Μνήμη Ιωάννη Ρουσιά

Δεν σου άρεσαν, Γιάννη, ποτέ οι αποχωρισμοί και οι αποχαιρετισμοί, γιατί ζούσες και χαιρόσουν τις συναντήσεις και τα καλωσορίσματα. Μια ζωή, άλλωστε, σε γνωρίσαμε να αναζητάς τα συναπαντήματα με άλλους ανθρώπους, με άλλες ιδέες, με άλλους στοχασμούς, με άλλες ομορφιές και ονείρατα. Και να συνομιλείς εμβριθώς και εγκαρδίως μαζί τους με μια αμοιβαιότητα μυστηριακή και μια ενατένιση φιλοσοφική τόσο βαθιές και περιεκτικές, σε βαθμό τέτοιο που να αισθάνονται οι συνομιλητές σου, ανάλογα κάθε φορά, παρόντες τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Όμηρο, τους τραγικούς, τους στωικούς και κάθε άλλον παλαιότερο ή και σύγχρονο υπηρέτη του πανανθρώπινου πνεύματος και του «άνω θρώσκειν».
Και ναι, μεν, αναζητούσες διαρκώς και αδιαλείπτως, μέσα από τον διάλογο με τον εκάστοτε συνομιλητή σου, απαντήσεις και λύσεις για όσα ζητήματα και προβληματισμούς είχαν απασχολήσει κατά καιρούς την ανθρώπινη διανόηση, όμως, το γνωρίζαμε πολύ καλά, ότι το μόνιμο ζητούμενό σου ήταν τα νέα ερωτήματα, τα νέα ζητήματα που διαρκώς αναφύονταν ως αποτέλεσμα του διαλόγου που αναπτυσσόταν και της εισχώρησης σε πτυχές τους που μόλις και αμυδρά διακρίνονταν. Γιατί, βασική αρχή της φιλοσοφικής σου στάσης ήταν ότι είναι αδύνατο στον άνθρωπο, ατομικά ή και συλλογικά ακόμη, να γνωρίσει, για οτιδήποτε, ολόκληρη την αλήθεια, αφού η προσέγγισή της αναγκαστικά επηρεάζεται από τα συμφραζόμενα με τα οποία κάθε φορά πλαισιώνεται και από την οπτική γωνία από την οποία επιδιώκεται η αναζήτησή της. Θέση, η οποία σε οδηγούσε μακριά από δογματισμούς και σε μια ανυπόκριτη προσωπική σεμνότητα μοναδική και αψεγάδιαστη. Και συνάμα σε απόδοση ίσης αξίας ή και μεγαλύτερης ακόμη στον κάθε συνομιλητή σου, αφού αναγνώριζες σε αυτόν σημαντικές δυνατότητες γνώσης εκείνου του μέρους της αλήθειας, που ίσως εσύ να μην μπορούσες καν να διανοηθείς. Αυτή η αμοιβαιότητα σχέσης που ανέπτυσσες και το μειλίχιο πνεύμα έκφρασης των δικών σου στοχασμών σε καθιστούσε, στα μάτια όσων σε γνωρίσαμε, πρόσωπο ιδιαιτέρως αγαπητό και απαραίτητο και για τις δικές μας αναζητήσεις.
Πέρα, όμως, από τη γενικότερη φιλοσοφική σου στάση υπήρξες και εξαίρετος φιλόλογος. Μπορεί να μην έχεις αφήσει γραπτή φιλολογική κληρονομιά - αυτό το ένιωθες πάντα ως βαθύ προσωπικό καημό - έχεις όμως «μπολιάσει» με το διεισδυτικό πνεύμα της ιδιαίτερής σου κριτικής λογοτεχνικής ανάλυσης, όσους και όσες είχαμε την τύχη να σε γνωρίσουμε εκ του σύνεγγυς και να μοιραστούμε μαζί σου αποχρώσεις χρωμάτων και κρυφά νοήματα λέξεων, φράσεων, προτάσεων και στίχων που από μόνοι μας, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, ούτε και να διανοηθούμε καν μπορούσαμε. Και ζούσαμε τα κρυφομιλήματα και τις περιπέτειες της παρουσίας τους στον Ευριπίδη, στον Όμηρο, στον Παπαδιαμάντη, στον Καβάφη, στον Γιώργο Ιωάννου, στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη και σε τόσους άλλους, με τρόπο τέτοιο ώστε να νιώθουμε ότι τα ταξίδια μας δεν θα είχαν ποτέ τελειωμό. Και δεν θέλαμε με τίποτε να έχουν τελειωμό, δεν θέλαμε με κανένα τρόπο και σε καμιά περίπτωση να φτάσουμε κάποτε στην Ιθάκη. Γιατί ζούσαμε γι’ αυτά τα ταξίδια και όχι για τον προορισμό.
