Μιχαλάκης Καραολής - Αντρέας Δημητρίου

Ο δύο ηρωομάρτυρες, που βάδισαν πρώτοι στην αγχόνη στις 10 Μαΐου 1956, για τη λευτεριά και την Ένωση με την Ελλάδα

Καραολής Δημητρίου

Συμπληρώθηκαν την περασμένη Τρίτη 66 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που οι πρώτοι ηρωομάρτυρες της ΕΟΚΑ, Μιχαλάκης Καραολής από το Παλαιχώρι και Αντρέας Δημητρίου από τον Άη Μάμα, βάδισαν στο ικρίωμα της αγχόνης, προσφέροντας τη νεανική ζωή τους θυσία στον βωμό της τρισάγιας λευτεριάς. Βάδισαν αγέρωχοι με τον ύμνο της λευτεριάς στα χείλη και πέταξαν σαν αρχάγγελοι στο Πάνθεον των Αθανάτων. Από τα κείμενά τους που έγραψαν από το κελί των μελλοθανάτων αναβλύζει το μυροβόλο μεγαλείο της ψυχής τους. Και αντί να μοιρολογούν για τον χαμό της νεανικής ζωής τους, δίνουν θάρρος στον αγωνιζόμενο για τη λευτεριά και την Ένωση Κυπριακό Ελληνισμό. Ο Αντρέας Δημητρίου και ο Μιχαλάκης Καραολής έζησαν μαζί στα κελιά των μελλοθανάτων και είχαν κοινή ηρωική μοίρα. Οι Τούρκοι και οι Άγγλοι δεσμοφύλακες και φρουροί ασκούσαν έναν αισχρό και απαίσιο πόλεμο νεύρων στα δύο λεβεντόπαιδα από τη μέρα που καταδικάστηκαν σε θάνατο, μέχρι την τελευταία νύχτα του απαγχονισμού τους. Η ψυχή τους, όμως, δεν λύγισε. Παρέμεινε στητή κι ολόρθη.

Ο Καραολής είχε έναν ευγενικό χαρακτήρα και ήταν πολύ αγαπητός στους φίλους του. Ήταν φιλομαθής και φιλόμουσος. Μα πάνω απ’ όλα ήταν ένας ενσυνείδητος αγωνιστής. Μέσα του ένιωθε χαλασμό για την αδικία των Βρετανών να κρατούν σκλαβωμένη την ιδιαίτερη πατρίδα του. Κι όταν το ηφαίστειο την οργής του σκλαβωμένου ελληνικού νησιού μας εξερράγη, ο ήρωάς μας δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος με σταυρωμένα τα χέρια. Από τους πρώτους εντάχθηκε στη λεβεντομάνα ΕΟΚΑ και άρχισε τη δράση με άλλους συναγωνιστές του στη Λευκωσία. Μια μέρα η ΕΟΚΑ εκτέλεσε στην οδό Λήδρας τον αστυνομικό Πουλλή, που συνεργαζόταν με τους Εγγλέζους, και επειδή δεν κατάφεραν να συλλάβουν τον εκτελεστή αγωνιστή, αναζήτησαν τον Καραολή. Η Οργάνωση απέκρυψε προσωρινά τον ήρωα και μόλις ενημερώθηκε ο Αρχηγός διέταξε τη μετακίνησή του στον Πενταδάκτυλο, όπου λημέριαζε ο Καπετάν Ζήδρος - Γρηγόρης Αυξεντίου. Κατά τη μετάβασή του ένοπλοι αστυνομικοί είχαν στήσει οδόφραγμα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που τον μετέφερε είχε αντιληφθεί από μακριά τους αστυνομικούς και σταμάτησε. Ο Καραολής έτρεξε και κρύφτηκε κάτω από ένα γεφύρι, ενώ ο οδηγός του αυτοκινήτου κατόρθωσε να διαφύγει. Οι ένοπλοι αστυνομικοί εντόπισαν τον Καραολή και τον συνέλαβαν. Οδηγήθηκε στη Λευκωσία, όπου άρχισαν οι ανακρίσεις και τα βασανιστήρια. Ο Καραολής γνώριζε ποιος ήταν ο εκτελεστής του Πουλλή, αλλά δεν είπε λέξη. Κράτησε το στόμα του κλειστό και πήρε το μυστικό του μέχρι τον τάφο. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, αν και οι Βρετανοί γνώριζαν ότι άλλος ήταν ο εκτελεστής του αστυνομικού συνεργάτη τους. Η καταδίκη του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στο εξωτερικό, όπου επιφανείς άνθρωποι του πνεύματος και των επιστημών ζήτησαν την αθώωση του νεαρού αγωνιστή, διότι θεωρούσαν ότι ήταν άδικη η θανατική ποινή που του είχε επιβληθεί από τον Βρετανό δικαστή. Μάταιες, όμως, απέβησαν οι διαμαρτυρίες.

Από το κελί του ο Καραολής έγραφε στους δικούς του να μη λυπούνται, αλλά να είναι περήφανοι, που οι μοίρα τον έταξε να θυσιαστεί για την ελευθερία της Κύπρου μας. Η πιο συγκλονιστική στιγμή της μαρτυρικής φυλάκισής του ήταν μια μέρα πριν από την εκτέλεσή του, όταν πήγαν να τον επισκεφθούν η μάνα και οι αδελφές του, Μαρούλα και Νίκη, οι οποίες δεν ήξεραν ότι ο ήρωας θα εκτελείτο την άλλη μέρα. Η Αστυνομία δεν είχε ειδοποιήσει τους δικούς του, όπως είχε υποσχεθεί ο διευθυντής των Φυλακών, Άιρονς. Και επειδή τα μέτρα ασφαλείας είχαν ενταθεί, είχαν προκαλέσει σ’ αυτές πολλή πικρία και άρχισαν να διαμαρτύρονται και να του φωνάζουν «θάρρος», «μη φοβάσαι». Όταν τελικά τον πλησίασαν, τους αποκάλυψε το τραγικό μυστικό. Οπότε ξέσπασαν σε λυγμούς και αλαλαγμούς. Έκλαιγαν γοερά. Έγραψε σχετικά στην τελευταία επιστολή του στον αδελφό του, Αντρέα: «Δεν περιγράφεται η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απόγνωσης που επηκολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και εκτυπώντο και καθώς ήταν άσπρες σαν το πανί και ελιποθυμούσαν κάθε λίγο, μού επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα που δεν μπόρεσα να κρατήσω τη συγκίνηση και τα δάκρυά μου…».

Στη φυλακή ο Καραολής έγραφε και ποιήματα. Λίγες ώρες προτού οδηγηθεί στο ικρίωμα της αγχόνης, έγραψε το τελευταίο, το κύκνειο άσμα του:

Έχε γεια γλυκιά πατρίδα

Δουλωμένο μου νησί

Τρανή που ’χεις και μεγάλη

την αδούλωτη ψυχή.

Έχετε γεια, λαγκάδια,

Κάμποι, βουνά, βρυσούλες.

Έχετε γεια, Κυπριόπουλα

Κι εσείς, Κυπριοπούλες.

Αντρέας Δημητρίου

Ο Αντρέας Δημητρίου ήταν 22 χρονών όταν βάδισε τραγουδώντας τον ύμνο της λευτεριάς, στο σχοινί της αγχόνης. Όπως λένε οι χωριανοί του στον Άη Μάμα και οι συναγωνιστές του στην Αμμόχωστο, όπου έδρασε μέχρι τη σύλληψή του, ήταν ένας απίστευτα τολμηρός και γεροδεμένος άντρας, που έπεφτε στη φωτιά χωρίς να υπολογίζει τον θάνατο. Οι χωριανοί του θυμούνται τον Αντρέα μικρό παιδί στο δημοτικό να παίζει σ’ ένα θεατρικό έργο τον ρόλο του Λεωνίδα και με παλλόμενη φωνή να φωνάζει στον Ξέρξη το «Μολών λαβέ». Το «Μολών λαβέ» εκείνο δεν σταμάτησε να το επαναλαμβάνει και έξω στα βοσκοτόπια, όπου παίζανε. Θυμούνται ακόμη ότι ο Αντρέας ήταν πάντοτε ο προστάτης των παιδιών που ενοχλούνταν από μεγαλύτερά τους.

