Η νέα απόπειρα «κατάληψης» της Τρίπολης βρίσκει τη Λιβύη ακόμα πιο διχασμένη
Αυτά που διαδραματίζονται τώρα ίσως είναι η απαρχή για έναν νέο κύκλο αντιπαράθεσης, με κίνδυνο να διαγραφεί η πρόοδος που είχε επιτευχθεί μετά τη ανακοίνωση της εκεχειρίας τον Οκτώβριο του 2020
Ο διορισθείς πρωθυπουργός από το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ, Φάτι Μπασάγα, προσπάθησε πολλές φορές να πάρει την εξουσία, αλλά αυτήν τη φορά πήγε ένα βήμα παραπέρα και μαζί με «αρκετούς υπουργούς» μπήκε «στην πρωτεύουσα Τρίπολη για να αρχίσουν τις εργασίες τους» εκεί. Η «εισβολή» στην Τρίπολη, έδρα της κυβέρνησης του Αμπντουλχαμίντ αλ Ντμπάιμπα, η οποία σχηματίστηκε έπειτα από πολιτική διαδικασία που υποστηρίχθηκε από τον ΟΗΕ στις αρχές του 2020, προκάλεσε σφοδρές συγκρούσεις, αναγκάζοντάς τον να αποχωρήσει για τη «διαφύλαξη της ασφάλειας των πολιτών». Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε άλλη μια υπενθύμιση της πολιτικής αστάθειας στη χώρα μετά την οριστική αναβολή των εκλογών και την αδυναμία συμμόρφωσης με τον οδικό χάρτη που είχε συμφωνηθεί. Η θεσμική κρίση και τα ζητήματα νομιμότητας των σωμάτων της Λιβύης δημιουργούν φόβους για επιστροφή στην κατάσταση πριν από τη συμφωνία κατάπαυσης πυρός. Την ίδια ώρα τίθεται υπό αμφισβήτηση η αμερικανική πολιτική για την αποτροπή συγκρούσεων, εάν λάβουμε το παράδειγμα τόσο της Ουκρανίας όσο και της Λιβύης.
Η στάση Μπασάγα και οι συμμαχίες
Λόγω του κλίματος πόλωσης, η κίνηση του Μπασάγα δεν μπορεί να αξιολογηθεί εύκολα και με αντικειμενικότητα από τους πολίτες της Λιβύης. Από τη μια, υπάρχει η άποψη ότι η αποχώρησή του μετά τις μάχες στην Τρίπολη, λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση της διορισμένης από το κοινοβούλιο κυβέρνησής του ότι μπήκε στη λιβυκή πρωτεύουσα, δείχνει την προσήλωσή του στην ειρηνική επίλυση των διαφορών. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η κίνηση «απόγνωσης» που έκανε είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του να καθιερώσει τη θέση του ως πρωθυπουργός στην πρωτεύουσα της χώρας.
Ειδικοί εξηγούν ότι η αποτυχημένη απόπειρά του αποτέλεσε τουλάχιστον «σφυγμομέτρηση» της επιρροής που έχει στην Τρίπολη, επιτρέποντάς του να δει καθαρά τον βαθμό αποδοχής του στο δυτικό μέρος της χώρας. Από την άλλη, πλέον έχει την ευκαιρία να δει ποιοι είναι οι πραγματικοί του σύμμαχοι, αφού αναμένεται ότι η υποστήριξη του θα μειωθεί, μιας και η άτακτη φυγή του εκλήφθηκε από κάποιους ως αδυναμία και ήττα.
Υπάρχουν όμως στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου, αποκλείοντας το ενδεχόμενο του πολιτικού θανάτου του Μπασάγα λόγω αυτού του περιστατικού. Συγκεκριμένα, αναλύσεις στέκονται στο γεγονός ότι η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Λιβύη υποβάθμισε την «εισβολή» του ανακηρυχθέντος από τη λιβυκή Βουλή πρωθυπουργού, επισημαίνοντας μόνο «την αναγκαιότητα για συνέχιση του διαλόγου», «αγνοώντας» τις επικρίσεις για τον ρόλο της Αιγύπτου στην απόπειρα ανάληψης της εξουσίας στην Τρίπολη.
