Ψηφίδες για ένα Ερυθροτριμυνθέα: Σκέφτομαι τον Σάββα Παύλου

52602022_554178661758318_4558773309830856704_n.jpg

Ψηφίδα πρώτη - Οι πρώτες συναντήσεις

Με τον αγαπητό Σάββα Παύλου γνωριστήκαμε στη Λευκωσία όταν ήμουν φοιτητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, μετά το Φθινόπωρό του 1984. Η πρώτη μας συνάντηση ήταν στο «Αιγαίον», στην οδόν Έκτορος. Εκείνα τα χρόνια ήταν γόνιμα στη Λευκωσία παρά τις πολλές μας αντιθέσεις και τις πάμπολλες αφετηρίες και διαφωνίες. Δρούσαμε συχνά παράλληλα ή μαζί στις αντικατοχικές ποικίλες πρωτοβουλίες της δεύτερης δεκαετίας μετά την εισβολή.

Μετά τη στρατιωτική θητεία, δάσκαλος βεβαρυμένος στη Λευκωσία, τον συναντούσα συχνά Σάββατο πρωί στα «Οκτωβριανά», στη στοά κοντά στην ΚΕΜΕΚ, ή στο απέναντι μικρό καφενείο. Εκεί ήπιαμε τους πρώτους μας καφέδες και μαθήτευσα στον συναρπαστικό του ελληνικό λόγο. Οι πρώτοι εκείνοι διάλογοι έκτισαν μιαν αλληλοεκτίμηση…

Το καλοκαίρι του 1990 συναντιόμασταν στα «Έπεα Πτερόεντα», στου Σύμη. Ήταν τότε το δεύτερό μου σπίτι. Απογεύματα αργά και βραδινά, συζητώντας για βιβλία, για πεζογράφους, ποιητές και (τι άλλο;) για την Κύπρο, την Ελλάδα και τα αντικατοχικά μας διακονήματα. Θυμάμαι ένα βράδυ πνευματικής ευωχίας και ανάμεσα σ' άλλα μια έμορφη κουβέντα για το βιβλίο «Κεκαρμένοι» του Νίκου Κάσδαγλη και άλλα πολλά αρκούντως πεποικιλμένα.....



Ψηφίδα δεύτερη

Ο Σάββας είχε το χάρισμά να στηρίζει διά της αποδοχής. Προσωπικά έτσι τον έζησα. Ως άνθρωπο αγάπης. Όταν εκδώσαμε το βραχύβιο περιοδικό «Υφάδι» ήταν άρχοντας μαζί μας. Εκτίμησε ιδιαίτερα τη μέριμνά μας για επαναπροβολή του Γιαννη Κ. Παπαδόπουλου και τη φιλοξενία νέων, αγνώστων ποιημάτων και ενός αγνώστου διηγήματος του πολυτάλαντου Αιγυπτιώτη και Λεμεσιανού λογοτέχνη....



Ψηφίδα τρίτη

Γράφω σκόρπια για τον Σάββα. Πρωινά Σαββάτου στα «Οκτωβριανά» ή στο καφενεδάκι απέναντι. Ένα τηλεφώνημα «παράνομο» από το γραφείο της μονάδας μου στην Αθαλάσσα στον Σάββα που έγραφε τότε το 1988 θαρραλέα κείμενα επιφυλλίδες στη Σημερινή.
Πρωτοδιόριστος δάσκαλος στη Λευκωσία. Μόνος και μετά πολλών. Στα οδοφράγματα μετά από μια θητεία στην «Επίκαιρη» ως συνεργάτης με το ψευδώνυμό Λευτέρης Σκλάβος, είχα πλέον ενταχτεί σε μια μαχητική ομάδα αντικατοχικής πρωτοπορίας, με μπροστάρη και στο έπακρον συνειδητοποιημένο Έλληνα της Ανατολής, ποιον άλλον, τον Σάββα Παύλου, πο’ν ήταν χωραΐτης μα αγροτόπαις, χωρκάτης νούσιμος που την Κοτσινοτιμηθκιάν. Μικρότερος αλλά αποδεκτός εν αγάπη. Ο Σάββας ήταν ανάμεσα στους πρώτους εκείνης της πολλοδιωκόμενης νοερής οικογένειας που με δέχτηκε να ανεβώ σε μια ακρινή πολεμίστρα και νοερά να παραμείνω ισότιμα σε εκείνο το πολλοπλούμιστο κάστρο της ανιδιοτελούς αντίστασης. Με αρχοντιά και σοβαρότητα, σοφία και γνώση βαθύτατη λειτούργησε ως πρότυπο και ως φορέας αισιοδοξίας. Με μια αρχοντική κατάφαση στην παρουσία χωρικών και επαρχιωτών «ανταρτών». Στη Λευκωσία του ογδόντα που μας υπενθύμιζε συχνά πως εν είμαστεν μέλη της λευκωσιάτικης προνομιακής κοινότητός...

Τέκνον οικογενείας που μετακινήθηκε εις Λεμεσόν πριν το εξήντα, ένιωθα ασφάλεια κοντά σε αυτόν τον αγροτόπαιδα σοφόν, τον Σάββαν που ομιλούσε δυνατά και είχε αντρείαν και ρώμην που την φοβούνταν οι επιτήδειοί νεοκύπριοι, οίτινες μας κυνηγούσαν μιαν ζωήν άναντρα και ποικιλοτρόπως απαξιωτικά. Δεν ψιθύριζε αστικά και στήριζε τις χωριάτικές μας πρωτοβουλίες ως ο γίγαντας αδελφός, μιαλλύτερος τζιαι που τα αλήθκεια πολεμιστής τζιαι της αληθινής αντίστασης...