Στην Αμμόχωστο, όπου πήγε μετά το Δημοτικό για να εργαστεί στο κατάστημα του χωριανού του Διάκου Ευέλθοντα, έδειξε σημάδια τιμιότητας και σεβασμού στον προστάτη του. Κι όταν ο Παπα-Μιλτιάδης, αδελφός του Ευέλθοντα, άρχισε, με εντολή του Μακαρίου, να οργανώνει τη νεολαία για να είναι έτοιμη ν’ αγωνιστεί με την έναρξη του Αγώνα, ο Αντρέας δεν στρατολογήθηκε και εγκατέλειψε πικραμένος την εργασία του. Εξασφαλίζει εργασία στο λιμάνι της Αμμοχώστου, όπου έμελλε να προσφέρει, μέλος της ΕΟΚΑ πια, μιαν από τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην Οργάνωση. Επισημαίνει ότι στο λιμάνι είχαν ξεφορτωθεί όπλα και πυρομαχικά, που είχαν μεταφερθεί με στρατιωτικό σκάφος από το Σουέζ. Συγκεντρώνει πληροφορίες και σπεύδει αμέσως να ειδοποιήσει τους συναγωνιστές του. Συγκεντρώνονται στην «Ανόρθωση» για τη λήψη απόφασης. Θυμάται ο τομεάρχης Παύλος Παυλάκης: «Ήταν βράδυ όταν ήλθε ασθμαίνοντας και μου έφερε αυτήν την πληροφορία, η οποία βέβαια δεν ήταν ελεγμένη. Η επιμονή του, όμως, ότι, «ό,τι θα γίνει, πρέπει να γίνει απόψε, γιατί, αν δεν τα πάρουμε απόψε, τα όπλα αύριο θε μεταφερθούν στη Λευκωσία», με έκανε να δραστηριοποιηθώ, να μαζέψω μερικούς άντρες και να δράσουμε. Συγκροτήσαμε ομάδα ανδρών με επικεφαλής τον Αντώνη Παπαδόπουλο, ο οποίος, ως υπεύθυνος νεολαίας που ήταν, δεν έπρεπε να λαμβάνει μέρος σε τέτοιες ενέργειες, αλλά η ανάγκη το επέβαλλε. Δεν είχαμε ούτε την έγκριση του Διγενή να προβούμε σε τέτοιες πρωτοβουλίες, η επιμονή, όμως, του Αντρέα, ήταν πολύ μεγάλη. Η εξεύρεση οπλισμού για την Οργάνωση ήταν τόσο σημαντική, που, αν η πληροφορία του Αντρέα αλήθευε, θα ήταν για την ΕΟΚΑ μεγάλη υπόθεση. Έτσι, για πρώτη φορά πήρα πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση του Διγενή. Η επιδρομή έγινε σύμφωνα με το σχέδιο και η επιτυχία της ήταν απόλυτη. Στα κιβώτια που παρέλαβε, στη νυχτερινή επιδρομή της, από τις στρατιωτικές αποθήκες του λιμανιού η Οργάνωση υπήρχε πολυτιμότατος οπλισμός, όπως μπαζούκας, πολυβόλα, στένγκαν - μικρά αυτόματα, πιστόλια διαφόρων τύπων, σφαίρες και σφαιροθήκες».

Η επιτυχία αυτή της ΕΟΚΑ αποδόθηκε απ’ όλους τους συναγωνιστές του στον Αντρέα Δημητρίου. Η χαρά του Αρχηγού ήταν αφάνταστη. Έδωσε διαταγή να προωθηθούν τα όπλα σε διάφορες ανταρτικές ομάδες. Με πολλή δυσκολία επέτρεψε να παραμείνει ένα οπλοπολυβόλο «Μπρεν» για τις ομάδες της Αμμοχώστου. Όση όμως ήταν η χαρά του Διγενή και των αγωνιστών, τόση ήταν η λύπη του Χάρντινγκ και των στρατιωτών του για το πλήγμα που δέχθηκαν. Η ΕΟΚΑ τούς καταντρόπιασε. Κυπριακός και ο ξένος Τύπος προέβαλαν την είδηση με μεγάλους τίτλους: «Η ΕΟΚΑ επέδραμε και αφαίρεσε μεγάλες ποσότητες όπλων από στρατιωτικές αποθήκες».

Από εκείνη τη μέρα ο Αντρέας κατέστη το πρότυπο του θαρραλέου και αποφασιστικού αγωνιστή. Πήρε μέρος σε διάφορες δραστηριότητες του εκτελεστικού της Αμμοχώστου. Η ατυχία του, όμως, έμελλε να θέσει τέρμα στη δράση του. Μετεγχειρημένος, επέμενε να πάρει μέρος στην εκτέλεση του Βρετανού Σίντνεϊ Μόντανγκιου Τέιλορ. Κτύπησε τον πράκτορα και τον τραυμάτισε, αλλά έγινε αντιληπτός από στρατιωτική περίπολο, η οποία έβαλε εναντίον του και τον τραυμάτισε ενώ απομακρυνόταν. Δεν μπορούσε να τρέξει, διότι ήταν εγχειρισμένος, ούτε να πυροβολήσει, διότι είχε τραυματιστεί στο δεξί χέρι. Συνελήφθη, κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Όταν την παραμονή της εκτέλεσής του πήγαν οι δικοί του να τον δουν για τελευταία φορά, ο Αντρέας μέσα από το κελί του φώναξε με βροντερή φωνή: «Μην κλαίτε, πεθαίνω για τη λευτεριά της Κύπρου μας». Και στο διάστημα της μισής ώρας που δικαιούνταν να μείνουν κοντά του, έξω από το κελί, ο Αντρέας τούς συμβούλεψε: «Να είστε περήφανοι, γιατί πεθαίνω για την Ελλάδα».

Στις 10 Μαΐου 1956 Μιχαλάκης Καραολής και Αντρέας Δημητρίου βάδισαν στην αγχόνη κι απ’ εκεί πέταξαν στο Πάνθεον των Αθανάτων. Κι από ψηλά, με τους άλλους ήρωες, μας υπενθυμίζουν το χρέος μας στην ημικατεχόμενη πατρίδα μας, που περιμένει δικαίωση. Μας δείχνουν τον δρόμο του χρέους, τον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος.