Το Ελληνόπουλο της ελευθερίας

Η αναφορά στην ιστορική επέτειο της 1ης Απριλίου 1955, της έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), εκδηλώνεται σε μια στιγμή κατά την οποία η διεθνής κοινότητα διέρχεται εν τοις πράγμασι το φαινόμενο της γνωστής χομπσιανής ρήσης ενός «εν παρατάξει» πολέμου όλων εναντίον όλων.

Η εποχή του αντιαποικιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Κυπριών σηματοδότησε μια ηρωική στιγμή θυσίας και βηματισμού υπέρ πατρίδος στο ικρίωμα της αγχόνης, όπου οι δεκαοχτάχρονοι, όντες αγέρωχοι, θυσίαζαν το πολυτιμότερο αγαθό, που ο άνθρωπος φέρει μαζί του στη διαδρομή της ζωής του, μη υπολογίζοντας τον θάνατο, μπροστά στην παράσταση μιας ελεύθερης πατρίδας.

Οι πράξεις αυτοθυσίας των Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, αλλά και όλων των άλλων απαγχονισθέντων, προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό και την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ του αγώνα των Κυπρίων για ελευθερία και αυτοδιάθεση.

Από την Κούβα του επαναστατημένου Φιντέλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα, μέχρι τον σπουδαίο διανοητή Αλμπέρτ Καμύ, που κατά τον Δεκέμβριο του 1955 με το «Ελληνόπουλό του» (L’ enfant greq) απέτισε με τη γραφίδα του φόρο τιμής στον Καραολή, μέχρι και την Αθήνα που εσείετο από φοιτητικές διαδηλώσεις υπέρ του αγώνα για την ελευθερία και την ένωση, συντελείτο ένα γεγονός διεθνούς κινητοποίησης και συμπαράστασης στους αγωνιστές της κυπριακής ελευθερίας, ταυτοχρόνως δε και καταδίκης του βρετανικού αποικιοκρατικού συστήματος.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο αγώνας εκείνος διαδραμάτισε παραδειγματικό ρόλο στο διεθνές αντιαποικιακό στερέωμα, ενώ ταυτόχρονα δικαίωσε και τη θέση της Κύπρου ως αναπόσπαστου τμήματος ενός ιστορικού έθνους, του των Ελλήνων.

Τούτο δε παρά το γεγονός πως η έκβαση του αγώνα δεν δικαίωσε τη διαδρομή και τις θυσίες των αγωνιστών για αυτοδιάθεση και ένωση με τον «μητρικό» κορμό της Ελλάδος.

Ως προς το ιστορικό περικείμενο, σημειώνεται πως κατά τη δεκαετία του 1950 στην Κύπρο εξακολουθούσε να υφίσταται για όγδοη δεκαετία η βρετανική αποικιοκρατική κατοχή, ενώ το αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας του αποικιακού κυπριακού λαού για απελευθέρωση, συμπορεύετο απολύτως με την καθιέρωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και την κατά ταύτα πραγμάτωσή του διά του ένας άνθρωπος - μία ψήφος, σε παγκόσμιο επίπεδο ως jus cogens, δηλαδή αναγκαστικό δίκαιο.

Αυτό το δικαίωμα παραβιάσθηκε, ως γνωστόν, στην περίπτωση της Κύπρου μέσα από την τεχνητή δημιουργία μιας διακοινοτικής αντιπαλότητας μεταξύ Ελλήνων της Κύπρου και Τουρκοκυπρίων, η οποία δεν είχε σχέση με το γεγονός της διεκδίκησης της αυτοδιάθεσης από το σύνολο του αποικιακού λαού.

Σε αυτήν την τεχνητή κατασκευή καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος του Λονδίνου, το οποίο προσέτρεξε στην οικοδόμηση μιας εσωτερικής αντιπαλότητας, ακολουθώντας τη ρωμαϊκή μέθοδο διακυβέρνησης divide et impera, δηλαδή διαίρει και βασίλευε, μετακυλίοντας κατά ταύτα το βάρος του αγώνα από την αντιπαράθεση του αποικιοκρατούμενου λαού προς τη Βρετανία, προς την τουρκοκυπριακή πλευρά, μεταλλάσσοντας έτσι το πλαίσιο της σύγκρουσης από κυπροβρετανικό σε ελληνοτουρκικό.

Συνεπώς, η τεχνητή μετακίνηση του ενδιαφέροντος από το αντιαποικιακό επίπεδο αυτοδιάθεσης και ένωσης με την Ελλάδα στο διακοινοτικό, συγκρουσιακό παίγνιο αντιπαλότητας, αλλοίωσε εν τοις πράγμασι την ουσία του αγώνα, ο οποίος στα όμματα της διεθνούς κοινότητας πλέον δεν ήταν αντιαποικιακός, αλλά μετετράπη σε διακοινοτικό.

Των ανωτέρω δεδομένων, ο Φεβρουάριος του 1959 ήρθε, διά των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου, να φέρει το άδοξο τέλος του αγώνα, ακυρώνοντας εν τοις πράγμασι το δικαίωμα του κυπριακού Ελληνισμού για διεκδίκηση αυτοδιάθεσης – ένωσης, αφού πλέον οδηγήθηκε σε έναν ελληνοτουρκικό διακανονισμό εν Κύπρω με τη δημιουργία ενός νέου κράτους.

Την ανεξαρτησία της εύθραυστης, νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, το δικαίωμα του one man – one vote είχε ενταφιασθεί, εγγυούντο αφενός ο βρετανικός παράγων, αφετέρου ο οιονεί τουρκικός επιβουλέας, αλλά και η σταθερά αναποφάσιστη και δομικά εξαρτώμενη από το δυτικό στρατόπεδο, Αθήνα. Οι κατά τα ανωτέρω συνθήκες που προδιέγραφαν ένα διόλου ευοίωνο μέλλον για τον κυπριακό Ελληνισμό, αντικρίζονται σήμερα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, ως τραυματική εμπειρία, αλλά και ως τροχοπέδη σε κάθε απόπειρα πραγμάτωσης λύσης στο Κυπριακό επί τη βάσει του δικαίου των λαών για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία.