Ρούλα Γιαλλουρίδη - Ηρειώτη

Οι μοναδικές, με την Κλαίρη Αγγελίδου, αγωνίστριες φοιτήτριες της ΚΑΡΗ

charchar 20220605.jpg

Η Αττική γη δέχθηκε την περασμένη εβδομάδα στα σπλάχνα της μια Ελληνίδα της αλύτρωτης Κύπρου, που λάτρευε παράφορα τη Μάνα Ελλάδα και αγωνίστηκε για την Ένωση, προτού αρχίσει ο ένοπλος Απελευθερωτικός Αγώνας της Κύπρου, ως αγωνίστρια της ΚΑΡΗ. Η πατριδολάτρισσα αυτή Ελληνίδα δεν ήταν άλλη από τη Μορφίτισσα Ρούλα (Ελευθερία) Ηρειώτου, αδελφή του εκπαιδευτικού, εθνικού αγωνιστή - πολεμιστή του 1940-41 στα βουνά της Ηπείρου, Κωνσταντίνου Γιαλλουρίδη. Με την αείμνηστη Ρούλα είχα συνδεθεί από το 1957, όταν πήγα να κάνω μετεγγραφή από τη Σχολή Σαμουήλ, που ήταν αναγνωρισμένη από Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας ως εξατάξιο Γυμνάσιο, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Σολέας. Ήταν τότε δύσκολοι καιροί. Η ΕΟΚΑ είχε αρχίσει να κτυπά για να σπάσει τις αλυσίδες της βρετανικής σκλαβιάς. Οι δυνάστες του νησιού μας είχαν κλείσει τη Σχολή Σαμουήλ, που ήταν αγωνιστικό φυτώριο, κι αναγκάστηκα να διακόψω τα μαθήματα, όπως και οι άλλοι συμμαθητές.

Όταν αργότερα ξανάνοιξε το σχολείο μου, εγώ δεν γύρισα. Τις σχολικές χρονιές 1955-56 και 1956-57 εργάστηκα σε διάφορα μέρη. Υδραυλικός στον Αμίαντο, ηλεκτρολόγος στη Βάση Επισκοπής και υπάλληλος σε καντίνα της ΝΑΑΦΙ στα Πολεμίδια. Ποτέ, όμως, δεν ξέχασα το σχολείο. Και τέλη Αυγούστου 1957 εγκατέλειψα τη εργασία μου στη ΝΑΑΦΙ και γύρισα στην Κακοπετριά. Συνάντησα τον νονό μου, στο σπίτι του οποίου είχα μεγαλώσει, και του είπα ότι αποφάσισα να γυρίσω στο σχολείο να συνεχίσω τις σπουδές μου. Ο νονός μου με ενθάρρυνε και μου είπε να κάνω μετεγγραφή στο γυμνάσιο Σολέας, όπου τα δίδακτρα ήταν πολύ λίγα.

Η συνάντηση με την Ηρειώτη

Αρχές Σεπτεμβρίου πήγα στην Ευρύχου, όπου τυχαία συνάντησα στα προπύλαια του γυμνασίου την αείμνηστη Ρούλα. Εγώ την γνώριζα από παλιά, αλλά εκείνη δεν με γνώριζε. Της είπα ποιος ήμουν και χάρηκε για τη γνωριμία μας. Της ανέφερα τον σκοπό που πήγα εκεί και μου παρήγγειλε να κάνω μια επιστολή στον «Γενικό Επιθεωρητή Αλλοδαπής, Αναστάσιο Ατσαβέ, Κολοκοτρώνη, 12 Αθήναι, Ελλάς» και να του αναφέρω τους λόγους που ζητώ να μετεγγραφώ στην Ε΄ Τάξη. Έστειλα την επιστολή, όπως μου είπε, αλλά ο γυμνασιαρχεύων, Γιάννης Κουκκουλλίδης, μου είπε να παρακολουθώ τα μαθήματα της Δ’ τάξης, μέχρι να έρθει η επιστολή του Ατσαβέ. Οι μέρες περνούσαν και επιστολή δεν ερχόταν, οπότε η αείμνηστη Ρούλα κάτι μυρίστηκε και με συμβούλευσε να ρωτήσω τον κ. Κουκκουλλίδη, μήπως στάληκε στο γυμνάσιο, αντί σ’ εμένα, η επιστολή. Χωρίς να χάνω καιρό, ζήτησα στο διάλειμμα και είδα τον Κουκκουλλίδη, ο οποίος, μ’ ένα πονηρό υπομειδίαμα, μου είπε: «Καθυστέρησε η επιστολή και επειδή τελειώνει το πρώτο εξάμηνο, δεν μπορείς να πας στην πέμπτη τάξη». Αντέδρασα και του ζήτησα την επιστολή, αλλά μου είπε πως την είχε σχίσει και την πέταξε. Έφυγα από το γραφείο του πικραμένος και αγανακτισμένος.

