Η αγορά ποδηλάτου στη Λεμεσό του 1950

Αφορμές και ευρήματα από το αρχείο του Μανώλη Γεωργιάδη

paliopodilato.jpg

Ο Στρατής Μυριβήλης στο ταξιδιωτικό βιβλίο «Απ’ την Ελλάδα» περιγράφει απολαυστικά την Κύπρο στα χρόνια του ‘40 και του ’50, ολίγον προ της εκρήξεως του αντιαποικιακού αγώνα. Περιγράφει την ποδηλατοκρατούμενη Κύπρο και τους βιρτουόζους ποδηλάτες των τεσσάρων και πέντε ετών. Κάποιοι από αυτούς θα χαρακτηρίζονταν σε λίγα χρόνια από τις αποικιακές μυστικές υπηρεσίες ως «ειδικά εκπαιδευμένοι καταδρομείς αφικόμενοι εις Κύπρο για καταδρομικές επιχειρήσεις και περιπετειώδεις διαφυγές με ποδήλατο».

Το ποδήλατο και η Κύπρος του ‘40 και του ‘50 αποτελούν ένα δίδυμο ερωτικό, συνθέτουν μια σχέση αγαπητική, αλλά και περιπετειώδη, ενίοτε έμπλεη μέθης και χαράς. Αλλά και τραγική. Δυο μάρτυρες της αγχόνης, ο Μιχαήλ Καραολής και ο Ιάκωβος Πατάτσος, είναι στην τραγική του δίκη ο πρώτος και στην τραγική διαφυγή του ο δεύτερος, συνδεδεμένοι με το αγαπημένο τους ποδήλατο.

Το ποδήλατο και η αγαπημένη μας Λεμεσός, λοιπόν, θα είναι το δίδυμο που θα εικονίσει το σημερινό ταξίδι στο παρελθόν.

Ψηφιδωτής της εικόνας της ποδηλοκρατούμενης Λεμεσού του ‘50 θα είναι νοερά ο Μανώλης Γεωργιάδης, εισαγωγέας ποδηλάτων και εξαρτημάτων, ένας εκ των πρωταγωνιστών του εμπορίου ποδηλάτων που ακμάζει την εποχή εκείνη. Ο Μανώλης ο ποδηλατάς, όπως μου τον ονομάτισαν μερικοί από τους παλαιούς της πόλης, Ο Μανώλης της οδού Γεωργίου του Στ΄ αρ. 82.

Στην εφημερίδα «Δημοκράτης» τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1948 συναντούμε κάθε εβδομάδα την εξής διαφήμιση: Ποδήλατα με δόσεις. «Μόνο με μία λίραν προκαταβολή και το υπόλοιπο με δόσεις. Μπορείτε να αποκτήσετε το δικό σας καινουργές ποδήλατο “κομπλήτ”. Παρά του κ. Μανώλη Δ. Γεωργιάδη (Ποδηλατά) Οδός Γεωργίου του Στ΄, Νο 82 Λεμεσός».

Κάπως έτσι ξεκινά η περιπέτεια της αγοράς ενός ποδηλάτου στη μεταπολεμική Λεμεσό. Με αφορμή μια διαφήμιση στον «Παρατηρητή», την τοπική εφημερίδα, ή μια άλλη σε παγκύπρια καθημερινή εφημερίδα, ο υποψήφιος αγοραστής θα οδηγηθεί στο κατάστημα του κ. Μανώλη Γεωργιάδη. Αρκετοί άλλοι βέβαια θα περάσουν εκατοντάδες φορές έξω από το μαγαζί για να θαυμάσουν το τιμαλφές αντικείμενο των ονείρων τους, καινουργές ή μεταχειρισμένον.

Στο κατάστημα στο ποδηλατάδικο, θα τους εξηγηθεί η περιπετειώδης διαδικασία για την απόκτηση του ποδηλάτου. Θα τους επιδειχθεί το έγγραφο με τίτλο «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΡΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΣΙΝ ΠΟΔΗΛΑΤΟΥ ΜΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΟΥ ΠΡΟΣ ΑΓΟΡΑΝ». Το έγγραφο – συμφωνία απαρτίζεται από έντεκα όρους, ομολογουμένως αρκετά αυστηρούς και απαιτεί την παρουσία σοβαρού και αξιόχρεου εγγυητού.

Κατόπιν της ενημερωτικής αυτής συναντήσεως, ο μελλοντικός ιδιοκτήτης ποδηλάτου εισέρχεται σε ένα αγώνα εξοικονομήσεως της προκαταβολής. Το 1948 η προκαταβολή είναι μόνο μία λίρα, ενώ σε συμβόλαια του 1954 το ποσόν αυξάνεται στις δύο ή ακόμη και στις τρεις λίρες. Παράλληλα, αγωνιώδης είναι και η προσπάθεια εξεύρεσης κατάλληλου εγγυητού, ο οποίος αφού πεισθεί να προσέλθει θα πρέπει να εγκριθεί από τον κ. Μανώλη Γεωργιάδη.

Για παράδειγμα, στο συμβόλαιο υπ’ αριθμό 321 της 24ης Ιουλίου 1954, ο Μιχάλης Παναγή εκ Πάνω Κυβίδων εγγυάται τοn Βάσο Κυριάκου στην παρουσία δυο μαρτύρων και του ιδιοκτήτη Μ. Γεωργιάδη.

adeia motosykletas-podilatou.jpg
Αρχείο Γιάννη Πεγειώτη

Το συμβόλαιο αρχίζει με την περιγραφή της συμφωνίας (σημεία 1 και 2). Σημειώνω τις διατάξεις 4,7 και 9, για να διαφανεί το αμφίρροπο και όντως αγωνιώδες της αποκτήσεως του ποδηλάτου:

«4. εν περιπτώσει μη ακριβούς πληρωμής οιασδήποτε δόσεως κατά την ημέρα καθ’ ην αύτη είναι απαιτητή ή εν περιπτώσει καθ’ ην ο ενοικιαστής ήθελε πτωχεύσει ή ήθελε προβεί εις συμβιβασμό με τον δανειστή του, ή ήθελε παραβεί οιονδήποτε όρον της παρούσης συμφωνίας, πάσαι αι πληρωθείσαι δόσεις θα χάνονται προς όφελος του ιδιοκτήτη όστις και θα δικαιούται να λάβει αμέσως εις την κατοχή του το εν λόγω ποδήλατο, νοουμένου ότι μέχρι τελείας αποπληρωμής του ποσού των 19-0-0 λιρών το εν λόγω ποδήλατο θα είναι αποκλειστικά ιδιοκτησία του ιδιοκτήτου και ότι ενοικιάζεται επί μισθώσει εις τον ενοικιαστή όστις θα καταβάλει κάθε λογική φροντίδα κατά τη διάρκεια της ενοικιάσεως προς φύλαξη τούτου και όπως εν περιπτώσει φθοράς του δια πυρκαγιάς ή εν περιπτώσει απωλείας, κλοπής ή άλλως πως ούτος (ο ενοικιαστής) θα είναι υπεύθυνος απέναντι του ιδιοκτήτου δια την τοιαύτη φθορά του , ή απώλεια του ή τέλεια καταστροφή του. […]

  1. Ευθύς ως ο ενοικιαστής ήθελε πληρώσει εις τον ιδιοκτήτη το εν λόγω ποσόν των 19-0-0 λιρών πλέον το ποσόν του ενός σελινίου, ως τίμημα αγοράς του εν λόγω ποδηλάτου, τότε μόνον το εν λόγω ποδήλατο θα γίνεται η αποκλειστική ιδιοκτησία του ενοικιαστού.
  2. Εν περιπτώσει καθ’ ην ο ενοικιαστής ήθελε παραβεί την παρούσα συμφωνία, τότε ο ιδιοκτήτης ή αντιπρόσωπος αυτού ή υπάλληλος αυτού, θα δικαιούνται να εισέλθουν εις την οικία ή εις άλλον μέρος εις ό, ο ενοικιαστής ήθελε έχει το εν λόγω ποδήλατο και παραλάβωσι, μετακινήσωσι και αναλάβωσιν υπό κατοχή των, το εν λόγω ποδήλατο ή μέρος τούτου, ότε όλαι αι πληρωθείσαι δόσεις υπό του ενοικιαστού θα ανήκουν αποκλειστικώς εις τον ιδιοκτήτη, του ενοικιαστού όντος υπεύθυνου όπως πληρώσει οιασδήποτε οφειλομένες δόσεις, απαλλατομένου όμως τούτου της υποχρεώσεως όπως πληρώσει οιανδήποτε δόσιν μη οφειλόμενη κατά την ημέρα εκείνη».

Μελετώντας τα διασωζώμενα έγγραφα από το εν μέρει καταστραμμένο αρχείο του Μανώλη Γεωργιάδη ανακαλύπτουμε σταδιακά πως η όμορφη και γραφική Λεμεσός του ‘50 δεν είναι ο οικονομικός παράδεισος της εποχής. Οι οκτώ λίρες του 1948, οι δέκα ή οι δεκαοκτώ του μοντέλου Rudge του 1954, δεν είναι ποσό που εύκολα μπορεί να εξοφληθεί έστω και με δόσεις.

Έτσι μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, τις οικονομίες των πρώτων μηνών, τις υπερωρίες, τους δανεισμούς και τις καθυστερημένες, έστω καταβολές των πρώτων δόσεων, αναπάντεχες δυσκολίες, αρρώστιες, τραυματισμοί, αναγκάζουν τον ενοικιαστή να καθυστερεί και να αποφεύγει να πληρώσει τις δόσεις του.

Υπενθυμίζουμε πως η Λεμεσός ζει κάτω από αποικιοκρατική σκλαβιά, η οικονομία ελέγχεται σε μέγιστο βαθμό. Τα ημερομίσθια παραμένουν χαμηλά, η φτώχια βασανίζει την εργατιά που καταφθάνει από την ορεινή Πάφο και την ορεινή Λεμεσό για μια ακτίνα φωτός, για ένα κομμάτι ψωμί.

Γνωρίζω, με πολλές λεπτομέρειες, τη μάχη, τον αγώνα επιβίωσης των ετών που περιγράφω. Εκατοντάδες διηγήσεις έχω διασώσει από τους συγχωριανούς και συντοπίτες μου, της ημιορεινής Λαόνας της Πάφου, που κυριολεκτικά πλημμυρίζουν τη Λεμεσό από τις αρχές του 20ού αιώνα. Επιπρόσθετα αναφέρω πως μεγάλωσα, ακούγοντας τους γονείς μου, που έφτασαν μετά το 1950 από τη Δρούσια της Πάφου και έζησαν ουκ ολίγες αντιξοότητες στις γειτονιές των αγροτών που μετακινούνταν στην ραγδαία αναπτυσσόμενη Λεμεσό του ‘50.

Ας επανέλθουμε όμως στην οδό Γεωργίου του Στ΄. Μετά την παρέλευση ενός ή δυο μηνών άνευ δόσεως, ο κ. Μανώλης Γεωργιάδης αποστέλλει συστημένη συνήθως επιστολή. Η επιστολή είναι βεβαίως επιθετική και στόχο έχει την είσπραξη των οφειλομένων. Από τα κατάστιχα εισπράξεων που έχουν διασωθεί τεκμηριώνεται η αποτελεσματικότητά της. Μια σειρά επίσης από διασωζώμενες απαντήσεις ενοικιαστών είναι αποκαλυπτική του κλίματος της εποχής.

Επιστολή 1. (απόσπασμα) «Αγαπητέ κε Μανώλη. Έλαβα την επιστολή που έλαβα μέσω δικηγόρου και δεν το επίστευα. Τόσες φορές περνώ από το μαγαζί και να μην μου πεις τίποτα. Και να στέλλεις επιστολή με δικηγόρο για πέντε λίρες. Είχα δυσκολίες, αρρώστησε το παιδί μου. Σου στέλλω δύο λίρες και σύντομα θα σε ξοφλήσω. Έχεις και εσύ το δίκαιό σου».

Επιστολή 2. «Αγαπητέ κε Μανώλη. Έλαβα την επιστολή και υπόσχομαι να σε πληρώσω σύντομα. Είχα δυστύχημα και για δυο μήνες δεν εργάστηκα. Τώρα είμαι καλά. Δόξα τω Θεώ και εργάζομαι. Σου στέλλω 1 λίρα και ελπίζω σιγά, σιγά να σε εξοφλήσω».

Οι δυσκολίες είναι για κάποιους ενοικιαστές ποδηλάτων ανυπέρβλητες, όπως στην περίπτωση ενός φούρναρη, που λαμβάνει προειδοποιητική επιστολή. Έτσι τον Αύγουστο του 1955 αφού κατέβαλε κάποιες δόσεις αλλά απέτυχε να εξοφλήσει, λαμβάνει και πάλιν συστημένη επιστολή, αυτή τη φορά από τον έγκριτο δικηγόρο της πόλης, Χρύση Δημητριάδη.

Η περιπέτεια αυτή θα είχε αίσιο τέλος γιατί όπως σημειώνει ο κ. Μανώλης Γεωργιάδης, το ποσό θα το πληρώσει ο εγγυητής του, Παναγιώτης Σάββα, αξιόχρεος και σεβαστός ως φαίνεται, αφού πείθει τον εισαγωγέα ποδηλάτων να τερματίσει τις διαδικασίες δίωξης και αγωγής.

Έτσι φαίνεται να τελειώνει μια περιπέτεια αγοράς ποδηλάτου. Και ο Ανδρέας Αριστοτέλους (φούρναρης) να είναι οριστικά ο ιδιοκτήτης ενός ποδηλάτου, «κομπλήτ» βρετανικής προελεύσεως.