Η απονομή δικαιοσύνης και η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΕΔΑΔ

Η Κυπριακή Δημοκρατία ψήφισε τον Νόμο (23(Ι)/2015), που προνοεί για την αποκατάσταση προσώπων τα οποία καταδικάστηκαν από τα Δικαστήριά μας σε ποινικές υποθέσεις που ανέτρεψε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Τούτο, δε, γιατί, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Νόμος, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρο 46) και το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 35) διασφαλίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες και, συνεπώς, οι Νομοθετικές, Εκτελεστικές και Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας έχουν υποχρέωση να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων των αποφάσεων αυτών, στην έννοια του Κράτους Δικαίου.

Αυτή είναι και η μόνη αναφορικά προς τη συμμόρφωση στις αποφάσεις ΕΔΑΔ σχετική Νομοθεσία στην Κύπρο. Άρα, παραμένει η υποχρέωση προς συμμόρφωση με το άρθρο 46 της Σύμβασης και το Άρθρο 35 του Συντάγματος, για τις αποφάσεις, αστικές και διοικητικές, του Εφετείου μας που ανέτρεψε το ΕΔΑΔ. Αφού ως έχουν τα πράγματα δεν υπάρχει Νόμος, είναι δυνατό να εγερθεί το θέμα συμμόρφωσης, με «Δικαστική Πρωτοβουλία», κατόπιν σχετικής αίτησης ενδιαφερόμενου διαδίκου. Τούτο, γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία δεσμεύεται από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και, γι’ αυτό, οφείλει να συμμορφώνεται προς τις οριστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που τέμνουν κάθε διαφορά στην οποία η δικαστική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας κρίνεται ότι παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα. Η σχετική μάλιστα υποχρέωση βαρύνει όλα τα κρατικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανεξαρτήτως της φύσης και της δικαιοδοσίας τους. Πιο ειδικά, για το καθήκον αυτό, είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από μια Έφεση του 2004, όπου τονίστηκαν τα εξής:

«Όλοι μας, οι δικαστές, καθώς και οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι στη διαδικασία, έχουμε καθήκον να συμμορφωθούμε με τη σκέψη και το αποτέλεσμα των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων... και ιδιαίτερα με τις αποφάσεις που αφορούν τη χώρα μας».

Το ΕΔΑΔ έχει κρίνει ότι, όταν μια απόφασή του καταλήγει στη διαπίστωση παράβασης, τότε η δικαστική αυτή κρίση «…επιβάλλει στο καθ’ ου κράτος τη νομική υποχρέωση όχι απλώς να καταβάλει στους δικαιούχους το ποσό που επιδικάσθηκε ως δίκαιη αποζημίωση, αλλά επίσης να επιλέξει υπό την επιτήρηση της Επιτροπής Υπουργών τα γενικά ή/και ειδικά μέτρα, όπου κρίνεται κατάλληλο, που θα πρέπει να υιοθετηθούν στην εθνική έννομη τάξη, ώστε να τερματισθεί η διαπιστωθείσα παραβίαση και να επανορθωθούν στο μέτρο του δυνατού οι επιδράσεις…».

Αυτήν τη διάταξη για την πολιτική ανάμειξη της Επιτροπής Υπουργών εκμεταλλεύεται, μεταξύ άλλων, η Τουρκία και δεν καταβάλλει τα ποσά αποζημιώσεων που έχει επιδικάσει το ΕΔΑΔ σε διάφορες υποθέσεις (Διακρατική και Ατομικές) από την Κύπρο εναντίον της Τουρκίας.

Για ό,τι αφορά την απονομή εσωτερικά της δικαιοσύνης, η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ διακρίνεται σε γενική και σε ατομική, οπότε, σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται ο παραμερισμός μιας κριθείσας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου ως παραβιάζουσας τη Σύμβαση, υπό την έννοια ότι το ουσιαστικό δεδικασμένο της εθνικής αυτής δικαστικής απόφασης δεν μπορούσε να ισχύει πλέον.

Η ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης του θέματος τούτου τέθηκε πριν από πολλά χρόνια, ώστε να υπάρξει και άλλος Νόμος, ως ο ήδη υπάρχων Νόμος για ποινικά θέματα, που να αφορά στο δικαίωμα αποκατάστασης και συμμόρφωσης κατά την απόφαση του ΕΔΑΔ. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει πρόβλεψη στον μελετούμενο νομοθετικά για χρόνια τώρα «εκσυγχρονισμό» της απονομής της δικαιοσύνης.