Πολιτικοί αναλυτές, τους οποίους επικαλείται το Al Jazeera, εξηγούν ότι η διεθνής κοινότητα, και ειδικά η Ουάσιγκτον, θέλει να συντηρήσει πολιτικά τον Μπασάγα, χωρίς να φυσικά να αναγνωρίζει την Κυβέρνησή του, έτσι ώστε να υπάρχει ένας μοχλός πίεσης τόσο προς τον Ντμπέιμπα για να ορίσει ημερομηνία διεξαγωγής εκλογών, όσο και προς το Ανώτατο Συμβούλιο του Κράτους και το Κοινοβούλιο για να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα από τις συζητήσεις για τον οδικό χάρτης προς τις εκλογές.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάση της Άγκυρας. Η πρεσβεία της Τουρκίας στη Λιβύη σε ανάρτηση στο Twitter εξέφρασε τη στήριξή της στις συνομιλίες στο Κάιρο, οι οποίες ακολούθησαν της απόπειρας του Μπασάγα, παρά την επιφυλακτικότητα που εξέφρασε η κυβέρνηση της Τρίπολης. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία υποστήριζε την προηγούμενη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Φαγέζ αλ Σαράζ. Πάντως, ο Μπασάγα, αν και εκπροσωπεί την ανατολική πλευρά της Λιβύης, αμέσως μετά την εκλογή του από το Κοινοβούλιο έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι «η σχέση του με την Τουρκία είναι ισχυρή, με μια πολύ δυνατή φιλία», παρά το γεγονός ότι η τελευταία δεν είχε αναγνωρίσει την κυβέρνησή του.
Η πολιτική αστάθεια και το πρόβλημα «νομιμότητας»
Ειδικοί τονίζουν ότι τους τελευταίους εννέα μήνες παρατηρείται αυξανόμενη πολιτική ένταση στη Λιβύη, η οποία εντάσσεται στην προσπάθεια των αντιμαχόμενων μερών της χώρας να διαιωνίσουν την πολιτική αστάθεια για να επωφελούνται από το χάος και το αίσθημα ανασφάλειας. Οι κύριοι παίκτες είχαν ήδη δείξει τις προθέσεις τους κατά τις συζητήσεις για τη διεξαγωγή των εκλογών τον Δεκέμβριο του 2021, αφού υπήρξαν αλλεπάλληλες διαμάχες σχετικά με τη διαδικαστικά των εκλογών , οι οποίες οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική αναβολή τους.
Θεωρούν, μάλιστα, ότι αυτά που διαδραματίζονται τώρα ίσως είναι η απαρχή για έναν νέο κύκλο αντιπαράθεσης, με κίνδυνο να διαγραφεί η πρόοδος που είχε επιτευχθεί μετά τη ανακοίνωση της εκεχειρίας τον Οκτώβριο του 2020.
Την ίδια ώρα αντικείμενο αντιπαράθεσης αποτελεί η νομιμότητα του Φάτι Μπασάγα και του Αμπντελχαμίντ Ντμπέιμπα. Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο το λιβυκό κοινοβούλιο όρισε τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, Φάτι Μπασάγα, ως αντικαταστάτη του επικεφαλής της κυβέρνησης, Αμπντελχαμίντ Ντμπέιμπα, εκτιμώντας ότι η θητεία της κυβέρνησης εξέπνευσε με την αναβολή των εκλογών. Πολιτικοί αναλυτές εξηγούν ότι εάν θεωρείται νόμιμη η εκλογή του Ντμπέιμπα από το ίδιο Κοινοβούλιο τον περασμένο Μάρτιο, τότε και η εκλογή Μπασάγα έχει την ίδια νομική ισχύ. Έτσι η έλλειψη νομιμότητας, εάν υφίσταται, αφορά όλα τα σώματα και όχι μόνο τον διορισμένο από το Κοινοβούλιο στο Τομπρούκ.
Από την άλλη, η κυβέρνηση Ντμπέιμπα δικαιολογεί την παραμονή της στην εξουσία, υποστηρίζοντας ότι η αποστολή της θα διαρκέσει μέχρι τον διορισμό μιας κυβέρνησης που θα έχει προκύψει από τις κάλπες και όχι μέσω άλλης διαδικασίας. Παρά το γεγονός ότι η άρνηση Ντμπέιμπα να φύγει από την εξουσία δημιουργεί προστριβές, υπάρχει η άποψη ότι είναι ο μόνος μοχλός πίεσης για να αναγκαστούν τα σώματα να εγκαταλείψουν την εξουσία και να προκηρύξουν εκλογές.