Το απόγευμα πήγα στο σπίτι της κυρίας Ηρειώτου και της είπα τι έκανε ο γυμνασιαρχεύων. Μου είπε να μη δώσω συνέχεια και σεβάστηκα τη συμβουλή της. Από τη συμπεριφορά της κατάλαβα ότι κάποιος την είχε ενημερώσει ότι ήμουν μέλος της ΕΟΚΑ και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα. Μόλις τέλειωσαν οι γραπτές εξετάσεις Α’ Εξαμήνου, με πλησίασε και μου είπε να την επισκεφθώ στο σπίτι, όπου διέμενε με την τελειόφοιτη μαθήτρια Ονησιφόρου Γεωργία, συνταξιούχο εκπαιδευτικό σήμερα, από τον Άγιο Θεόδωρο Αγρού. Μιλήσαμε για την κατάσταση που επικρατούσε στο γυμνάσιο, με συμβούλεψε να είμαι πειθαρχημένος-υπόδειγμα μαθητή και μου είπε ότι ανέλαβε την οργάνωση των εορτασμών της 25ης Μαρτίου. Και επειδή γνώριζε ότι η Νεολαία της ΕΟΚΑ Κακοπετριάς είχε ανεβάσει με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Ο Χορός του Ζαλόγγου», μου πρότεινε να διδάξω και στο σχολείο, υπό την επίβλεψή της. Δέχθηκα, υπό τον όρο τούς ρόλους που είχαν ερμηνεύσει στην Κακοπετριά μαθήτριες του σχολείου μας, να τους ερμηνεύσουν και στο γυμνάσιο. Τελικά, το έργο το παρουσιάσαμε και στο γυμνάσιο με μεγάλη επιτυχία.

Στο μεταξύ, με την κυρία Ηρειώτου οι σχέσεις έγιναν πιο στενές, λόγω της συμμετοχής μας στον Αγώνα. Στο σπίτι της είχε εγκατασταθεί ο πολυγράφος που τυπώνονταν τα φυλλάδια της ΕΟΚΑ και είχε επαφές με τον αείμνηστο ήρωα συμμαθητή μου Χρύσανθο Μυλωνά, ενώ εγώ ήμουν υπεύθυνος της ΑΝΕ Κακοπετριάς. Και σε κάθε μαθητική εθνική εκδήλωση, η αείμνηστη Ρούλα με καλούσε να βοηθήσω. Θυμάμαι, παραμονή της Γιορτής της Σημαίας το 1957, μόλις είχα μετεγγραφεί στο Γυμνάσιο Σολέας, με κάλεσε και μου έδωσε σε χειρόγραφο το ποίημα «Οι Δυο Σημαίες» του Γιάννη Πολέμη, για να το διαβάσω την άλλη μέρα στη γιορτή. «Δεν θα το διαβάσω, θα το αποστηθίσω και θα το απαγγείλω», της είπα. «Μα πότε θα το μάθεις, είναι μεγάλο», μου είπε. Χαμογέλασα και της είπα: «Μην ανησυχείτε, κυρία, θα σας βγάλω ασπροπρόσωπη».

