«Φινλανδοποιήσεως» αυτοακύρωση

Η εισβολή των Σοβιετικών κατά το 1939 στη Φινλανδία και η επακολουθήσασα έκτοτε ως οιονεί της Μοσχας υφιστάμενη σοβιετική απειλή έναντι του Ελσίνκι, ούσα μη ενεργοποιημένη, καλλιέργησε παρά ταύτα την αντίληψη της «φινλανδοποίησης», έννοια που μαρτυρούσε την εκούσα άκουσα πολιτική βούληση της Φινλανδίας να εξαρτά την πορεία της στον κόσμο από τη θέληση του σοβιετικού ισχυρού γείτονά της.

Η κατά τα ανωτέρω προβληθείσα έννοια της φινλανδοποίησης εμπεδώνει έκτοτε την παρουσία και λειτουργία της στον κόσμο των διακρατικών σχέσεων ως αντίληψη μειωμένης ή και απούσης κατά ταύτα εθνικής κυριαρχίας.

Οι σημερινές διεθνείς ανατρεπτικές εν πολλοίς συνθήκες και οι νέοι συσχετισμοί που επέφερε στο διεθνές σύστημα η παγκόσμια αντιπαράθεση, όπως εξελίσσεται στην Ουκρανία, αλλάζουν άρδην τις κατά τα ανωτέρω υφιστάμενες συνθήκες που αφορούν το φινλαδικό φαινόμενο, ενεργοποιώντας κατά ταύτα τα αντανακλαστικά του Ελσίνκι στη θέληση υπεράσπισης της ακεραιότητας της χώρας έναντι μιας εκλαμβανόμενης ή επερχόμενης υφιστάμενης ρωσικής απειλής. Κατόπιν τούτου, η Φινλανδία αίρει εν τοις πράγμασι το καθεστώς μιας διαχρονικά αυτοεπιβληθείσης ουδετερότητας έναντι πάντων, ιδιαιτέρως δε προς τον ρωσικό παράγοντα, προσανατολιζόμενη σε μια διαδικασία ένταξής της στο ΝΑΤΟ.

Τούτο συνιστά, όχι μόνο ένα κρίσιμο κρίκο της αλυσίδας των γεγονότων που συνθέτουν το περί την Ουκρανία σκηνικό, αλλά και ένα ιστορικό μομέντουμ, όπου το σημείο γέννησης τού εν προκειμένω όρου μετεξελίσσεται σε πλαίσιο προσδιορισμού της σημερινής σύγκρουσης ως εν εξελίξει φαινομένου αντιπαράθεσης Ανατολής - Δύσης.

Οι νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται σε επίπεδο διεθνοπολιτικών εξελίξεων και η κατά ταύτα αναμενόμενη προαναγγελθείσα επέκταση του ΝΑΤΟ με επικείμενη την ένταξη Φινλανδίας και ενδεχομένως Σουηδίας στο ΝΑΤΟϊκό σύμπλεγμα, αναβαθμίζουν έτι περαιτέρω το υφιστάμενο συγκρουσιακό μέτωπο σε αντιπαράθεση παγκοσμίου εμβέλειας.

Πρέπει κανείς να υπογραμμίσει, γνωστού όντος του ιστορικού πλαισίου της Ρωσίας, καθώς και του προφίλ της σημερινής της ηγεσίας, πως η Μόσχα δεν πρόκειται να δεχθεί αβρόχοις ποσί την προετοιμαζόμενη ΝΑΤΟϊκή παρουσία στον στενό διεθνοπολιτικό της περίγυρο.

Μια ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ θα επιφέρει αφεύκτως παγκόσμια κρίση, προσομοιάζουσα εν προκειμένω με την κρίση της Κούβας του 1962, όπου η πυρηνική απειλή ετέθη επί τάπητος.

Συναφώς, η Μόσχα προδήλως προετοιμάζει σειρά αντιδράσεων στην κατά τα ανωτέρω φινλαδική κίνηση, των οποίων το μέγεθος και τις συνέπειες δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει εκ προοιμίου. Τούτων δεδομένων, η Ρωσία προκειμένου να ενισχύσει τη διεθνοπολιτική θέση της θα επιδιώξει την ενεργοποίηση δυνάμει συμμαχικών παραγόντων, όπως είναι η Ινδία και η Κίνα, πράγμα που θα επιτείνει και θα εμβαθύνει την ενεργοποίηση ενός συγκρουσιακού φαινομένου ουνιβερσαλιστικών διαστάσεων.

Επιπροσθέτως, η εξέλιξη των πραγμάτων, όπως απορρέουν από τους βηματισμούς περαιτέρω επέκτασης του ΝΑΤΟ μέσω Ελσίνκι, δημιουργεί συνθήκες ενδυνάμωσης του ρωσικού αφηγήματος περί διαμόρφωσης συνθηκών περικύκλωσης της Μόσχας από ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις και ως εκ τούτου αναφύεται ως ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα η ενδυνάμωση της ρωσικής αποτρεπτικής ισχύος και η οικοδόμηση μέσω συμμαχιών ενός παγκοσμίων διαστάσεων αντιδυτικού κατά ταύτα μετώπου.

Εν κατακλείδι και σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, τουτέστιν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, πρέπει κανείς να ομολογήσει πως οι εξελίξεις των εν Φινλανδία δρωμένων επιφέρουν αφεύκτως έναν ενισχυμένο ρόλο της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη και σοβαρότατες επιπτώσεις στην πολιτική και στρατηγική οικοδόμησης μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας, αποδεσμευμένης από τη στρατηγική κηδεμόνευση των ΗΠΑ, πολιτική στην οποία η Ελλάδα επένδυσε και επενδύει διαχρονικά για την ενίσχυσή της στην αποτρεπτική στρατηγική έναντι του τουρκικού κινδύνου.