Πάντως, το μεγαλύτερο πρόβλημα θα είναι τον Ιούνιο, οπότε ο οδικός χάρτης για την πολιτική μετάβαση της Λιβύης φτάνει στο τέλος του και τερματίζει με «επίσημο τρόπο» την κυβέρνηση της Τρίπολης. Η εξέλιξη δημιουργεί προϋποθέσεις γι’ακόμα μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια και η μοναδική λύση που θα μπορούσε να ανακόψει τον δρόμο προς μια νέα διαμάχη είναι η διενέργεια των εκλογών.
Το σχέδιο των ΗΠΑ
Στις αρχές Απριλίου η Κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε στη δημοσιότητα ένα κείμενο, στο οποίο ανέλυσε τη στρατηγική που θα ακολουθήσει για ν’ αποτρέψει «πιθανές εστίες συγκρούσεων» σε όλον τον κόσμο, ώστε οι συγκρούσεις αυτές και οι συνέπειές τους να μη φτάσουν στα σύνορα των ΗΠΑ. Το έγγραφο αυτό δημοσιεύτηκε ως μια προσπάθεια να εφαρμοστεί το Global Fragility Act, το οποίο ψηφίστηκε από το Κογκρέσο και υπεγράφη σε νόμο κατά το τελευταίο έτος της διακυβέρνησης του πρώην Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, το 2019.
Εντούτοις, το τελικό κείμενο του Μπάιντεν, κάτω από το βάρος της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, έρχεται σε σύγκρουση με το όραμα του Τραμπ, ο οποίος ήθελε μια Αμερική μακριά από τους πολέμους, ως την καλύτερη άμυνα για να μη φτάσουν οι συγκρούσεις μέχρι τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, η διοίκηση Μπάιντεν θεωρεί ότι οι ΗΠΑ πρέπει να διατηρήσουν τον ρόλο του παγκόσμιου ηγέτη, με περισσότερη εμπλοκή στις συγκρούσεις.
Στην περίπτωση χωρών όπως η Λιβύη, όπου επικρατεί πολιτική αστάθεια και ανά πάσα στιγμή μπορεί να επαναρχίσουν οι συγκρούσεις, το σχέδιο προνοεί ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να έχει ενεργότερο ρόλο για να βοηθήσει αρχικά στον τερματισμό της διαμάχης και στη συνέχεια να ενισχύσει τη δημοκρατική πρόοδο. Ειδικοί όμως εντοπίζουν σοβαρά κενά σε αυτήν την προσέγγιση. Αρχικά, δεν υπάρχει ισχυρή κοινωνία των πολιτών, η οποία θα μπορούσε να έχει λόγο και ρόλο στην πολιτική διαδικασία και στις προσπάθειες για επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας. Όποιες οργανώσεις πολιτών υπάρχουν στη Λιβύη δεν έχουν στήριξη από τον λαό, επειδή στερούνται αξιοπιστίας, λειτουργούν σε ένα δύσκολο περιβάλλον και δεν έχουν τοπική χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα να είναι «ευάλωτες» σε ξένα οικονομικά συμφέροντα.
Επίσης, το 2021 η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ υπερψήφισε το νομοσχέδιο για την αμερικανική πολιτική στη Λιβύη. H νέα νομοθεσία είχε ως στόχο την ενεργότερη διπλωματική δραστηριοποίηση των ΗΠΑ στη Λιβύη, δίδοντας, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα στην αμερικανική κυβέρνηση να επιβάλει κυρώσεις σε οποιονδήποτε απειλεί την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ασφάλεια στη χώρα. Μέχρι στιγμής, αυτή η στρατηγική έχει αποτύχει να επηρεάσει την κατάσταση στη Λιβύη λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης Μπάιντεν να εφαρμόσει τον Global Fragility Act.
Έτσι, εάν ο στόχος του Global Fragility Act ήταν να βοηθήσει στον τερματισμό των συγκρούσεων σε όλον τον κόσμο, τότε τα παραδείγματα της Ουκρανίας και της Λιβύης δείχνουν ότι η στρατηγική αυτή αποτυγχάνει ήδη. Ειδικά για τη Λιβύη, αν και ένας νέος κύκλος βίας δεν διαφαίνεται στο εγγύς μέλλον, παραμένει μεγάλη πιθανότητα, καθώς οι παίκτες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό συνεχίζουν ανενόχλητοι τη δράση τους.