Αναλύσεις

Η παγίδα των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης

Η χωρίς όρια παροχή ρευστότητας, χωρίς καμιά στόχευση, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια, οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες στη δική τους παγίδα, δηλαδή την εκτίναξη του πληθωρισμού και την αναγκαιότητα να αποσύρουν / να «μαζέψουν» άτσαλα τα μέτρα

Εντείνονται οι κριτικές διεθνώς για τους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Η χωρίς όρια παροχή ρευστότητας, χωρίς καμιά στόχευση, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια, οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες στη δική τους παγίδα, δηλαδή την εκτίναξη του πληθωρισμού (υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα -ΕΚΤ- είχε ως στόχο για τον πληθωρισμό το 2%) και την αναγκαιότητα να αποσύρουν / να «μαζέψουν» άτσαλα τα μέτρα.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το διοικητικό όργανο της ΕΚΤ, μια βδομάδα μετά την απόφασή του για αύξηση των επιτοκίων, συνεδρίασε εκτάκτως για να αναχαιτίσει τη μεγάλη αύξηση των αποδόσεων των ευρωπαϊκών ομολόγων, κυρίως για χώρες της περιφέρειας όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, και η «μεγάλη» απόφαση ήταν ότι θα προσπαθήσουν να βρουν έναν νέο μηχανισμό που θα αντιμετωπίσει τον κατακερματισμό των αγορών.

Σημειώνεται ότι με την απόφαση για αύξηση των επιτοκίων η ΕΚΤ ανακοίνωνε ότι δεν χρειάζονται άλλα μέτρα, όμως αναγκάστηκε να αποσύρει αυτήν τη δήλωση σε μια βδομάδα. Φυσικά, μέχρι πρόσφατα, η ΕΚΤ στις αναλύσεις της θεωρούσε ότι ο πληθωρισμός είναι παροδικό φαινόμενο και δεν χρειαζόταν άμεση απόσυρση των προγραμμάτων που υιοθετούνταν.

Κάποιος θα πει ότι κανένας (;) δεν μπορούσε να προβλέψει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οπότε οι κεντρικές τράπεζες πιάστηκαν εξ απροόπτου. Οι αναλυτές σχολιάζουν ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι μέρος του προβλήματος και το «εξ ουρανού ανεξάντλητο χρήμα» επιδείνωσε την κατάσταση.

Την ίδια κριτική για ερασιτεχνισμούς δέχεται και η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής, η οποία με μια επιθετική αύξηση των επιτοκίων ταρακούνησε τις αγορές, την ίδια στιγμή που ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό φαίνεται να είναι ανεπαίσθητος.

Θα πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι, με βάση τη σημερινή κατάσταση στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία, οι δυνάμεις της αγοράς δεν μπορούν να δράσουν ανεξάρτητα εφόσον οι περιορισμοί και οι κυρώσεις περιορίζουν τεχνητά την προσφορά σε αγαθά.

Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης

Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης αποτέλεσαν, τουλάχιστον στην αρχή, έκτακτα μέτρα νομισματικής πολιτικής ενίσχυσης της ανάπτυξης, με βασικό στόχο την αποκατάσταση του πληθωρισμού. Στην πορεία τα μέτρα αυτά παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα, εφόσον η παγκόσμια οικονομία παρουσιάστηκε αδύναμη. Την ίδια στιγμή η κρίση του κορωνοϊού, με την αδρανοποίηση των παραγωγικών μονάδων των οικονομιών, οδήγησε στην ενίσχυσή τους.

Τα στατιστικά προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης από μόνα τους δεν πέτυχαν τον στόχο της επαναφοράς των οικονομιών σε πορεία ανάπτυξης. Υπάρχουν σοβαρές προκλήσεις, όπως οι πολιτικές προστατευτισμού που αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.

Η αυξημένη ρευστότητα που «δημιουργήθηκε» από την ΕΚΤ δεν διοχετεύτηκε μέσω αυξημένων χρηματοδοτήσεων, τουλάχιστον στον βαθμό που αναμενόταν στην πραγματική οικονομία, ενώ τα δομικά προβλήματα του Ευρωσυστήματος σε συνδυασμό με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομίες όπως αυτή της Ιταλίας ενισχύουν τις ανησυχίες.

Η αυξημένη ρευστότητα αποτελεί κόστος για τα τραπεζικά ιδρύματα, εφόσον υπάρχουν χρεώσεις από τις κεντρικές τράπεζες για τη διατήρησή τους. Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο των αρνητικών επιτοκίων που είδαμε και στην Κύπρο.

