Προεδρικές εκλογές – Αναζήτηση υποψήφιου Προέδρου

Η κυπριακή πολιτική πραγματικότητα, μετά την Προεδρία του αείμνηστου πρώτου Προέδρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, διαμορφώθηκε ως συνήθεια ή πρακτική (αφού δεν υπάρχει κόμμα με τόση δύναμη που να μπορεί να αναδείξει Πρόεδρο χωρίς συμμαχίες), κατά την οποία η εκάστοτε Αντιπολίτευση να προσπαθεί να συμφωνήσει από κοινού για ένα «αποδεκτό πρόγραμμα Διακυβέρνησης», ώστε να επιτύχει αυτό που ονομάζει «αλλαγή».

Μια πρακτική παράδοξη, που ουσιαστικά αναζητεί υπέρβαση αρχών και πολιτικής, ώστε να επιτευχθεί η σύμπλευση στην εξεύρεση ή καθορισμό μιας «προσωπικότητας» ως κοινού υποψηφίου. Μια προσωπικότητα, που με βάση τις γνώσεις, την αξία και προσφορά του πρότερου βίου του να είναι αποδεκτή, εάν είναι δυνατό, από την πλειοψηφία των πολιτών για την διεκδίκηση της Προεδρίας.

Πρόκειται, σαφώς, περί συμβιβασμών μεταξύ κομμάτων και αποδοχή αυτών των συμβιβασμών από τον όποιον τελικά θα επιλεγεί και ο οποίος θα ήταν διατεθειμένος να τους δεχθεί και να τους εφαρμόσει, εάν εκλεγεί, ως υποψήφιος, έστω και αν ο ίδιος δεν συνέβαλε στη διαμόρφωση των συμφωνηθέντων μεταξύ των συνεργαζομένων, προεκλογικά, κομμάτων, ή ακόμα και εάν δε συμπίπτουν οι δικές του διαχρονικές θέσεις απόλυτα με το κοινό πρόγραμμα. Είναι η διαδικασία του λεγόμενου ετοιμάζω ή ράβω το κοστούμι του Προέδρου για τον όποιον ήθελε τελικά «καθοριστεί» ως υποψήφιος, έστω και αν δεν έχει την ποιότητα και δυνατότητα του Ηγέτη που θα συνεπάρει τον ίδιο τον λαό, για να τον ακολουθήσει σε δύσκολους αγώνες και διεκδικήσεις.

Οι δημοκρατικές διαδικασίες, καθιερωμένες σε χώρες με μακρά παράδοση σε προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την πραγματική δύναμη των κομμάτων, δεν οδηγούν πάντα σε επιλογή Προέδρου από την πρώτη Κυριακή. Όμως, είναι ξεκάθαρον ότι τα κόμματα κατέρχονται στην εκλογική μάχη κατά κανόνα με ηγέτη τον Αρχηγό τους, για να έχουν έτσι απευθείας από το ίδιο το εκλογικό σώμα και το «μέτρο» αποδεκτικότητας των αξιών και αρχών που πρεσβεύει το κόμμα, αλλά και του υποψηφίου που θα στηρίξει για τα όσα ο ίδιος έπραξε ως συμπολίτευση ή αντιπολίτευση. Η αντίθετη πρακτική ως εφαρμόζεται στην Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί την εύκολη λύση για κάθε κόμμα, που του είναι αρκετό να συμμετέχει, έστω εν μέρει, στη διακυβέρνηση συνεργαζόμενο με άλλο ή άλλα κόμματα, ιδιαίτερα αφού αποτελεί κατάσταση που διευκολύνει την αποφυγή αποκάλυψης «απωλειών» του κόμματος σε εκλογική δύναμη.

Ο κομματικός ηγέτης ως υποψήφιος έχει γνωστά και συγκεκριμένα όρια εξουσίας και ελευθερία δράσης, στο πλαίσιο του Καταστατικού του κόμματος, της απαραίτητης συνέπειας και των αποφάσεων των Οργάνων του κόμματος. Ο εκάστοτε υποστηριζόμενος από ένα ή περισσότερα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ουσιαστικά, είναι ένα προεκλογικό «αποτύπωμα» μιας συμφωνίας, με πολλές ενίοτε προβλέψεις προεκλογικής σκοπιμότητας ή λαϊκίστικων επιδιώξεων που προβάλλονται χάριν της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, τις οποίες κατά κανόναν ο λαός θεωρεί αρεστές. Θέσεις, όμως, που παραμένουν απλές προεκλογικές υποσχέσεις. Μάλιστα, εάν εκλεγεί ο υποστηριζόμενος από κόμμα ή κόμματα της Αντιπολίτευσης, δεν έχει τα ίδια πλαίσια και όρια εξουσίας ή ελευθερίας δράσης, όπως ο κομματικός υποψήφιος και, συνεπώς, δεν είναι υπόλογος στα όσα πρεσβεύει το κόμμα ή τα όσα συμφώνησαν τα συνεργαζόμενα κόμματα.

Ήδη φαίνεται να υπάρχουν ανεξάρτητοι υποψήφιοι χωρίς την «προέγκριση» του οποιουδήποτε κόμματος, οι οποίοι προτάσσουν τις δικές τους γνωστές, από μακρού διαμορφωμένες για τη συνέπειά τους θέσεις, στο Κυπριακό, Οικονομία, την Ε.Ε., την κατοχή, τον εποικισμό, τον εκτοπισμό κ.λπ. Αν μείνουν πραγματικά ανεξάρτητοι και δεν θα έχουν τελικά τη συνδρομή κόμματος ή κομμάτων, θα έχουν δύσκολη προεκλογική διαδρομή. Η ανεξαρτησία των απόψεων και θέσεών τους, όμως, τους επιτρέπει (εισήγηση που από 20 και πλέον χρόνια έχω υποβάλει) να αναδείξουν τη δυναμική και την πειστικότητα των διαχρονικών θέσεών τους, ιδιαίτερα εάν κάποιος από αυτούς προχωρούσε στην εξαγγελία από τώρα των έντεκα ονομάτων, προσωπικότητες που θα αποτελούσαν, εάν εκλεγεί, το πρώτο Υπουργικό του Συμβούλιο με συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης.

Σαφέστατα θα είναι μια πράξη ουσιαστικής αυτοδέσμευσης για ομαδική, με βάση αρχές και πρόγραμμα, προεκλογική διεκδίκηση. Δράση μακριά από τις διαχρονικά αποτυχημένες κομματικές επιλογές, που μας έφεραν μπροστά στους σημερινούς υπαρκτούς κινδύνους.