Σαν μάνα με παιδί

Η συνεργασία μας με την αείμνηστη Ρούλα στα δύο χρόνια που την είχα καθηγήτρια στα Αρχαία, τα Νέα Ελληνικά και την Ιστορία, ήταν περισσότερο από αγαστή. Ήταν σαν μάνα με παιδί. Θυμάμαι με συγκίνηση την εισήγηση του γυμνασιάρχη, Ιωάννη Κόκοτα, σε σύσκεψη καθηγητών, στην παρουσία μου, να αποβληθώ διά παντός, διότι ο παιδονόμος τού κατήγγειλε ότι με βρήκε σε καφενείο να χαρτοπαίζω. Η καταγγελία ήταν κατά το ήμισυ ψευδής. Ήμουν στο καφενείο μ’ έναν ξάδελφό μου και ξάδελφο του παιδονόμου. Καταφύγαμε εκεί, διότι ήταν παγωνιά και έπεφτε χαλάζι. Μπήκαμε για να ζεσταθούμε. Στο άκουσμα της εισήγησης του γυμνασιάρχη, η αείμνηστη Ρούλα λιποθύμησε και χρειάστηκε σχεδόν ένα τέταρτο για να την συνεφέρουν οι καθηγητές. Μόλις συνήλθε, πήρε τον λόγο και, απευθυνόμενη στον γυμνασιάρχη, του είπε: «Κύριε, γυμνασιάρχα, αυτό που ζητάτε είναι άδικο. Επειδή σας είπε ο παιδονόμος ότι ο Χαράλαμπος καθόταν σε καφενείο, δεν σημαίνει ότι χαρτόπαιζε ή παρακολουθούσε άλλους να χαρτοπαίζουν. Ήταν παγωνιά και, επειδή δεν είχε στο σπίτι του θερμάστρα, πήγε στο γειτονικό καφενείο να ζεσταθεί. Επίσης, πρέπει να γνωρίζετε, κύριε γυμνασιάρχα και αγαπητοί συνάδελφοι, ότι ο Χαράλαμπος είναι ένα ηθικότατο παιδί και τίμησε το σχολείο μας σε διάφορες εκδηλώσεις τα τρία τελευταία χρόνια. Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι, κατά τη διάρκεια του Αγώνα, πολλά είχε προσφέρει, είχα συνεργαστεί μαζί του. Πώς είναι δυνατό να διώξουμε έναν τελειόφοιτο μαθητή, που η μέχρι τώρα συμπεριφορά του ήταν υποδειγματική;». Μετά τη Ρούλα μίλησε ο βοηθός γυμνασιάρχης, Μακάριος Μυριανθέας, ανιψιός του εθνικού αγωνιστή Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Β’, που συμφώνησε με τη Ρούλα. Μετά πήρε τον λόγο ο αείμνηστος γηραιός γυμναστής, Γεώργιος Καλαβάς, ο οποίος, σε έντονο ύφος, είπε στον γυμνασιάρχη: «Ποιος είσαι εσύ που θα διώξεις τον Χαράλαμπο; Με ποιο δικαίωμα μάς ζητάς να γίνουμε συνένοχοί σου; Ο Χαράλαμπος δεν θα φύγει από το σχολείο». Ακολούθησε μια σιγή. Οι άλλοι καθηγητές αλληλοκοιτάζονταν. Ο γυμνασιάρχης, που βρέθηκε στα δυο στενά, διότι κατάλαβε ότι όλοι σχεδόν οι καθηγητές, εκτός από έναν θεολόγο, με υποστήριζαν, εισηγήθηκε να αποβληθώ 15 μέρες και, επειδή την επομένη άρχιζαν οι διακοπές των Χριστουγέννων, αποβλήθηκα μόνο τη μέρα εκείνη.

Από τότε ο γυμνασιάρχης άλλαξε στάση απέναντί μου και, όταν γύρισε από την Αθήνα, όπου πήγε να περάσει τις γιορτές με τους συγγενείς του, έφερε μαζί του το θεατρικό έργο του Γεώργιου Θεοτοκά «Το Τίμημα της Λευτεριάς». Με κάλεσε στο γραφείο του, μου έδωσε το έργο και μου ανέθεσε να κάνω τη διανομή των ρόλων, να το διδάξω, πάντοτε υπό την επίβλεψη της αείμνηστης Ρούλας. Στις 25 Μαρτίου 1960 το παρουσιάσαμε, με μεγάλη επιτυχία, στην κατάμεστη αίθουσα τελετών του γυμνασίου μας. Ιδιαίτερη εντύπωση είχε προκαλέσει το Μοιρολόι του Κατσαντώνη, που είχε τραγουδήσει από το παρασκήνιο ο νεαρός τότε φιλόλογος, Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, εκδότης αργότερα του πολύτομου έργου για τον «Άγιο των Γραμμάτων», Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Όταν αποφοίτησα, αποχαιρέτησα με δακρυσμένα μάτια την αείμνηστη Ρούλα, που παρέμεινε στο Γυμνάσιο Σολέας, όπου στο μεταξύ είχε διοριστεί και ο φιλόλογος σύζυγός της Παναγιώτης Ηρειώτης, ένας από τους πρώτους που απελάθηκαν από την Κύπρο το 1955. Ο Ηρειώτης είχε μυηθεί τότε στην ΕΟΚΑ και η όλη συμπεριφορά του είχε επισημανθεί από τους πράκτορες των Βρετανών, οι οποίο του στέρησαν την άδεια εργασίας και τον απέλασαν, διότι ήταν Έλληνας υπήκοος.

Στην Ευρύχου είχε τοποθετηθεί στο μεταξύ και ο αδελφός της Ρούλας, Κωνσταντίνος Γιαλλουρίδης, που είχε διατελέσει γυμνασιάρχης μου στην πρώτη τάξη και ήμασταν φίλοι. Διέμενε στην Κακοπετριά και συναντιόμασταν τακτικά. Μου μετέφερε πάντοτε τους χαιρετισμούς της αείμνηστης Ρούλας, με την οποία επικοινωνούσα κι εγώ συχνά. Όταν οι απόφοιτοι του 1960 τελέσαμε μνημόσυνο των ηρώων και απελθόντων συμμαθητών μας την είχαμε καλέσει, ήρθε, συνοδευόμενη από την αχώριστη φίλη της Κλαίρη Αγγελίδου και εκφώνησε τον επιμνημόσυνο λόγο. Συγκινητικές ήταν οι στιγμές που περάσαμε κατά το γεύμα που παραθέσαμε προς τιμήν της. Όλους μας θυμόταν, ιδιαίτερα τις «αθώες» αταξίες μας και άλλα αξέχαστα περιστατικά.

Πολύχρονη φιλία

Η φιλία της Ρούλας Ηρειώτου και της Κλαίρης Αγγελίδου κρατούσε από το 1955, όταν ήταν νεαρές φοιτήτριες της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τότε που λίγοι αλλά εκλεκτοί πατριώτες φοιτητές εντάχθηκαν στην επαναστατική οργάνωση ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες), την οποία είχε ιδρύσει ο κυπριακής καταγωγής εξόριστος των Οκτωβριανών του 1931, κάτοικος Αθηνών, γιατρός Ιωάννης Ιωαννίδης. Οι δύο νεαρές φοιτήτριες ήταν οι μόνες που εντάχθηκαν στην ΚΑΡΗ. Η Κλαίρη είχε δεσμό με τον συμφοιτητή της Νίκο Αγγελίδη και, όταν ο Διγενής διαμήνυσε με τον Ρένο Κυριακίδη στον αρχηγό της ΚΑΡΗ, όλοι οι εκπαιδευμένοι στον ανταρτοπόλεμο φοιτητές να κατέβουν στην Κύπρο για να στελεχώσουν την ΕΟΚΑ, ανάμεσά τους ήταν και ο Νίκος Αγγελίδης, ο οποίος δήλωσε μεν έτοιμος να κατέβει στην Κύπρο υπό έναν όρο: να παντρευτεί πρώτα με την Κλαίρη. Έτσι, βιαστικά-βιαστικά, τελέστηκε ο μυστικός γάμος του Νίκου και της Κλαίρης στο σπίτι του Ιωαννίδη. Κουμπάρος, ο καθηγητής τους Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, κουμπάρα μία και μοναδική. Η συμφοιτήτρια και στενή της φίλη, η Ρούλα Γιαλλουρίδου. Η διά βίου αγωνίστρια, η ξεριζωμένη από την αγαπημένη της Μόρφου, που μας έφυγε πριν από λίγες ημέρες. Αιώνια η μνήμη της.

*Κεντρική φωτογραφία: Νίκος και Κλαίρη Αγγελίδου / Ρούλα Ηρειώτου – Γιαλλουρίδου.