Από τον Ιανουάριο του 1990 ήμουν τακτικός στου Σύμη, εκτός από τους δυο μήνες του Οδοφράγματος. Συχνά στο ίδιο τραπεζάκι με τον Μιχάλη Πασιαρδή και κάποτε με τον Νότη Πάτσαλο.
Στα καλοκαιρινά τραπεζάκια του Σύμη συζητούσαμε με τον Σάββα. Δεν ξεχνώ, θυμάμαι έντονα μια θερμή συνομιλία για την πεζογραφία και σε κάποια στιγμή για τους «Κεκαρμένους» του Νίκου Κάσδαγλη...
Από εκείνους τους διαλόγους τους πρωινούς και βραδινούς κατάλαβα πως ο Θεός μού δώριζε την χάρη της συνάφειας με έναν δάσκαλον ελευθερίας. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα πως μεριμνούσε ρείθροις μυστικοίς να συνεχίζουμε τη μελέτη και την ενδοσκαφή, τη γραφή και τις δημοσιεύσεις.

Γιος του αντάρτη Νεόφυτου Χριστοδούλου Πεγειώτη, ανένταχτου κομματικά, μακριά από πλάτες και βολέματα. Κουβαλώντας δίπλα του αναπόφευκτα κι εγώ και τις δικές μου τραυματικές εμπειρίες, και με αρκετές πληγές από ποικίλες προδοσίες και διώξεις ένιωθα πως ο Σάββας εκπροσωπούσε αυτό που στοχαζόμουν. Έλληνας της Κύπρου χωρίς μειονεξίες, αδιάβροχος από ρετσινιές συνδεδεμένες με την Χούντα. Νουνεχής με διάκριση νοημάτων και πραγμάτων. Βίωνε ένα κομμάτι αλήθειας και ελπίδας που γύρευα έξω από τους προπαγανδιστές και τους κομματικούς χορωδούς.
Εκείνες τις περπατησιές στα βήματά του κατόπιν δεν τις μετανιώσαμε πολλοί ακόλουθοί του…

Ψηφίδα τέταρτη πρότυπο δασκάλου

Ο Σάββας Παύλου ως δάσκαλος, ως φιλόλογος και ακάματος εργάτης στη μύηση των νέων και των μαθητών του Γυμνασίου και του Λυκείου, υπήρξε φρονώ υπόδειγμα. Δεν είμαι, βεβαίως, ο αρμοδιότερος. Μπορώ όμως να μαρτυρήσω μια άγνωστη συγκινητική ιστορία από τα χρόνια που έζησα στη Λευκωσία.

Ήρθε και με βρήκε ένα βράδυ. Τότε στα νυκτερινά μας καταφύγια οι συναντήσεις προαναγγέλλοντο αγαπητικά. «Γυρεύκει σε ο Σάββας». Αυτό επέβαλλε να σοβαρευτείς, να κάτσεις και να αναμένεις. Ρυθμοί ανθρώπινοι. Ήθος άλλον...

Ήρθε τελικά και με βρήκε ένα βράδυ στου Σύμη. Με ήθελε για κάτι σοβαρό. «Σε γύρευα», μου λέει. Άρχισε με πολλή αγάπη να μου ιστορεί τις δυσκολίες ενός παιδιού στο Εσπερινό Γυμνάσιο που κακόπαθε για να μάθει τα πρώτα του γράμματα. Μου διηγήθηκε τις φιλότιμες προσπάθειες του βιοπαλαιστή μαθητή του για να μάθει να ενταχτεί στο σχολείο στις δραστηριότητές του. Με συστολή, ταπεινά και με ελαφρύ παράπονο από κάποιους συναδέλφους του μου περιέγραψε τους αγώνες του Μιχάλη. Ας τον πούμε έτσι, κρατώντας την ανωνυμία όπως ο Σάββας θα ήθελε. Μα και τους δικούς του αγώνες και αγωνίες, τις μάχες για να κρατηθεί ο νέος αυτός στο σχολείο. Στο τέλος με παρακάλεσε
επιτακτικά να τον αναλάβω και να τον βοηθήσω το Καλοκαίρι εκείνο.

Ο μαθητής βιοπαλαιστής ήταν ολίγον μικρότερός μου στην ηλικία και ο καλόκαρδος Σάββας πίστευε και επέμενε ευγενικά πως θα τα βρούμε και θα μπορέσω να τον βοηθήσω.

Το επόμενο απόγευμα έπιασα δουλειά και ο Σάββας ο δάσκαλος χαιρόταν χαράν μεγάλην. Νομίζω πως από εκείνο το βράδυ δεθήκαμε με μια άλλη φιλία.

Αυτή την κεχαριτωμένη παρουσία του σοφού, ευαίσθητου, καταδεκτικού, απλού και αγαπητικού δασκάλου Σάββα Παύλου πάντα την αδικούσαμε πολλοί.

Οι έχοντες βαθύτερην γνώσην επί τούτου οφείλουν να μαρτυρήσουν λόγον και να τον προτείνουν ως πρότυπον στους καιρούς μας.

ΥΓ. Ολίγον προ της κοιμήσεώς του με πήρε σε ένα τραπέζι μετά από εκδήλωση στη Λεμεσό και μου περίγραψε πώς μαθήτευσε στον Θεοδόση Νικολάου στο σπίτι του Φοίβου Σταυρίδη. Γι’ αυτό ήταν δάσκαλος φωτός. Ήξερε πού και πότε να μαθητεύσει. Δεν αρνείτο την μαθητείαν. Γι’ αυτό πρόκοψε και φώτισε και ολίγον εμάς τους ουτιδανούς...