμάτων στο ουκρανικό πεδίο δημιούργησε συνθήκες που οδηγούν σταδιακά και σταθερά στην αναβίωση και αναθέρμανση παρελθόντων δεκαετιών ψυχροπολεμικού κλίματος μεταξύ του κόσμου της Δύσης, δηλαδή του δυτικού πολιτικού συνασπισμού και του ανατολικού, τουτέστιν του εν προκειμένω ρωσικού τοιούτου.

Πρόκειται για μια εξέλιξη απρόβλεπτη και απροσδόκητη, στον βαθμό που στο διάστημα, που μεσολάβησε ο κόσμος, δυτικός και ανατολικός, διήλθε περίοδο συγκρουσιακής ύφεσης με τάσεις συνεργατικής προσέγγισης των κυρίαρχων πόλων του διεθνούς πολιτικού συστήματος.

Η κρίση στην Ουκρανία και η ενεργοποιημένη επεμβατική ανάφλεξη της Ρωσίας, με την ταυτόχρονη και εκ παραλλήλου συνδρομητική προσέγγιση των Δυτικών χωρών, Λονδίνου και Ουάσιγκτον προεξαρχόντων προς την Ουκρανία, μεταβάλλει το σκηνικό του σύγχρονου κόσμου σε μια ως εν θερμώ, εν εξελίξει υφιστάμενη αναμέτρηση. Τούτο δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε σύγκρουση Ουάσιγκτον - Μόσχας, αλλά θα πρόκειται για μιαν αντιπαράθεση μέσω δορυφόρων, δηλαδή ευρωπαϊκών δυνάμεων, κυρίως προσδεδεμένων στο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, απέναντι στη Ρωσία.

Το ανωτέρω σκηνικό σαφώς αναπροσαρμόζει συνολικά το περιβάλλον διεθνούς ασφάλειας, ενώ λειτουργεί και ως προειδοποιητικός κώδων αναφορικά προς τον ρόλο της ΕΕ σε αυτήν τη νέα εποχή.

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, που παρέμεναν εν απραξία μεταξύ Ψυχρού Πολέμου και σημερινής εποχής, αναβιώνουν εκ των πραγμάτων επιχειρώντας έναν συγκερασμό του οραματικού πεδίου με την πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής.

Ο γαλλικός παράγων υπό την ηγεσία του Εμμανουέλ Μακρόν, διαισθανόμενος μιαν αποστολική διάσταση της παρουσίας του στην Ευρώπη και τη διεθνή πολιτική, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες χάραξης κοινής πολιτικής, προσανατολιζόμενης στη σφυρηλάτηση, εδραίωση και ενδυνάμωση ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος, που να αποπνέει τη διάσταση, τόσο της κοινής ευρωπαϊκής ασφάλειας, όσο και ενός κοινού ελληνορωμαϊκού πολιτιστικού υπόβαθρου, καθώς και κοινής εξωτερικής πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών.

Σε ερμηνευτική αντιδιαστολή προς τα ανωτέρω, το Βερολίνο, παρά την ανακοίνωσή του για επερχόμενη μεγάλη επένδυση σε οπλικά συστήματα, κινείται κατά τη γερμανική παράδοση περισσότερο προσεταιριζόμενο τη συμμαχική ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα, συμβάλλοντας κατά ταύτα μόνο και μετά των Βαλτικών χωρών, στην ούτω καλούμενη επιστροφή του ΝΑΤΟ στο διεθνοπολιτικό γίγνεσθαι, διατηρώντας εν προκειμένω τη διάσταση μιας ευρωπαϊκής προσκόλλησης στην Ουάσιγκτον σε ό,τι αφορά τα θέματα ασφάλειας.

Η ανωτέρω στάση της Γερμανίας εξηγείται από το γεγονός μιας ιστορικά δεδομένης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εντεύθεν πολιτικής προσκόλλησής της στις ΗΠΑ, τόσο για λόγους ασφάλειας, όσο και λόγω μιας ευρύτερης σύμπλευσης σε κοινά μέτωπα αντιπαράθεσης, όπως και με δεδομένο ένα από το απώτερο παρελθόν προερχόμενο, αντικομουνιστικό σύνδρομο.

Παρά ταύτα και δεδομένου ότι θα συνεχίσει να προεδρεύει της Γαλλικής Δημοκρατίας και μετά τις επερχόμενες εκλογές ο Εμμανουέλ Μακρόν, το Βερολίνο θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων με βηματισμούς, των συνθηκών αναλόγως, σε περαιτέρω συμμαχική σύμπραξη με το Παρίσι στην προσδοκία υλοποίησης του παλαιόθεν υφιστάμενου ευρωπαϊκού οράματος για την εμπέδωση ενός συστήματος αυτόνομης ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Κατά τα αναμενόμενα, οι χώρες τις Βαλτικής προσδεδεμένες οικεία βουλήσει στο άρμα της αμερικανονατοϊκής ομπρέλας, θα αποτελέσουν, τρόπον τινά, τροχοπέδη στη στρατηγική πορεία οικοδόμησης κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής.

Ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη διαπνέονται από έναν δομικό αντιρωσισμό, ο οποίος παράγεται από την ιστορική διάσταση της θεσμικής μνήμης έναντι του παλαιόθεν υφιστάμενου σοβιετικού ιμπέριουμ, σύνδρομο που μετατρέπεται σε παρόντα χρόνο σε έναν εν είδει οξύμωρου, εθνικιστικό φιλοαμερικανισμό.

Εν κατακλείδι, οφείλει κανείς να υπογραμμίσει πως σήμερα που ο κόσμος βιώνει μια καθολική αναθέρμανση του παλαιόθεν υφιστάμενου ψυχροπολεμικού κλίματος μεταξύ δύο κόσμων, σε συνθήκες μάλιστα 21ου αιώνα, με το βλέμμα στραμμένο σε παρελθόντες αιώνες, η Ευρώπη, προκειμένου να συναντήσει τον εαυτό της του σήμερα και του αύριο, υποχρεούται να αναζητήσει διαδρομές αυτονόμησης και προβολής στρατηγικής ισχύος, πολιτική που θα συνέβαλλε έτι περαιτέρω στην υπέρβαση εθνικών αντιθέσεων και την πραγμάτωση ενός οράματος κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής.