Τοπικά

Μνημόσυνο πρωτομαρτύρων αγχόνης

Η σημερινή τελετή και η μαρτυρία του παπα-Αντώνιου Ερωτοκρίτου

Τελέστηκε σήμερα (10 Μαΐου 2022) στον χώρο των Φυλακισμένων Μνημάτων, στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, το τρισάγιο των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Οι πρωτομάρτυρες της αγχόνης εκτελέστηκαν τα χαράματα της 10ης Μαΐου 1956 και οι σοροί τους ετάφησαν στον χώρο που αργότερα έμεινε γνωστός ως Φυλακισμένα Μνήματα. Ο παπα-Αντώνιος Ερωτοκρίτου τέλεσε τη νεκρώσιμο ακολουθία και διηγείτο αργότερα συγκινημένος: «Ετελείωσα και αμέσως γονυπέτισα μπροστά στα δύο φέρετρα που ήσαν κοντά το ένα στο άλλο. Τα δύο νεκρά σώματα ήσαν τυλιγμένα μέσα σε κουβέρτες της Φυλακής, και αποκάλυψα τα πρόσωπά των το ένα κατόπιν του άλλου. [...] Τους εφίλησα στο πρόσωπον τόσον σφιχτά, ώστε να νοιώσω να είναι ακόμη ζεστά. Μ’ αυτό υπέθεσα ότι λίγη ώρα είχε που τους κατέβασαν από την αγχόνη» (ολόκληρη η μαρτυρία παρατίθεται πιο κάτω).

Στη σημερινή τελετή παρέστησαν συγγενείς των ηρώων, η Πρόεδρος της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου, εκπρόσωποι κομμάτων και οργανώσεων, της Εκκλησίας της Κύπρου, του στρατού και της αστυνομίας.

IMG_3247.JPG

IMG_3258.JPG

IMG_3262.JPG

Υπενθυμίζεται ότι σήμερα στις 18:30 οργανώνεται εκδήλωση με θέμα «Οι δικαστικοί αγώνες της ΕΟΚΑ και η προσφορά των δικηγόρων». Ο Κορνήλιος Χατζηκώστας, Γραμματέας των Συνδέσμων Αγωνιστών ΕΟΚΑ 1955-1959, σημείωσε σχετικά στη διάρκεια της επιμνημόσυνου τελετής που έλαβε χώρα στα Φυλακισμένα Μνήματα: «Η εκδήλωση πραγματοποιείται ειδικά σήμερα, επέτειο της θυσίας των Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, γιατί η καταδίκη του Μιχαλάκη Καραολή ήταν αποτέλεσμα μιας κακοδικίας, μιας παρωδίας δίκης, καθώς οι Άγγλοι είχαν προαποφασίσει να τον εκτελέσουν και η δίκη έγινε μόνο για το θεαθήναι».


Ακολουθεί η μαρτυρία του παπα-Αντώνιου Ερωτοκρίτου για την εκτέλεση των Μιχαλάκη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, όπως την κατέγραψε στο βιβλίο του «Πώς έζησα το δράμα των απαγχονισθέντων».

IMG_3255.JPG

«Μετά το μεσονύκτιον διέκρινα ευκρινώς και συνεχώς βήματα στρατιωτών και συνεχές ανοιγοκλείσιμον των θυρών, και προ παντός μετά τας δύο.

«Υποθέτω ότι ο απαγχονισμός των δύο τούτων μαρτύρων έγινε περί την τρίτην πρωινήν ώραν, διότι την τετάρτην ώραν με εκάλεσαν να ετοιμασθώ.

»Σε πέντε λεπτά ήμην έτοιμος και με ωδήγησαν προς το διαμέρισμα της αγχόνης. Απόλυτος νεκρική σιγή εβασίλευε παντού μέσα σε μια νύχτα ασέληνον. Με πήραν κατ’ ευθείαν πλησίον των δύο ανοικτών φερέτρων έξω από το κοιμητήριον. Ενώ προχωρούσα δεν είδα κανένα πρόσωπο, διότι το μέρος ήτο σχεδόν σκοτεινό, και πέρα στον τοίχο της Φυλακής υπήρχε ηλεκτρικό φως. Όταν εστάθη πλησίον των φερέτρων, διέκρινα μακριά στον τοίχο να στέκη κάτω από το φως τον Διευθυντή των Φυλακών μόνον και σκυθρωπόν, όπως και όταν έφευγα μερικούς στρατιώτας κρυμμένους ανάμεσα της αγχόνης και του διαμερίσματος των μελλοθανάτων στο μισοσκόταδο.