Την ίδια στιγμή προκαλούνται ανησυχίες στις διεθνείς αγορές για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η επιπλέον ρευστότητα. Πολλοί επενδυτές, αντί να προχωρήσουν σε πωλήσεις των χρηματοοικονομικών στοιχείων που διέθεταν για χρηματοδότηση νέων επενδύσεων (υγιής κύκλος για μια χρηματαγορά), προχώρησαν σε νέο δανεισμό, λόγω χαμηλού κόστους, για αγορά νέων ομολόγων και μετοχών. Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, οδήγησε σε ενίσχυση των χρηματαγορών τα τελευταία χρόνια, όμως γίνεται αντιληπτό πόσο ευάλωτες είναι οι αγορές στην περίπτωση μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Σημειώνεται, επίσης, ότι οι διεθνείς επενδυτές προχώρησαν στη αναζήτηση νέων επενδύσεων με αποδόσεις εφόσον η διατήρηση καταθέσεων αποτελούσε και αποτελεί ένα μη συμφέρον επενδυτικό πλάνο. Ως εκ τούτου υπάρχουν πολλές επενδύσεις σε αναδυόμενες αγορές, ακίνητα και άλλα προϊόντα χωρίς πολλές φορές να γίνεται σωστή αξιολόγηση και διασπορά των κινδύνων.

Το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων από τη μια βοηθά στην ευνοϊκότερη χρηματοδότηση έργων και από την άλλη επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και τις αποδόσεις των επενδύσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων.

Θα πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι και το 2001 η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής προχώρησε στην εφαρμογή προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, με την κατάληξη το 2008 να υπάρξει η μεγάλη οικονομική κρίση των δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, χωρίς φυσικά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να θεωρείται η μόνη αιτία. Υπενθυμίζεται ότι οι αγορές το 2008 έχασαν πέραν του 30% της κεφαλαιοποίησής τους, με την κινεζική να χάνει πέραν του 50%.

Το δημόσιο χρέος

Η πορεία του δημόσιου χρέους είναι ιδιαίτερα σημαντικός δείκτης για την οικονομία εφόσον καταδεικνύει τις «αντιστάσεις» που έχει σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων. Γίνεται κατανοητό ότι υψηλά ποσοστά δανεισμού / μόχλευσης, όπως και για τις επιχειρήσεις, επηρεάζουν τις δυνατότητες της πολιτείας να εφαρμόσει τη δημοσιονομική της πολιτική αλλά και να παίρνει δραστικές αποφάσεις σε περιόδους ύφεσης.

H αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων στις διεθνείς αγορές αποτυπώνει την ανησυχία και την αβεβαιότητα που επικρατεί όσον αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και των εθνικών οικονομιών, με την Ευρώπη να αντιμετωπίζει ίσως τις μεγαλύτερες αρνητικές συνέπειες από την υπάρχουσα κατάσταση. Υπενθυμίζεται ότι τα προγράμματα στήριξης των παραγωγικών μονάδων των οικονομιών την περίοδο εξάπλωσης του κορωνοϊού χρηματοδοτήθηκαν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, μέσα από την αύξηση του δημόσιου χρέους. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ αυξάνουν το κόστος δανεισμού για τις κυβερνήσεις.

Θα πρέπει, ωστόσο, να πούμε ότι υπήρξαν κινήσεις αναχρηματοδότησης, προληπτικά και πριν από τη λήξη του χρέους από κυβερνήσεις, εκμεταλλευόμενες το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, «απλώνοντας» τη λήξη τους, κάνοντας τις λήξεις των ομολόγων πιο διαχειρίσιμες.

Χώρες με συγκριτικά υψηλά ποσοστά δημοσίου χρέους, όπως η Κύπρος, θα πρέπει να μείνουν προσηλωμένες στη μείωσή του μέσω μιας στοχευμένης και στρατηγικά προσηλωμένης δημοσιονομικής πολιτικής.

Οι προκλήσεις που δημιουργούνται είναι σημαντικές και ενδεχομένως να δούμε μια νέα περίοδο ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία, η οποία φαίνεται «σαστισμένη» από τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών. Από την άλλη, η κατάσταση με τον πληθωρισμό δημιουργεί σοβαρές πιέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Το ερώτημα που γεννάται είναι αν τελικά «άθελά» τους (κάποιοι αναλυτές αντιδρούν εντονότατα σε αυτό) έγιναν μέρος του προβλήματος.