Επικίνδυνη η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης Ρωσίας και Δύσης
Η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα ενώπιον της πιο επικίνδυνης κρίσης από εκείνη που είχε δημιουργηθεί με την εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα το 1962. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης και επέκτασης του πολέμου στην Ουκρανία είναι υπαρκτός. Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι αμερικανικών υπηρεσιών έχουν δηλώσει ότι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία. Την ίδια ώρα ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σ. Λαβρόφ τόνισε με έμφαση ότι «η στρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας από τη Δύση είναι επικίνδυνη».
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου η Δύση στηρίζει την Ουκρανία ποικιλοτρόπως με στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια. Το μόνο που δεν έχει κάνει η Δύση είναι η άμεση στρατιωτική εμπλοκή.
Η Δύση έχει επίσης υιοθετήσει μια σειρά από μέτρα εις βάρος της Ρωσίας και την έχει καταστήσει τη χώρα με τις βαρύτερες κυρώσεις στον κόσμο “the most heavily sanctioned nation in the world”. Οι κυρώσεις δεν στοχεύουν μόνο τον Ρώσο Πρόεδρο, την κυβέρνηση και την οικονομία της χώρας του. Στοχεύουν επίσης Ρώσους πολίτες που κατοικούν εκτός Ρωσίας, οι οποίοι θεωρούνται ότι είναι φίλα προσκείμενοι προς το Κρεμλίνο.
Είναι καθοριστικής σημασίας να μελετηθούν οι στρατηγικές, πολιτικές, οικονομικές και νομικές προεκτάσεις των πρωτοφανών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί. Διάφοροι αναλυτές στις ΗΠΑ και άλλες χώρες έχουν τονίσει ότι θα υπάρξουν και ανεπιθύμητες παράπλευρες επιπτώσεις. Μεταξύ άλλων, τονίζονται οι οικονομικές επιπτώσεις στους Ευρωπαίους πολίτες καθώς και το γεγονός ότι οι κυρώσεις έχουν φέρει πολύ πιο κοντά τη Ρωσία με την Κίνα. Πάντως εκείνο που μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα είναι ότι, σύμφωνα με τη συναφή θεωρία των κυρώσεων, τέτοιου είδους μέτρα στοχεύουν συνήθως στην ανάσχεση (containment) της συγκεκριμένης χώρας και ενδεχομένως σε καθεστωτική αλλαγή.
Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί πεδίο σύγκρουσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Ο πόλεμος δεν ήταν αναπόφευκτος. Δυστυχώς, όμως, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση εδώ και δύο περίπου μήνες. Ενδεχόμενη κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία είναι δυνατό να οδηγήσει σε μια ευρύτερη σύρραξη με απρόβλεπτες συνέπειες. Το ζητούμενο ήταν και παραμένει ο τερματισμός των εχθροπραξιών και η επίτευξη πολιτικής λύσης σε όλα τα ζητήματα. Δυστυχώς, στην παρούσα φάση δεν φαίνεται να υπάρχει η ελάχιστη συνεννόηση.
Tα σύννεφα στις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης είχαν διαφανεί εδώ και χρόνια, καθώς υπήρχαν σοβαρές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών στο θέμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Πέραν τούτου, δεν φαίνεται να είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ΕΕ έθετε ως στόχο τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία. Εάν αναλογισθούμε την ίδια την εμπειρία και τη φιλοσοφία της οικοδόμησης της ΕΕ, θα μπορούσε κάποιος να ανέμενε την εμβάθυνση των οικονομικών και ενεργειακών σχέσεων Ρωσίας και ΕΕ ως μέσο συμφιλίωσης και δημιουργίας συνθηκών ασφάλειας, συνεργασίας και σταθερότητας.
Και ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι τυχόν ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ ενδεχομένως θα δημιουργήσει επιπρόσθετες τριβές και επιπλοκές. Εάν τόσο η Ρωσία όσο και η Δύση δεν επιδείξουν διάθεση για εξεύρεση πολιτικής λύσης στα καυτά ζητήματα και οι αντιπαραθέσεις συνεχισθούν, τότε η κλιμάκωση θα καταστεί αναπόφευκτη.
Θεωρώ ότι πολύ πιο πριν όχι μόνο από τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και από τον πόλεμο στη Γεωργία το 2008, θα έπρεπε να είχε υπάρξει ένας διάλογος εφ’ όλης της ύλης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Ένας τέτοιος διάλογος σήμερα έχει καταστεί εξαιρετικά δύσκολος, παρά το γεγονός ότι είναι απαραίτητος. Ένας από τους στόχους ενός τέτοιου διαλόγου θα είναι, πέραν της επίλυσης του ουκρανικού ζητήματος, η οικοδόμηση μιας νέας ευρωπαϊκής και παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ασφάλειας και συνεργασίας. Στην απουσία μιας τέτοιας ορθολογιστικής προσέγγισης η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.