Υπήρξες, παράλληλα, και ένας απαράμιλλος παιδαγωγός, ένας μοναδικός, φωτεινός δάσκαλος. Γιατί για σένα πρώτιστη αξία είχε ο μαθητής ως πρόσωπο σκεπτόμενο και ως ενεργό συνυποκείμενο. Ο κάθε μαθητής και η κάθε μαθήτρια, και μετά το μάθημα αυτό καθαυτό. Δεν δεχόσουνα ποτέ σου ότι απλά έπρεπε να μεταφέρεις τις ρηχές και ανούσιες, στις πλείστες περιπτώσεις, γνώσεις του τυπικού αναλυτικού προγράμματος. Επιζητούσες πάντοτε τα άπιαστα εκείνα στοιχεία της διδασκαλίας που καθιστούσαν τις ψυχές τους γρηγορούσες και έδιναν τη δυνατότητα στη νόησή τους να αρχίσει να αντιλαμβάνεται τις άπειρες όψεις της αλήθειας και όχι τη μία και μοναδική αλήθεια του τυπικού διδάσκοντα. Και άρχιζες αντλώντας από τα ίδια τα παιδιά, από τις δικές τους ερωτήσεις, από τα δικά τους βιώματα, από τα δικά τους ενδιαφέροντα. Και ήξερες να σιωπάς και να ακούς. Και να παρεμβαίνεις ελάχιστα, αφήνοντας τα ίδια τα παιδιά να διδάσκουν και να διδάσκονται. Παιδαγωγική πρακτική που ήξερες άριστα να εφαρμόζεις και στις συνομιλίες σου με εμάς τους μεγάλους.
Μας λείπεις πολύ, αγαπημένε μας φίλε, Γιάννη Ρουσιά. Μας λείπεις ως ζεστή ανθρώπινη παρουσία, ως λόγος βαθύτατα στοχαστικός, ως πρωτότυπα κριτικός και ευαίσθητος φιλόλογος και ως ιδιαίτερα τρυφερός, σωκρατικός δάσκαλος.
Γνωρίζουμε, όμως, ότι δεν σε έχουμε αποχωριστεί οριστικά, γιατί μαζί μας είναι τα όσα για δεκαετίες ολόκληρες ζήσαμε και μοιραστήκαμε με ένα τρόπο σχεδόν μυστηριακό και διαρκώς ανθίζοντα. Και είμαστε βέβαιοι ότι κατά την είσοδό σου στον Παράδεισο έτυχες θερμής υποδοχής από πλήθος αγγέλων, που γνώριζαν το κάλλος της ψυχής σου και το εύρος της καρδιάς σου. Και εκεί που τώρα σε οδήγησαν δεν είσαι και δεν θα είσαι ποτέ πια μόνος, αφού έχεις ξανασυναντήσει τους πάμπολλους πνευματικούς σου φίλους, ανάμεσα στους οποίους και τον ιδιαίτερα αγαπητό σου, τον Σάββα τον Παύλου, για να συνεχίσετε τον διάλογο από εκεί που τον αφήσατε ως ένα σύντομο διάλειμμα ανανέωσης.
Και αυτό μας παρηγορεί και μας δίνει τη δύναμη να μπορούμε να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε ακόμη την ομορφιά, την αγάπη και έναν άλλον κόσμο καλύτερο. Κι ας μην τα φτάσουμε ποτέ, γιατί, όπως πολύ συχνά μας έλεγες, «όταν τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα δεν έχουν πια νόημα, αφού εξαντλούν και απογυμνώνουν τον κόσμο μας από ό,τι ονειρευτήκαμε».