»Μόνος κατάμονος ετέθην επί το έργον σαν να ευρισκόμην μέσα σε όνειρο. Άναψα κεριά, ετοίμασα τον θυμιατόν και άρχισα αμέσως να διαβάζω την νεκρώσιμον ακολουθίαν, σχεδόν μηχανικά από την σύγχυσίν μου, κάτω από το φως του κεριού, το οποίον προσπαθούσα να μη μου το σβήση ο αέρας. Σαν αιώνας μου φάνηκαν αυτές οι λίγες στιγμές.

»Ούτε πώς άρχισα θυμάμαι, ούτε πώς τελείωσα. Ήθελα να κλάψω, μα δεν μπορούσα. Ήμουν τόσον πολύ ταραγμένος, ώστε να λησμονώ τα ονόματά των, σαν να επέρασε πολύς χρόνος από την ώρα που αποχωριστήκαμε ως σε κείνην την ώρα.

»Ετελείωσα και αμέσως γονυπέτισα μπροστά στα δύο φέρετρα που ήσαν κοντά το ένα στο άλλο.

»Τα δύο νεκρά σώματα ήσαν τυλιγμένα μέσα σε κουβέρτες της Φυλακής, και αποκάλυψα τα πρόσωπά των το ένα κατόπιν του άλλου.

»Στο φως του κεριού μου εφάνησαν μαραμμένα με χρώμα φαιό, και στο λαιμό διέκρινα καθαρά το σημάδι που άφησε το σχοινί της αγχόνης. Το κεφάλι ήτο γειρμένο προς τον ώμο και τα μάτια κλειστά.

»Τους εφίλησα στο πρόσωπον τόσον σφιχτά, ώστε να νοιώσω να είναι ακόμη ζεστά. Μ’ αυτό υπέθεσα ότι λίγη ώρα είχε που τους κατέβασαν από την αγχόνη.

»Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσω αυτή την ανατριχίλα που μου ήλθε εκείνην την στιγμήν από την ζεστασιά που ένοιωσα από τα νεκρά και άψυχα σώματά των;

»Τους σκέπασα, τους έχυσα σταυροειδώς το λάδι, αυτό που έπρεπε να γίνη μόνον, όταν ο νεκρός κατέβαινε στον τάφο.

»Συντετριμμένος απεχώρησα με όλην την ευλάβειαν και άφησα τα δύο φέρετρα έξω από την κλειστήν είσοδον του κοιμητηρίου. Μου είναι άγνωστον πώς ετάφησαν οι δύο μεγάλοι της Κύπρου νεκροί.

»Ήταν αυγή όταν με έφεραν οι στρατιώται πίσω στο σπίτι μου με πολλήν προφύλαξιν. Επλάγιασα αμέσως και με πήρε ο ύπνος. Κατά τας εννέα με ξύπνησεν ο μικρός μου, γιατί δυο-τρία παιδιά αγωνιούσαν να μάθουν τι έγινε. Σηκώθηκα αμέσως και στο αντίκρυσμά των δεν μπόρεσα να μιλήσω, κάτι μου έσφιγγε τον λαιμό, και τότε άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί.

»Συνήλθα και τους διηγήθηκα τα διατρέξαντα.

»Ύστερα από λίγο ήλθε και ο γέρος πατέρας του Καραολή, και ήθελε να μάθη, αν πραγματικά τους κρέμασαν, γιατί όπως μου είπε έξω διεδόθη ότι τους πήραν στο εξωτερικό. Έμαθε τώρα την αλήθεια ο γέρος, αλλά δεν έκλαψε, γιατί του στέρεψε η καρδιά.

»Μετά δυο μέρες μου έδωσαν στας Φυλακάς ένα φάκελο σταλμένον από την Αγγλία με πολλά γραμματόσημα για τον Καραολή, που περιείχε σε Ελληνική μετάφραση το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, και έγραφαν.

»"Please be given to the priest who is looking after MICHALAKIS KARAOLIS – for giving to Michalakis Karaolis, if possible"».